Η επόμενη μέρα της μεγαλύτερης μεταπολεμικής χρηματοπιστωτικής κρίσης δείχνει να φέρνει ποιο κοντά την πιθανότητα μιας κρίσης κρατικού χρέους η οποία πιθανώς να μην περιορίζεται μόνο σε περιφερειακές οικονομίες όπως η ελληνική, καθώς τα χρέη των αναπτυγμένων οικονομιών, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Credit Suisse, αναμένεται ως το 2014 να ξεπεράσουν τα 47 τρισ. δολάρια, δηλαδή σχεδόν τρεις φορές το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας.

Η κρίση άφησε εξάλλου τρία ανοιχτά μέτωπα, τα οποία αναμένεται να καθορίσουν το οικονομικό και επενδυτικό τοπίο τα επόμενα χρόνια:

1 Επηρέασε καταλυτικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο διασώθηκε με υψηλό κόστος από τις κυβερνήσεις, ενώ δεν θα γιατρευτεί χωρίς να υπάρξουν δομικές μεταρρυθμίσεις στον κλάδο. 2 Οδήγησε στον περιορισμό των φορολογικών εσόδων, ενώ τα χαμένα φορολογικά έσοδα δεν πρόκειται να ανακτηθούν αν δεν ανακαλυφθούν νέες πηγές στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης.

3 Αποκάλυψε το εύθραυστο των δημοσιονομικών συνθηκών, καθώς θύμισε ότι τόσο τα τρέχοντα όσο και τα μελλοντικά ελλείμματα σχετίζονται άμεσα και με την ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού, η αρνητική επίπτωση της οποίας στα δημοσιονομικά μεγέθη δεν πρόκειται να αναστραφεί αν δεν υπάρξουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο συνταξιοδοτικό σύστημα.

Επιπτώσεις στην ανάπτυξη
Οι δημογραφικές εξελίξεις αναμένεται στη διάρκεια των επόμενων 40 ετών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, στις αποταμιεύσεις, στη συσσώρευση πλούτου, στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, στα φορολογικά και ασφαλιστικά συστήματα, παίζοντας ρόλο ακόμη και στις κλιματικές αλλαγές. Ο κόσμος μάλιστα δείχνει στο θέμα αυτό να βρίσκεται και πάλι σε ένα ιστορικό μεταίχμιο: Το 10.000 π.χ., η πρώτη αγροτική επανάσταση δημιούργησε τις βάσεις για την ανάπτυξη, ενώ το 1348-1350 ενέσκηψε η πανούκλα για να επιφέρει βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και θρησκευτικές αλλαγές. Για πολλά χρόνια ως και τη δεκαετία του ΄70, όλοι πίστευαν ότι η πληθυσμιακή έκρηξη ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο πλανήτης, καθώς αυτή μπορούσε να ελεγχθεί όπως υποστήριζε από το 1798 και ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους, από την έλλειψη χώρου, τις ασθένειες, τους πολέμους και τις επιδημίες.

Τα τελευταία 40 χρόνια όμως ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού υποχώρησε σε πολλές περιοχές, όχι εξαιτίας των πολέμων ή του… ΑΙDS αλλά ήταν απόρροια της οικονομικής ανάπτυξης που άλλαξε την κοινωνική συμπεριφορά περιορίζοντας τις γεννήσεις. Την ίδια ώρα η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η πληθυσμιακή γήρανση απειλούν να τινάξουν στον αέρα τα ασφαλιστικά συστήματα πολλών χωρών ενώ, μαζί με τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα υψηλά χρέη, φαίνεται ότι θα περιορίσουν τα επόμενα χρόνια και τους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που αποτελεί επίσης τροχοπέδη στις προσπάθειες ελέγχου των κρατικών χρεών.

Καθώς ο συνδυασμός της μείωσης των κρατικών δαπανών με παράλληλη αύξηση της φορολογίας που θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τα κρατικά χρέη, δημιουργεί αποπληθωρισμό και είναι πολιτικά μια δύσκολη διαδικασία, ενώ η δημιουργία πληθωρισμού απαιτεί δρακόντειο χρηματοοικονομικό και φορολογικό έλεγχο, στην ουσία οι εναλλακτικές λύσεις που εμφανίζονται είναι η αναδιάρθρωση ή η χρεοκοπία, υποστηρίζει σε ειδική μελέτη της η Deutsche Βank, που θεωρεί μια κρίση χρέους των ΗΠΑ το μεγαλύτερο παγκόσμιο ρίσκο.

