Πριν από μερικές ημέρεςστο Μεσολόγγι τιμήθηκε ο πατέρας της, ο Λουκής Ακρίτας. Η ίδια συγκινημένη εκφώνησε έναν λόγο πλημμυρισμένο από συναισθήματα και μνήμες ενός ανθρώπου που με τις ιστορίες της ζωής του τροφοδότησε τη δική της ζωή και τη δημιουργικότητά της. Η Ελενα Ακρίτα μιλάει για τον λογοτέχνη, πολιτικό και δημοσιογράφο, καθώς και για την απουσία του, η οποία γίνεται ακόμη πιο έντονη σε μια περίοδο δύσκολη όπου οι αξίες περιθωριοποιούνται και τα ασήμαντα κυριαρχούν. Σχολιάζει την τηλεοπτική πραγματικότητα, τα πρόσωπα, τις εκπομπές, και δηλώνει απαισιόδοξη για το τηλεοπτικό μέλλον, το οποίο ασφυκτιά από την έλλειψη χρημάτων και ελλήνων δημιουργών.

– Την περασμένη Κυριακή, στην εκδήλωση μνήμης για τον πατέρα σας που έγινε στο Μεσολόγγι, μιλήσατε για αρχές και αξίες. Ποια είναι η θέση και ο ρόλος τους στη σημερινή κοινωνία;
«Ο ρόλος συρρικνώνεται. Αυτό δεν το συζητώ. Από την άλλη μεριά, δεν θα απαντήσω πολύ απαισιόδοξα, γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό το τι κληροδοτούμε στα παιδιά μας και εμείς οι γονείς. Αν τους κληροδοτούμε την άποψη “στόχος είναι τα λεφτά, έτσι είπε ο μπαμπάς, έτσι είπε και η μαμά”, σύμφωνα με το άσμα της εποχής, ή αν τους κληροδοτούμε την άποψη ότι άλλα πράγματα προέχουν στη ζωή, εκτός από την επιβίωση. Θεωρώ ότι η δική μου γενιά έκανε πάρα πάρα πολλά λάθη. Πέρασε από την Αριστερά, και μετά βολευτήκαμε σε σύντομο χρόνο και γίναμε “αστούληδες”. Αλλά τουλάχιστον κάποιοι από εμάς προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας και με τον τρόπο μας να ζητήσουμε συγγνώμη από την επόμενη γενιά».

– Ποια ανάγκη ικανοποιείται με το
να δίνονται φοβερές διαστάσεις σε άθλια πρόσωπα και γεγονότα;
«Είναι δύσκολο, όπως έχω γράψει, να μεταφραστεί ο όρος escapism. Ας πούμε ότι είναι η τάση για απόδραση. Είτε μιλάμε για το κραχ της Αμερικής το ΄29, ο κόσμος πήγαινε και έβλεπε τα ασπρόμαυρα μιούζικαλ με τον Φρεντ Αστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς, είτε μιλάμε για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο κόσμος αγκιστρωνόταν κυριολεκτικά από το λαμπερό χαμόγελο της Αλίκης, ο κόσμος έχει πάντα ανάγκη την απόδραση. Το θέμα είναι να ξέρει να διαχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο. Εμένα η ανησυχία μου είναι ότι αρχίζει το σημαντικό να υπερφαλαγγίζεται από το ασήμαντο. Και είναι η δική μου προσωπική αγωνία. Εγραψα χθες στα “Νέα” για τον Μητροπολίτη Μεσογαίας. Είμαι σίγουρη ότι όλοι ξέρουν την Τζούλια, αλλά λίγοι τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον οποίο ούτε εγώ γνώριζα μέχρι πρόσφατα».

– Φταίει η τηλεόραση;
«Γιατί να φταίει η τηλεόραση; Καθρέφτης μας είναι».

– Σίγουρα,αλλά δεν παύει να είναι και ισχυρό μέσο προβολής.
«Ναι, αλλά υπάρχουν ξεκάθαρες εκπομπές με ξεκάθαρους ρόλους. Υπάρχουν σοβαρές εκπομπές, υπάρχουν λάιτ εκπομπές και υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, που για μένα είναι η χειρότερη, με σοβαροφανείς εκπομπές. Ο κόσμος μπορεί να επιλέξει αυτό που θέλει να δει. Μη νομίζουμε ότι στα χρόνια της κρατικής τηλεόρασης είχαμε πολύ καλύτερη ποιότητα. Ενα προϊόν, το οποίο δηλώνει ότι είναι μια ανάλαφρη μεσημεριανή εκπομπή, νομίζω ότι αυτοκαθορίζεται και αυτό έχει μια εντιμότητα για μένα».

