ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ πανηγυρίζουν και νιώθουν υπερήφανοι για την Κριστίν Λαγκάρντ. Επιτέλους, να και κάποιος που τόλμησε να πει όσα ήθελαν οι Γάλλοι αλλά και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι του Νότου. Η υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γαλλίας μίλησε με ασυνήθιστη ομολογουμένως τόλμη για το γερμανικό πρόβλημα στους κόλπους της ζώνης του ευρώ. Εν μέσω της ελληνικής κρίσης και ενώ ο γερμανικός και βρετανικός Τύπος βρίθει υποτιμητικών δημοσιευμάτων για το σύνολο των αδύναμων οικονομιών της Ευρώπης, η γαλλίδα αξιωματούχος προκάλεσε με τις εμπρηστικές επισημάνσεις της την μήνιν του Βερολίνου. Η γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε ξαφνικά να απολογείται
για την οικονομική της πολιτική και να κατηγορείται ότι υποσκάπτει τη συνοχή του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος. Και ενώ ως τώρα οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που έτειναν το δάκτυλο προς τους «απείθαρχους εταίρους» της Ενωσης ζητώντας μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, οι Γάλλοι έβαλαν τώρα στο στόχαστρο την πολιτική της χαμηλής εγχώριας ζήτησης και της εκτίναξης των εξαγωγών που ακολουθεί η Γερμανία. «Είναι βέβαιο ότι απαιτείται μεγαλύτερη σύγκλιση» τόνισε με νόημα η γαλλίδα υπουργός. Και η νύξη της δεν αφορούσε ούτε την Ελλάδα ούτε τους συνήθεις υπόπτους της λιγότερο ανεπτυγμένης ευρωπαϊκής περιφέρειας.
«Αν η Λυών έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο, τότε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για την Μπάγερν». Με αυτόν τον κάπως ανορθόδοξο τρόπο απάντησε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην πρόκληση τής κατά τα άλλα «φίλης» όπως ο ίδιος αποκάλεσε την Κριστίν Λαγκάρντ. Είχε προηγηθεί μέσα στην εβδομάδα η αιχμηρή δήλωση της τελευταίας κατά του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης το οποίο χαρακτήρισε « μη βιώσιμο σε βάθος χρόνου» για το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης. Οσο για τον Σόιμπλε έσπευσε να διευκρινίσει ότι « δεν μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε την πολιτική με όρους ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού».
Ωστόσο η παρομοίωσή του ήταν εύστοχη: η γαλλική ποδοσφαιρική ομάδα καταφέρνει στις αναμετρήσεις της με την ομάδα του Μονάχου, τα τελευταία χρόνια, να αποσπά νικηφόρα αποτελέσματα (ή τουλάχιστον να μη χάνει) ακόμη και επί γερμανικού εδάφους, παίζοντας όμως ένα κατά γενική ομολογία «κλειστό» ποδόσφαιρο. Οσο λοιπόν δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους Γάλλους για την ποδοσφαιρική τακτική τους, έτσι δεν μπορεί να κατηγορείται και η Γερμανία για τη «σφιχτή» οικονομική πολιτική της στο εσωτερικό που προκαλεί ανισόρροπη ανάπτυξη στις χώρες του ευρώ. Αυτό τουλάχιστον ήθελε να πει ο γερμανός υπουργός. Είναι όμως έτσι;
Για τα μάτια της Ελλάδας
Ο «πόλεμος» Γαλλίας- Γερμανίας δεν ξέσπασε φυσικά για τα μάτια της «ωραίας Ελλάδας». Η ελληνική κρίση αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια τα κρυμμένα- κάτω από τον μανδύα του κοινού οικονομικού συμφέροντος- πάθη μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της ζώνης του ευρώ. Το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι παρά το γερμανικό μοντέλο ανάπτυξης. Το άρμα της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών οδήγησε την οικονομία της χώρας σε σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την τελευταία δεκαετία, αλλά την ίδια στιγμή φόρτωσε τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης με ένα βαρύ ως δυσβάσταχτο στην περίπτωση της Ελλάδας (και όχι μόνο) έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου συνοδευόμενο από ένα εξίσου υψηλό εξωτερικό χρέος.
