Περίπου 6.000 υποψήφιοι επενδυτές σε όλη την ελληνική επικράτεια αναμένουν την αξιολόγηση των προτάσεών τους από το υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και τις περιφερειακές αρμόδιες υπηρεσίες. Οι μισές και παραπάνω προτάσεις επενδυτικών σχεδίων έχουν υποβληθεί στα «κεντρικά», δηλαδή στο υπουργείο επί της πλατείας Συντάγματος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι φάκελοι με τα επενδυτικά σχέδια αφού «φράκαραν» τα γραφεία του προσωπικού, βρίσκονται και σε διάδρομο του 4ου ορόφου του υπουργείου. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι το προσωπικό, από τους διευθυντές ως τους κατώτερους βαθμολογικά υπαλλήλους, βρίσκεται στα «όρια αντοχής» προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του (και πέραν αυτών). Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου ευελπιστεί ότι ως το τέλος Ιουνίου θα έχουν αξιολογηθεί περίπου 4.000 επενδυτικά σχέδια και ότι θα έχει ολοκληρωθεί η αποπληρωμή οφειλών προς τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο. Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος αυτός θα πρέπει να αξιολογούνται ημερησίως 40-50 επενδυτικές προ τάσεις, πράγμα ανέφικτο, ενώ το προσωπικό της διεύθυνσης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του υπουργείου θα πρέπει να εργάζεται υπερωριακά, χωρίς να αμείβεται αντιστοίχως.

Ωστόσο τα πολλά και τα μεγάλα προβλήματα καλούνται να τα αντιμετωπίσουν οι υποψήφιοι επενδυτές. Η αξιολόγηση των προτάσεών τους, που έχουν υποβληθεί ως το τέλος Ιανουαρίου μετά την τελευταία παράταση, καθυστερεί. Παράλληλα όμως και οι νέοι υποψήφιοι επενδυτές θα πρέπει να περιμένουν τον νέο αναπτυξιακό νόμο για να υποβάλουν τις προτάσεις τους.

Σημειωτέον ότι οι νέοι υποψήφιοι επενδυτές θα αντιμετωπίσουν τα εξής:

Πρώτον, με τον νέο αναπτυξιακό νόμο θα επωφελούνται λιγότερο από τις ενισχύσεις από εκείνους που υπέβαλαν τις προτάσεις τους ως το τέλος Ιανουαρίου, αφού το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου θα είναι χαμηλότερο. Αυτό θα συμβεί για δύο κυρίως λόγους. Αφενός μεν διότι υπάρχει το γνωστό δημοσιονομικό πρόβλημα και κατά συνέπεια το συνολικό ποσό ενισχύσεων θα είναι χαμηλότερο και αφετέρου διότι σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας έχει αυξηθεί το ΑΕΠ, παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ύψους των ενισχύσεων.

Δεύτερον, θα επωφελούνται κατά πάσα πιθανότητα λιγότερο από τις χρηματοδοτήσεις των τραπεζών οι οποίες δείχνουν ιδιαίτερα επιφυλακτικές στις χορηγήσεις δανείων.

Τρίτον, διότι αρχίζοντας οι περισσότερες από αυτές τη διαδικασία κατάθεσης της πρότασής τους θα αντιμετωπίσουν (τότε) τα προβλήματα που καταγράφονται τώρα, όπως είναι η μείωση των πωλήσεών τους και η μείωση νέων παραγγελιών που συνεχίζεται, η αύξηση του κόστους παραγωγής και το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην οικονομία. Και στο πλαίσιο αυτό πιθανόν είναι να μη θεωρήσουν συμφέρουσα την πρότασή τους και να την αποσύρουν.