– Η σάτιρα και οι εκπομπές που θεωρούνται σατιρικές τροφοδοτούνται απλώς με υλικό ή το χρησιμοποιούν για λόγους προβολής και τηλεθέασης;
«Αυτό είναι αμφίδρομο, είναι αλληλεπίδραση. Η σάτιρα παίρνει από αυτό και αυτό από τη σάτιρα. Υπάρχουν εκπομπές σατιρικές που τις ξεχωρίζω. Για παράδειγμα, το “Ράδιο Αρβύλα” το βλέπω, μου αρέσει. Ο Λάκης Λαζόπουλος μπορεί να έχει τις εμμονές του, όμως δεν έχω αντιρρήσεις στις εμμονές στα άτομα της σοουμπίζ. Περισσότερο έχω ενστάσεις στις πολιτικές εμμονές του Λάκη. Πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο προαποφασίζει μέσα του κάποια αποτελέσματα πολιτικών και μετά δεν μετακινείται εύκολα από ΄κεί. Αυτή είναι και η ένστασή μου. Ο Θέμος Αναστασιάδης όταν κάνει εκπομπές μαζί με τον Βαγγέλη Περρή θεωρώ ότι είναι ένα πάρα πολύ καλό δίδυμο. Γι΄ αυτό λέω ότι έχουμε και πολύ καλό επίπεδο τηλεόρασης».

– Ο κόσμος έχει στραφεί πολύ και στις καθημερινές σειρές, οι οποίες σε επίπεδο τηλεθέασης ξεπερνούν τις αντίστοιχες σειρές του prime time. Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Αυτή η στροφή ξεκίνησε το 2004 με τη “Βέρα στο δεξί”, που γυριζόταν με προδιαγραφές εβδομαδιαίου και ωριαίου σίριαλ. Εκείνη την εποχή είχαμε απέναντί μας τη “Λάμψη”. Τα σπέρματα αυτής της αλλαγής μπήκαν από τότε. Τώρα αυτό έχει διογκωθεί. Την επιτυχία δεν μπορώ να σας την αναλύσω. Εχω μάθει να αναλύω την αποτυχία και να κάνω τον σταυρό μου στην επιτυχία. Νομίζω ότι είναι αυτό που λέμε απόδραση. Εγώ χαίρομαι για τα “Μυστικά της Εδέμ”, διότι πιστεύω ότι η μυθοπλασία από έλληνες σεναριογράφους έχει συρρικνωθεί δραματικά, άρα θεωρώ ότι είναι και μια επιβράβευση της δουλειάς μας».

– Πάντως, η μυθοπλασία που βασίστηκε στην παραγωγή της Λατινικής Αμερικής δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Το περιμένατε;
«Ποτέ δεν περιμένω κάτι. Εκ των προτέρων δεν μπορώ να προδικάσω τίποτε. Οταν ξεκινήσαμε τα “Μυστικά της Εδέμ” η προσδοκία μας ήταν να πλησιάσουμε τα ποσοστά της “Βέρας στο δεξί”. Αν μου έλεγαν ότι θα αγγίζαμε πενηντάρια, δεν θα το πίστευα. Αν έχω μάθει κάτι από αυτή τη δουλειά είναι το “έν οίδα, ότι ουδέν οίδα”. Οσο έμπειρος και γνώστης μιας τεχνικής γίνεσαι τόσο λιγότερα γνωρίζεις για τη δουλειά αυτή. Οι ξερόλες είναι πάντα οι καινούργιοι, οι ατζαμήδες. Στη σειρά το βάρος δόθηκε στη φιλία παρά στον έρωτα και έτρεμε η ψυχή μας. Να που ο κόσμος όμως το ήθελε».

