Τρία υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη- δύο του ΠαΣοΚ και ένα της ΝΔ- ενέπλεξε το στέλεχος της ΝΔ και πρώην αναπληρωτής διευθυντής Συστημάτων Σήμανσης και Ασφαλείας του ΟΣΕ κ. Εμμ. Παναγιώτου στην υπόθεση της σύμβασης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Siemens για την επέκταση του προαστιακού σιδηροδρόμου. Καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, η οποία διερευνά το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» της γερμανικής εταιρείας, ο κ. Παναγιώτου, ο οποίος είχε αντιταχθεί και είχε καταγγείλει τότε στο Μέγαρο Μαξίμου την υπογραφή της σύμβασης του επίμαχου έργου το 2005 (επί υπουργίας κ. Μ. Λιάπη ), ενέπλεξε τόσο τον κ. Λιάπη όσο και τον προκάτοχό του επί ΠαΣοΚ κ. Χρ.Βερελή , όπως και τον τότε γενικό γραμματέα του στο υπουργείο Μεταφορών κ. Ντ. Ρόβλια. Αν και για τους εμπλεκόμενους υπουργούς είπε ότι «δεν εμφανίζονται, με την έννοια ότι υπογράφουν σύμβαση κτλ.», τους κατηγόρησε ότι χρησιμοποιούσαν «τα όργανά τους, που είναι οι διοικητές των οργανισμών και κάνουν τα πάντα». Επικαλούμενος μάλιστα το ημερολόγιο του άλλοτε ισχυρού άνδρα της Siemens Ηellas κ. Μ. Χριστοφοράκου, αναφέρθηκε σε επανειλημμένες συναντήσεις του με τους προαναφερθέντες, διερωτώμενος «ποιος ήταν ο λόγος που αυτοί όλοι συναντιόνταν με τον κ. Χριστοφοράκο την εποχή εκείνη». Αργότερα με δήλωσή του ο νυν βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Ρόβλιας διέψευδε του ισχυρισμούς του μάρτυρα διαβεβαιώνοντας ότι «ουδέποτε συναντήθηκε ή μίλησε τηλεφωνικά με τον κ. Χριστοφοράκο» για τον οποίο λέει: «Ούτε καν με ζήτησε ποτέ στο τηλέφωνο». Ερμηνεύοντας την αναφορά του ονόματός του στο ημερολόγιο, επισημαίνει ότι «εμφανίζεται μονίμως στις εκκρεμότητες, υπό την ένδειξη “to do”, στα αγγλικά». Ο κ. Ρόβλιας διαψεύδει επίσης τον κ. Παναγιώτου ότι μετέφερε στον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του ΟΤΕ κ. Κ.Γιαννακό «επιθυμία υπουργού για ανάθεση οποιασδήποτε σύμβασης», ενώ κατηγορεί τον μάρτυρα για «επιχείρηση λασπολογίας σε βάρος του και αποπροσανατολισμού της έρευνας». Μάλιστα ο κ. Ρόβλιας δήλωσε ότι θα καταθέσει μήνυση και αγωγή εις βάρος του κ. Παναγιώτου.
Ο μάρτυρας υπαινίχθηκε ότι υπάρχουν μαγνητοφωνημένες συνομιλίες με τον κ. Ρόβλια τις οποίες, όπως κατέθεσε, κατέγραψε ο κ. Γιαννακός, τον οποίο κατηγόρησε ότι προχώρησε στην υπογραφή της επίμαχης σύμβασης (στις 26.4.2005) βασιζόμενος σε εξουσιοδότηση που είχε από το 2003 και από άλλο ΔΣ του ΟΣΕ. Παράλληλα ανέφερε ότι η απόσπαση του έργου από τα πρόγραμμα συγχρηματοδότησης της ΕΕ επέφερε στο Δημόσιο ζημιά άνω των 80 εκατ. ευρώ. Για τις διαφωνίες του, όπως είπε, είχε ενημερώσει τον πρώην υπουργό Μεταφορών κ. Α. Νεράντζη , όπως και τους στενούς συνεργάτες του κ. Κ. Καραμανλή, κκ. Κ. Σταϊκούρα και Ι. Αγγέλο υ, ενώ είχε στείλει ενημερωτικό σημείωμα και στον τότε πρωθυπουργό, πλην όμως δεν έγινε τίποτε, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε η διεύθυνση του ΟΣΕ της οποίας ήταν στέλεχος, ενέργεια την οποία καταλόγισε ευθέως στον κ. Λιάπη. Ευθύνες επέρριψε εμμέσως και στον διενεργούντα τη σχετική έρευνα ανακριτή κ. Δ. Οικονόμου , ο οποίος δεν έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή παρά την εμπλοκή στην υπόθεση του προαστιακού των ονομάτων πολιτικών προσώπων.
Εφραίμ και Αρσένιος ζητούν να καταθέσουν
Τ ην πρόθεσή τους να «συνεισφέρουν» στις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής που διερευνά το σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου διατυπώνουν σε επιστολή τους ο ηγούμενος Εφραίμ και ο γέρων Αρσένιος, ζητώντας να κληθούν να καταθέσουν, κάτι που ήδη αποφασίστηκε να γίνει αμέσως μετά το Πάσχα. Υπενθυμίζεται ότι στην Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε από την προηγούμενη Βουλή για να διερευνήσει το σκάνδαλο με τις «ιερές ανταλλαγές» εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας οι κκ. Εφραίμ και Αρσένιος, αν και είχαν εμφανιστεί στη Βουλή, δεν δέχθηκαν να καταθέσουν και υπέβαλαν υπομνήματα. Ωστόσο αυτή τη φορά επέλεξαν άλλη τακτική. Ετσι, όπως αναφέρουν στην επιστολή τους προς τον πρόεδρο της Εξεταστικής Επιτροπής κ. Εμμ. Μπεντενιώτη, επισημαίνουν ότι «εις το πλαίσιον των εργασιών της παρακαλούμεν Υμάς όπως καλέσητε εις ακρόασιν τους υπογράφοντας, ώστε να δοθή ημίν η ευκαιρία να συνεισφέρωμεν εις τας εργασίας δι΄ αναγκαίων όσον και κρισίμων πληροφοριών, αλλά και υλικόν το οποίον θα βοηθήση να φωτίσητε όλας τας πτυχάς των εξεταζομένων θεμάτων σχετικώς προς την Ι. Μ. Βατοπαιδίου». Αναφέρουν ότι «θα ήτο δι΄ ημάς ευκολώτερον να ορισθή ημέρα μετά την περίοδον του Πάσχα», κάτι που έγινε αποδεκτό.