Ανθεκτικότερες στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης εμφανίζονται οι βιομηχανίες Τροφίμων – Ποτών, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Αναλυτικότερα, η επιβράδυνση της παραγωγής στη βιομηχανία Τροφίμων το 2009 διαμορφώνεται στο 2,6% ενώ για το σύνολο της μεταποίησης η πτώση διαμορφώνεται στο 9,4%. Εντονότερη πίεση δέχεται ο κλάδος των Ποτών, όπου η μείωση διαμορφώνεται στο 6,7%.
Στο δ’ τρίμηνο του 2009 καταγράφεται αλλαγή τάσης με αύξηση της παραγωγής στη βιομηχανία Τροφίμων κατά 5% ενώ αισθητά βελτιωμένη εμφανίζεται η εικόνα στο ξεκίνημα του 2010: τον Ιανουάριο η πτώση στα Τρόφιμα διαμορφώνεται στο -3,9% έναντι -4,4% το αντίστοιχο διάστημα του 2009, ενώ στα Ποτά η πτώση συρρικνώνεται στο -4,8% από -8,7% πέρυσι.
Ο κλάδος Τροφίμων και Ποτών είναι ένας από τους σημαντικότερους κλάδους στο σύνολο της εγχώριας μεταποίησης. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 16.300 επιχειρήσεις, που αντιστοιχούν στο 17,1% του συνόλου των μεταποιητικών επιχειρήσεων, και απασχολούνται άμεσα 120.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 22% των συνολικών απασχολουμένων στη μεταποίηση, το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλον κλάδο. Κατά το α’ εξάμηνο του 2009 και συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2008, το εργατικό δυναμικό της βιομηχανίας Τροφίμων – Ποτών αυξήθηκε κατά 5,5%, γεγονός που αποτυπώνει την υψηλή προσαρμοστικότητα του κλάδου στις νέες απαιτήσεις, τη συμβολή του στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης.
Ο κλάδος πραγματοποιεί πωλήσεις πάνω από 12 δισ. ευρώ., καλύπτοντας το 21% σχεδόν του συνόλου του μεταποιητικού τομέα, ενώ κατατάσσεται πρώτος ως προς το μερίδιο επί του συνόλου της προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης. Ο υποκλάδος «Αρτοσκευάσματα, Σνακ, Ζαχαρώδη, Ζυμαρικά» είναι ο μεγαλύτερος σε όρους τζίρου, καθώς σε αυτόν δραστηριοποιούνται πάνω από τα 2/3 των επιχειρήσεων του κλάδου, ενώ ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1/3 του συνολικού τζίρου του κλάδου και απορροφά σχεδόν τη μισή απασχόληση. Ακολουθούν η «Παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων» (16,8% του τζίρου) και τα «Ποτά» (16,5% του τζίρου).
Το 2009, ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού στα Τρόφιμα μειώνεται κατά 1,5%, ενώ αντίθετα στα Ποτά αυξάνεται κατά 3,2%. Τόσο κατά το 2008, όταν οι τιμές είχαν εν γένει αυξηθεί, όσο και κατά το 2009, όταν οι τιμές μειώθηκαν, οι Δείκτες Τιμών Παραγωγού στα Τρόφιμα και τα Ποτά μεταβλήθηκαν πολύ ηπιότερα σε σχέση με
το σύνολο της μεταποίησης.
Η εγχώρια βιομηχανία Τροφίμων – Ποτών αντιμετωπίζει πλήθος προκλήσεων που διαμορφώνουν το εγχώριο, αλλά και διεθνές περιβάλλον και επηρεάζουν τις επιχειρηματικές στρατηγικές, την κερδοφορία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών της. Αναλυτικότερα:
– Τιμές πρώτων υλών. Οι αυξήσεις στις τιμές των συντελεστών παραγωγής αποτελούν μια συνεχή παράμετρο παρακολούθησης για τη βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών, μιας και, αναλόγως του προϊόντος, το κόστος των γεωργικών πρώτων υλών αντιστοιχεί στο 30-75% του συνολικού κόστους.
– Αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Η βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εγχώριο επίπεδο επηρεάζεται άμεσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ε.Ε., μιας και ο γεωργικός τομέας αποτελεί το βασικό προμηθευτή των πρώτων υλών της.
