Μια οριακή αλλά ιστορική νίκη πέτυχε ο πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Μπαράκ Ομπάμα με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Και ενώ επί έναν χρόνο η δημόσια συζήτηση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών είχε εστιαστεί στην ενθάρρυνση των αμβλώσεων, την οποία υποτίθεται ότι θα φέρει ο νόμος, οι προτάσεις ήταν πολύ πιο σημαντικές από αυτή την παράμετρο που απασχόλησε τις αντιμαχόμενες πλευρές. Παρά τη δυσπιστία ακόμη και στους κύκλους των Δημοκρατικών, η Βουλή των Αντιπροσώπων έδωσε την τελική έγκριση για το νομοσχέδιο που φιλοδοξεί να ασφαλίσει το 95% των Αμερικανών. Ο κ. Ομπάμα δεν κατάφερε να πείσει κανέναν στο αντίπαλο κόμμα και έχασε λίγους από τους δικούς του εκπροσώπους, οι οποίοι δεν πείστηκαν για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης.
Το νομοσχέδιο πέρασε με 219 ψήφους υπέρ και 212 κατά, εξασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη ασφάλιση 32 εκατ. πολιτών που δεν έχουν καμία κάλυψη. Οι ενδοιασμοί διατυπώθηκαν παρά τις προβλέψεις για εξοικονόμηση 1,3 τρισ. δολαρίων την επόμενη τριετία. Αυτό που ουσιαστικά φοβούνται οι μεσοαστοί αμερικανοί είναι η μετακύλιση των εξόδων περίθαλψης και σύνταξης σε όλους τους πολίτες, αναλόγως των εισοδημάτων τους. Για την κοινή γνώμη, η οποία εμφανίζεται από χθες δυσαρεστημένη στις δημοσκοπήσεις, φαίνεται πολύ πιο λογικό να ασφαλίζονται με ακριβά συμβόλαια οι έχοντες και να μην έχουν καμία πρόνοια οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Ενα από τα μέτρα που έγιναν δεκτά με καχυποψία αφορά την αύξηση της φορολόγησης το 2013 από 1,45% σε 2,35% για όσους δηλώνουν ατομικό εισόδημα μεγαλύτερο των 200.000 δολαρίων ετησίως. Με αυτή την παρακράτηση εξασφαλίζεται η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μέσα από το πρόγραμμα Μedicare, όλων των ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος.
Το θεμελιώδες στο νέο νομοσχέδιο είναι ότι στην ασφάλιση των πολιτών εμπλέκεται το κράτος. Δηλαδή θα υπάρχει επιλογή ανάμεσα στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και στα δημόσια προγράμματα. Αυτή η προοπτική αναμένεται να εξορθολογίζει το υψηλό κόστος της ασφάλισης που ως προχθές ήταν αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση. Μια πρακτική των εταιρειών αναμένεται να εξαλειφθεί άμεσα.
Πρόκειται για την άρνηση να συνάψουν συμβόλαια με άτομα που έχουν βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό. Στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμβολαίων ήταν νόμιμο και σύνηθες να διακόπτεται από την πλευρά της εταιρείας η σύμβαση αν ο ασφαλισμένος εμφάνιζε κάποια ασθένεια με υψηλό κόστος θεραπείας. Στον αντίποδα, υποχρεώνονται όλοι να έχουν ασφάλιση ακόμη και όταν είναι υγιείς, ώστε να μην αναζητούν λύσεις της τελευταίας στιγμής όταν ήδη βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Ο λόγος για τον οποίο τρομοκρατήθηκαν οι Αμερικανοί από την προοπτική της μεταρρύθμισης είναι ότι η ασφάλιση έγινε υποχρεωτική. Για τους εργοδότες επιχειρήσεων που απασχολούν άνω των 50 ατόμων γίνεται υποχρεωτική η συμμετοχή στα συμβόλαια περίθαλψης και ασφάλισης όλων των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι φοβούνται ότι η πληρωμή της ασφάλειας θα μειώσει τις καθαρές αποδοχές τους. Σε πρώτη φάση ο εργοδότης αναλαμβάνει το 35% των εξόδων και από το 2014 θα πρέπει να πληρώνει τα μισά. Καταγράφεται επίσης αρνητική αντίδραση από τη μεσαία και ανώτερη τάξη επειδή θα συμβάλλουν με τα δικά τους χρήματα στην ασφάλιση των αδυνάμων.
Θεωρούν δηλαδή ότι οι «πετυχημένοι» αναλαμβάνουν με τις αυξημένες κρατήσεις τη συντήρηση ενός συστήματος που δεν τους αφορά. Προκειμένου να εφαρμοστεί ο νόμος προβλέπονται κυρώσεις. Οποιος αμελήσει να ασφαλιστεί θα έλθει αντιμέτωπος με πρόστιμο που αυξάνεται σε βάθος χρόνου: φτάνει τα 695 δολάρια το 2016. Υπολογίζεται ότι το χαμηλότερο κόστος ασφάλισης θα κυμανθεί γύρω στα 1.500
δολάρια.
Αν πάντως στην Ευρώπη ακούγεται παράλογο να μην υπάρχει δημόσια μέριμνα για την περίθαλψη, στην Αμερική ακούγεται παράλογη η συμμετοχή σε μια κοινή προσπάθεια. Οι Αμερικανοί δεν έχουν πρόβλημα αν ένας στους οκτώ κατοίκους της χώρας τους δεν μπορεί να πάει στον γιατρό ή δεν έχει προοπτική σύνταξης. Δεν έχουν πρόβλημα καν όταν μαθαίνουν ότι οι ανασφάλιστοι τελικά κοστίζουν πολύ στον προϋπολογισμό. Αρκεί να μη θίγονται τα ατομικά κεκτημένα.