Από τη σκοπιά των Γερμανών τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής: υπό την ηγεσία του Γκέρχαρντ Σρέντερ και μετά οι ίδιοι έσφιξαν το ζωνάρι προκειμένου να γίνει πιο ανταγωνιστικό το γερμανικό προϊόν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ταυτόχρονα ο ευρωπαϊκός Νότος ελάμβανε κοινοτικές επιδοτήσεις (δηλαδή χρήματα γερμανών και άλλων βορειοευρωπαίων φορολογουμένων) προκειμένου να συνεχίσει να καταναλώνει ή σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση που χρησιμοποιούν εσχάτως οι ευρωπαίοι ηγέτες «να ζει με περισσότερα από όσα του επέτρεπαν οι δυνατότητές του». Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια διότι πολύ απλά τα αυτοκίνητα, οι αμυντικοί εξοπλισμοί και τα άλλα γερμανικά προϊόντα της βαριάς βιομηχανίας έβρισκαν πρόθυμους αγοραστές σε αυτές ακριβώς τις χώρες που υποτίθεται ότι ζούσαν εις βάρος των Γερμανών. Με άλλα λόγια, οι χώρες που παρουσιάζουν σήμερα τα μεγαλύτερα ελλείμματα στο εμπορικό τους ισοζύγιο είναι οι ίδιες που στήριζαν τα προηγούμενα χρόνια τη γερμανική ανάπτυξη. Είναι δε εξίσου εντυπωσιακό ότι την τελευταία δεκαετία το ευρώ ενισχύθηκε σημαντικά έναντι του δολαρίου, γεγονός το οποίο θα έπρεπε λογικά να είχε επιβραδύνει τις εξαγωγές των Ευρωπαίων.
Κάτι το οποίο συνέβη, βέβαια, αλλά για όλους τους άλλους πλην των Γερμανών. Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ανατιμήθηκε κατά 70% από το 2000, όμως τις επιπτώσεις του «σκληρού» ευρώ τις ένιωσαν οι έλληνες αγρότες και οι πορτογάλοι οινοπαραγωγοί αλλά όχι η γερμανική οικονομία (η σύγκριση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου και της αύξησης των γερμανικών εξαγωγών από το 2006 και εντεύθεν είναι χαρακτηριστική). Και κάθε άλλο παρά για «θαύμα» πρόκειται. Η εξήγηση είναι απλή: η συγκράτηση των γερμανικών μισθών, δηλαδή η «σφιχτή» οικονομική πολιτική του Βερολίνου με την διατήρηση των μισθών σε επίπεδο πληθωρισμού, που ήταν σχεδόν… μηδενικός.
Η Κίνα της Ευρώπης
Πώς όμως κατάφερε να γίνει η Γερμανία η «Κίνα της Ευρώπης», όπως τη χαρακτηρίζει ο γάλλος χρονικογράφος και πρώην αρθρογράφος του «Μonde» Ερίκ Λε Μπουσέ; Ο μοχλός της γερμανικής ανταγωνιστικότητας δεν ήταν άλλος από το πακέτο των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας το οποίο εφάρμοσαν οι Σοσιαλδημοκράτες του SΡD από τις αρχές του 2000, συνεπικουρούμενοι μετά το 2005 και από τους Χριστιανοδημοκράτες κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού». Το 2002 ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ υιοθέτησε το σύνολο σχεδόν των προτάσεων που εισηγείτο η 15μελής «Επιτροπή για τις σύγχρονες υπηρεσίες στην αγορά εργασίας». Καθόλου συμπτωματικό ότι ως επικεφαλής της ομάδας των «σοφών» επελέγη ο τότε διευθυντής προ σωπικού της Volkswagen Πέτερ Χαρτς . Η επιτροπή Χαρτς πρότεινε μια σειρά από μέτρα τα οποία αποσκοπούσαν στη μείωση της ανεργίας που άγγιζε εκείνη την εποχή το 10%. Η μεταρρύθμιση είχε ως άξονα την με κάθε τρόπο επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας μέσω της προώθησης της μερικής και «ευέλικτης» απασχόλησης, και την παροχή κινήτρων προς τους εργοδότες για την πρόσληψη νέων αλλά και μακροχρονίως ανέργων. Ετσι, ένας εργοδότης είχε πλέον το δικαίωμα να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό για μια «δοκιμαστική» περίοδο λίγων εβδομάδων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος αμειβόταν με μισθό χαμηλότερο από τα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων. Παράλληλα θεσμοθετήθηκαν αντικίνητρα, όπως η δραστική μείωση της περιόδου χορήγησης επιδόματος ανεργίας (από 32 σε 12 μήνες και 18 μήνες για τους ανέργους άνω των 55 ετών). Επίσης ο άνεργος που δεν θα αποδεχόταν τη θέση που του πρότεινε το αρμόδιο γραφείο θα κινδύνευε στο εξής να χάσει μερικώς ή στο σύνολό του το επίδομα ανεργίας. Και, φυσικά, ούτε λόγος για τη θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στα πρότυπα του κοινωνικού κράτους της Γαλλίας. Το άρμα τής με κάθε κόστος διατήρησης των θέσεων εργασίας ακολουθούν ως σήμερα τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της χώρας- με πρωτοστάτη την πανίσχυρη ένωση εργατών μετάλλου ΙG Μetal-, που προσυπογράφουν τις μηδενικές αυξήσεις των ήδη χαμηλών ημερομισθίων τους (συγκριτικά με το κόστος ζωής στη Γερμανία) προκειμένου να μη βρεθούν στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενοι.