– Αλλαγές στο καταναλωτικό πρότυπο – Νέα είδη προϊόντων. Τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών καλείται να καλύψει τις διευρυμένες απαιτήσεις και ανάγκες των καταναλωτών, οι οποίες εκπορεύονται τόσο από την όξυνση της καταναλωτικής συνείδησης απέναντι σε θέματα οικολογίας και ηθικής, όσο και από
δημογραφικές αλλαγές, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση των μεταναστών.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα βιολογικά προϊόντα, τα «φιλικά στο κλίμα» τρόφιμα και τα λειτουργικά τρόφιμα και ποτά αποτελούν σύγχρονες κατευθύνσεις, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται όλο και περισσότερο υπ’ όψη από τις βιομηχανίες Τροφίμων-Ποτών, συνιστώντας ταυτόχρονα ένα ευρύ πεδίο για επίτευξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
– Υγιεινή και Ασφάλεια Τροφίμων. Οι αλλαγές στις απαιτήσεις των καταναλωτών σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας σε θέματα συσκευασίας και ασφάλειας των τροφίμων δημιουργούν ένα ακόμα πιο απαιτητικό πλαίσιο λειτουργίας για την εγχώρια βιομηχανία.
– Ανταγωνιστικότητα εγχώριας βιομηχανίας Τροφίμων-Ποτών. Στη σημερινή κρίσιμη φάση αναζήτησης ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, η βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών αποτελεί μια από τις «ατμομηχανές» της ελληνικής οικονομίας και υπό προϋποθέσεις μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει θέσεις εργασίας και να
βελτιώνει την ανταγωνιστική της θέση στο διεθνές περιβάλλον. Αποκτά, επομένως, ακόμα μεγαλύτερη σημασία η εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η ανάπτυξη και περαι

τέρω μεγέθυνση της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας θα προέλθει, όμως, πρωτίστως από την άμβλυνση της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων από τη γραφειοκρατία, γεγονός που θα
βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στις ξένες αγορές, αλλά ταυτόχρονα θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις στη χώρα.
– Επιπτώσεις και αντιδράσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης στη βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών. Το ΙΟΒΕ, σε έκτακτη έρευνα πεδίου σχετικά με τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ελληνικές επιχειρήσεις, κατέγραψε τις απόψεις τους για την ένταση της κρίσης, αλλά και τους τρόπους αντίδρασης που θα πρέπει
να χρησιμοποιηθούν για να ξεπεραστεί αυτή η περίοδος αυξημένης αβεβαιότητας. Οι επιχειρήσεις του κλάδου Τροφίμων-Ποτών δηλώνουν ότι τα δύσκολα δεν έχουν περάσει και οι προβλέψεις τους για το επόμενο διάστημα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό δυσμενείς. Παρά τη σταθεροποίηση που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το καλοκαίρι και μετά, η αβεβαιότητα για την έκταση των συνεπειών της κρίσης και το χρόνο αποκατάστασης της ευρυθμίας στην οικονομική δραστηριότητα οδηγεί τις περισσότερες επιχειρήσεις σε προσπάθειες για περικοπές στο κόστος λειτουργίας.
Σύμφωνα με τις απόψεις των επιχειρήσεων πολύ αρνητικό ρόλο στις προσπάθειες αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης παίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ωστόσο, με βάση και την εμπειρία από προηγούμενες κρίσεις, η ύφεση δεν είναι αναγκαστικά μόνο μια εποχή αμυντικών κινήσεων και εστίασης στο λειτουργικό επίπεδο, αλλά και ευκαιρία σημαντικών κινήσεων και εκμετάλλευσης ασυνεχειών σε στρατηγικό επίπεδο, με σημαντικές ευκαιρίες στη συμπεριφορά των καταναλωτών, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον, το ρυθμιστικό καθεστώς, αλλά και στη δυνατότητα αξιοποίησης ανθρώπινων πόρων. Οι επιχειρήσεις οι οποίες – με διασφαλισμένο το παρόν τους – θα έχουν τη διορατικότητα, την τόλμη και τα κεφάλαια να τις εκμεταλλευτούν όχι μόνο θα επιβιώσουν, αλλά και θα εξέλθουν ισχυρότερες από την κρίση.