Ειδικά για την Ελλάδα, σύμφωνα με το βασικό της σενάριο, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το 2040 στο 281,8% του ΑΕΠ- ενώ με σταθερές τις ασφαλιστικές δαπάνες περιορίζεται στο 146% του ΑΕΠ – από το 115% του ΑΕΠ πέρυσι. Αντιλαμβανόμενες τα νέα δεδομένα, οι ομολογιακές αγορές, όπως υποστηρίζει η γερμανική τράπεζα, άρχισαν να απαιτούν μεγαλύτερα ασφάλιστρα κινδύνου, κάτι όμως που θα μπορούσε να αυξήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια καθιστώντας ίσως τελικά μη αποδεκτά τα επίπεδα χρέους ορισμένων αναπτυγμένων οικονομιών.

Μπορεί πάντως η χώρα μας να παραμένει «στην κόψη του ξυραφιού», οι ξένοι δανειστές και επενδυτές ωστόσο συνεχίζουν να παρατηρούν μάλλον ψυχρά την «ελληνική υπόθεση». Η πολιτική και πρωτίστως οικονομική υπερδύναμη της ευρωζώνης, λένε, είναι οι Γερμανοί, που είναι και αυτοί σφιχτοί όταν πρόκειται για χρήματα. Ετσι, έστω και αν αποφύγουμε τελικά την ολοκληρωτική αγκαλιά του ΔΝΤ, τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ούτε το σχετικά υψηλό κόστος δανεισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, ούτε μάλλον και την πιθανότητα οι αγορές να μας οδηγήσουν στη λήψη διαρθρωτικών αλλά και άλλων μέτρων, πιο επώδυνων, ειδικά για τον δημόσιο τομέα.

Τα ρίσκα αφορούν, λένε, για τη μεν Γερμανία την πιθανότητα, προκρίνοντας το μοντέλο συνδρομής της Ελλάδας στο οποίο θα έχει ενεργό συμμετοχή το ΔΝΤ σε συνδυασμό με διμερή δανεισμό από ευρωπαϊκές χώρες, να υπονομεύσει τελικά περισσότερο από ό,τι θα ήθελε το οικοδόμημα του ευρώ και για τη χώρα μας, να «σκάψουμε τελικά μόνοι μας τον λάκκο» αποφεύγοντας επώδυνες πολιτικές, με αποτέλεσμα να έρθει μια στιγμή που είτε είμαστε μέσα είτε έξω από το ευρώ να είναι «ένα και το αυτό».

Παραβίαση της ποσόστωσης
Ακόμη και η λύση του ΔΝΤ πάντως, όπως εκτιμά η Βarclays Capital, ενδέχεται να μην επαρκεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρέους της Ελλάδας, καθώς αν χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα που χρησιμοποιούν χώρες με καλό οικονομικό παρελθόν, τότε θα μπορέσει να δανειστεί 10 φορές την ποσόστωσή της στο ΔΝΤ, δηλαδή περίπου 10 δισ. ευρώ. Υπάρχει, βέβαια, και το ενδεχόμενο της παραβίασης της ποσόστωσης, με την εκταμίευση μεγαλύτερων δανείων, όπως επίσης πιθανή είναι και μια κοινή δράση του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Συνολικά πάντως, πριν από 10 χρόνια, όταν έσκασε η φούσκα των μετοχών τεχνολογίας, πολλές επιχειρήσεις είχαν υπερβολικό χρέος. Αντιθέτως τα οικονομικά των κρατών ήταν γενικότερα σε καλή κατάσταση. Οι επιχειρήσεις διασώθηκαν από την καταναλωτική και πιστωτική έκρηξη και ως το 2007 οι ισολογισμοί τους είχαν γίνει ισχυρότεροι από ποτέ. Οταν το 2008 ο υπερχρεωμένος χρηματοπιστωτικός κλάδος βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, διασώθηκε πάλι από τις κυβερνήσεις, οι οποίες όμως είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών. Ποιος όμως θα σώσει τώρα τα υπερχρεωμένα κράτη;

Για να περιοριστούν τα ελλείμματα, ή θα πρέπει να αυξηθεί η αποταμίευση ώστε να αναλάβει το έργο της αποδόμησης του χρέους ή να απορροφηθούν (τα χρέη) από μια αύξηση του πληθωρισμού, η οποία προς το παρόν δεν αναμένεται, αν και δεν είναι λίγοι πλέον οι οικονομολόγοι που φέρνουν ως παράδειγμα το χρέος των ΗΠΑ το οποίο έφθανε το 121% του ΑΕΠ το 1945 και μειώθηκε στο 76% του ΑΕΠ το 1951, κυρίως χάρη στον πληθωρισμό…