Ανταγωνιστικότητα
Είναι ενδεικτικό το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ της Γερμανίας και των λιγότερο ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί: το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο κατά 7% σε σχέση με αυτό της Γερμανίας, ενώ για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη: 10% και 20% αντιστοίχως. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι Ελληνες ή οι Ιρλανδοί αμείβονται περισσότερο από τους Γερμανούς. Απλώς το πάγωμα των γερμανικών μισθών, τα τελευταία χρόνια, καθιστά τα γερμανικά εργατικά χέρια πολύ πιο ελκυστικά από εκείνα των υπολοίπων εργαζομένων στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η ανομοιογένεια μεταξύ των 16 οικονομιών της Ευρώπης οι οποίες συναλλάσσονται με το ίδιο νόμισμα δεν είναι ασφαλώς κάτι νέο. Η άτυπη συμμαχία των μεσογειακών χωρών της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να συστήσει κανόνες ορθής οικονομικής συμπεριφοράς στη Γερμανία για την επίτευξη της σύγκλισης των οικονομιών της ευρωζώνης.
Τόσο η γαλλίδα υπουργός Οικονομίας και ΟικονομικώνΚριστίν Λαγκάρντ όσο και η ισπανίδα ομόλογός της Ελενα Σαλγκάδο, η οποία επικρότησε τις επίμαχες δηλώσεις της Λαγκάρντ στους «Financial Τimes» περί της «μη βιωσιμότητας του γερμανικού μοντέλου», ζητούν ουσιαστικά από τη Γερμανία να πλουτίσει. Να εφαρμόσει, δηλαδή, μια πιο γενναιόδωρη πολιτική σε ό,τι αφορά τους μισθούς και να τονώσει την εγχώρια ζήτηση εγκαταλείποντας τη μονοδιάστατη οικονομική μεγέθυνση που στηρίζεται στις εξαγωγές αγαθών.
Μόνο που αμφότερες παραβλέπουν το γεγονός ότι στην ελεύθερη αγοράτην οποία ασφαλώς ουδόλως απορρίπτουν- δεν υφίσταται (υπό κανονικές συνθήκες) παρέμβαση του κράτους στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης όπως και στον προσδιορισμό των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Ακριβώς αυτές τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού επικαλείται η Γερμανία προκειμένου να απεμπολήσει τις όποιες ευθύνες της για τη διόγκωση των εμπορικών ελλειμμάτων των πιο αδύναμων εταίρων της. « Η Γερμανία είναι μια χώρα όπου οι μισθοί και η κατανάλωση δεν αποφασίζονται με προεδρικά διατάγματα » επεσήμανε με δηκτικό τρόπο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.
Σε ανάλογο ύφος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου της Ομοσπονδίας Γερμανών Εξαγωγέων. «Οι επιχειρήσεις μας επιτυγχάνουν επειδή έχουμε προσαρμοστεί στους διεθνείς κανόνες της ανταγωνιστικότητας» τόνισε ο Αντρέ Σβαρτς.