– Πώς φαντάζεστε ότι θα διαμορφωθεί το τηλεοπτικό τοπίο την επόμενη χρονιά;
«Δεν ξέρω ποιες διαφοροποιήσεις θα υπάρξουν, δύσκολο να απαντήσω. Λογικά δεν αναμένεται να είναι καλύτερα τα πράγματα. Η οικονομική και η διαφημιστική κρίση δεν βλέπω να έχει φθίνουσα πορεία. Λογικά θα είναι πιο δύσκολο. Και εμείς ακόμη το νιώθουμε στα “Μυστικά της Εδέμ”. Πού είναι τα μεγαλεία, που στέλναμε εκτός έδρας για γυρίσματα ή επιλέγαμε όποιον ηθοποιό θέλαμε; Ακόμη και σ΄ εμάς που κάνουμε μια άλφα επιτυχία υπάρχει δυσκολία οικονομική. Ελπίζω να μη χειροτερέψουν τα πράγματα του χρόνου, γιατί δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε στη μυθοπλασία τη δουλειά μας».

«ΕΚΑΝΑ ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ»

Η Ελενα Ακρίτα στην αγκαλιά του πατέρα της Λουκή Ακρίτα

– Την περασμένη Κυριακή, στο Μεσολόγγι, τιμήθηκε η μνήμη του πατέρα σας. Πόσο σημαντικές είναι τέτοιες εκδηλώσεις σήμερα;
«Είναι πολύ σημαντικό για τη Σύλβα, τον Παύλο και για μένα ότι 45 χρόνια μετά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θυμούνται και τιμούν την παρακαταθήκη που άφησε ο πατέρας μου στην πολιτική, στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Δεν σας κρύβω ότι στην Κύπρο με πρωτοβουλία του δημάρχου Μόρφου, γενέθλιας γης του πατέρα μου, του κυρίου Χαράλαμπου Πίττα, γίνονται πολλές εκδηλώσεις τέτοιου είδους, με δεδομένο ότι ο πατέρας μου έχει ανακηρυχθεί Μεγάλος του Γένους Δάσκαλος. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάλογη αγκαλιά για τον Λουκή Ακρίτα στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι 45 χρόνια μετά δεν έχει βγει ένα γραμματόσημο για αυτόν τον οραματιστή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και τον λογοτέχνη, το έργο του οποίου “Οι αρματωμένοι” έχει θεωρηθεί ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί για τον αλβανικό πόλεμο στην Ελλάδα. Και αυτό είναι μια πικρία μου, δική μου και της μητέρας μου. Ηταν μια πραγματικά φορτισμένη στιγμή για εμάς. Νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στην ελληνική κυβέρνηση».

– Ποια είναι η «κληρονομιά» που σας άφησε;
«Το περισσότερο που θυμάμαι είναι το φοβερό χιούμορ του, αλλά και οι ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, οι ιστορίες της ζωής. Πώς έφυγε δώδεκα χρονών παιδάκι από το χωριό του, γιος αγρότη, για να πάει στη Λευκωσία… Αρχισε να τρέχει πίσω από τον πατέρα του επειδή φοβόταν. Ντράπηκε να το πει, αλλά, όταν ο πατέρας του γύρισε, εκείνος του είπε: “Πατέρα, ξέχασες το μαντίλι σου”… Πέρασε από πείνα, δυστυχία, δύσκολα χρόνια με αγώνα επιβίωσης. Ο,τι κατάφερε το κατάφερε μόνος του».

– Στάθηκε πιο χρήσιμο το γεγονός ότι μεγαλώσατε με τις ιστορίες ζωής τού πατέρα σας και όχι με παραμύθια;
«Τα παραμύθια τα διάβαζα κρυφά. Εχω και μια φωτογραφία που ήμουν πολύ μικρή και δίπλα μου ήταν η πριγκίπισσα Ειρήνη. Επειδή ο μπαμπάς μου ήταν αντιμοναρχικός, είχα ένα φόβο, αλλά ως μικρούλα είχα και ένα δέος. Καμιά φορά έκανα παρασπονδίες στα παραμύθια. Ο πατέρας μου προτιμούσε να μου διαβάζει παραμύθια του Αντερσεν, εγώ ήμουν και λίγο του Γκριμ με τις βασιλοπούλες. Γενικά, μου έδωσε αρχές, αξίες στη ζωή μου, και μάλιστα σε εποχές δύσκολες οικονομικά».