Συνεχίζω όσα υποσχέθηκα τις προάλλες με αμφίβολη διάθεση. Στοιχίζοντας το έλλειμμα της ανοικονόμητης οικονομίας μας με το έλλειμμα της φθίνουσας διανόησής μας. Προτείνοντας τρεις, λανθάνοντες μάλλον συντελεστές, που ενδεχομένως το ορίζουν και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, το εξηγούν. Σ΄ αυτό το πλαίσιο πρότεινα μια τρίβαθμη κλίμακα, στη βάση της οποίας αναγνωρίζεται η συγκεκριμένη εμπειρία, στο μέσο η ομόλογη γνώση, και στην κορυφή η αντίστοιχη έκφραση. Η εμπειρία, όπως έγραφα, αναλογεί στον τρόπο και στον βαθμό που βιώνεται η οικονομική ασφυξία σε προσωπικό και συλλογικό, ταξικό και διαταξικό επίπεδο. Η γνώση υπονοεί την ανάγνωση της δυσανάγνωστης δημοσιονομικής κρίσης, με κριτήρια ιστορικά και πολιτικά. Η έκφραση, τέλος, καλύπτει τόσο την κυβερνητική δράση (το γνωστό «πρόγραμμα σταθερότητας», με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του) όσο και τις κοινωνικές και κομματικές αντιδράσεις (ηπιότερες, έντονες, βίαιες).

Με τους όρους αυτούς το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το απειλητικό έλλειμμα, για το οποίο γίνεται συνεχώς λόγος, μοιράζεται ισότιμα στις τρεις βαθμίδες της προκείμενης κλίμακας ή επιβαρύνει περισσότερο μία από αυτές. Η αίσθησή μου είναι ότι η επιβάρυνσή του εντοπίζεται προπάντων στη δεύτερη βαθμίδα, αυτή που (περιληπτικώς και προληπτικώς) ονομάζεται εδώ «γνώση»· έγκαιρη δηλαδή και έγκυρη νόηση και κατανόηση των πραγματικών δεδομένων. Για να είμαι ειλικρινής, η ιδέα της ελλειμματικής γνώσης ως ανιχνευτή της ελλειμματικής οικονομίας προέκυψε με αφορμή μια αποκαλυπτική διάλεξη του Γιώργου Δερτιλή, που έλαβε χώρα στο Αμφιθέατρο Καρατζά της Εθνικής Τράπεζας στις 4 Μαρτίου. Δυο λόγια για τον ομιλητή και την ομιλία.

Ο Γιώργος Δερτιλής (μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό, που τρέφεται με ό,τι εκβιαστικά του προσφέρουν, και του στερούν, τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας) δικαιούται τον τίτλο του δυσεύρετου στις μέρες μας διανοητή. Σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα, Πολιτική Θεωρία και Ιστορία στην Αγγλία, δίδαξε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξελέγη επισκέπτης καθηγητής στο Ηarvard, στην Οξφόρδη και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, έγινε τακτικός καθηγητής και διευθυντής σπουδών στην cole des Ηautes tudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, υπήρξε δραστήριο μέλος πολλών συμβουλίων (ερευνητικών, γνωμοδοτικών, μορφωτικών), δημοσίευσε δώδεκα βιβλία (μεταξύ των οποίων το δίτομο, θεμελιακής αξίας, έργο Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920 ) και κάπου σαράντα άρθρα (μεταφρασμένα τα περισσότερα στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες). Ως ένθερμος εξάλλου δάσκαλος ανέδειξε, αναγνωρίσιμους ήδη, μαθητές-ερευνητές, σε επίμαχα μάλιστα κεφάλαια της νεοελληνικής ιστορίας. Προχωρώ στην ερεθιστική ομιλία.

Η οποία είχε τον προκλητικό τίτλο «Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται» και τον απολύτως επίκαιρο υπότιτλο «Οικονομική κρίση και κράτος στην Ελλάδα». Οπου ο ομιλητής εντόπισε τέσσερα παραδείγματα οικονομικής κατολίσθησης χρονολογημένα (1878, 1897, 1922, 1932), αποκαλύπτοντας αναλογικές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως προβολείς αναγνώρισης της σημερινής δημοσιονομικής μας κρίσης.

Η μέθοδος και τα ευρήματα της ομιλίας υπέδειξαν, εκτός των άλλων, επίμονο έλλειμμα κριτικής γνώσης, ειδικότερα ιστορικής, πολιτικής και οικονομικής παιδείας, νηφάλιας δηλαδή εννόησης του προβληματικού φαινομένου. Επιμένοντας στους αδόκιμους συντελεστές της τρίβαθμης κλίμακας που έχω προτείνει, θα έλεγα ότι: παρατηρείται νευρική και εκμεταλλεύσιμη σπουδή για απότομο πήδημα από την πρώτη κατευθείαν στην τρίτη βαθμίδα (και αντιστρόφως), ερήμην της δεύτερης βαθμίδας, η οποία σκοπίμως ή ασκόπως παρακάμπτεται. Αποτέλεσμα: παραμόρφωση και εξόγκωση της δύστροπης εμπειρίας, που ευνοεί έντονες, κοινωνικές και κομματικές, αντιδράσεις. Στο μεταξύ ο συντελεστής της ενδιάμεσης γνώσης έχει υποστεί εντυπωσιακή καθίζηση, αν δεν εμφανίζει ήδη συμπτώματα παθολογικής ατροφίας.

Διαβάζοντας και ζώντας καθημερινά την ατίθαση και δύσαρθρη αυτή εμπειρία, αναρωτιέμαι μήπως τα πάθη της οφείλονται και στην αγνόηση, έστω στην παρανόηση, του διπλού περιεχομένου της. Δεδομένου ότι η εμπειρία αυτή δεν εξαντλείται μόνο στην εύλογη δυσφορία που προκαλούν τα σκληρά κυβερνητικά μέτρα, αλλά συμπεριλαμβάνει (πρέπει δηλαδή να συμπεριλάβει) και το πραγματικό νόημα και μέγεθος της δημοσιονομικής κρίσης, ρωτώντας: πρόκειται όντως για απειλή εθνικής χρεοκοπίας ή για κερδοφόρο ελιγμό του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κεφαλαίου; ή μήπως το προκείμενο δίλημμα είναι επινοημένο και τελικώς πλαστό; Οπως κι αν έχει το πράγμα, το έλλειμμα διανοημένης γνώσης στη συγκεκριμένη περίσταση, αν παραταθεί κι άλλο, μπορεί να αποβεί μοιραίο.