Η ΒΙΑ στους αθλητικούς χώρους- σωματική και φραστική- έχει αναμένο το φιτίλι, μόνο που δεν ξέρουμε πότε θα φτάσει στον δυναμίτη. Μια Λερναία Υδρα, για την ερμηνεία της οποίας έχουμε επαναπαυθεί στο «κοινωνικό φαινόμενο». Και σε κάθε πρόσφορη εκδήλωση αναζήτησης των αιτίων και κυρίως των μέτρων πρόληψης και καταστολής, τα ίδια, περίπου, στοιχεία στροβιλίζονται γύρω από την καλή πρόθεση και την ανήμπορη πρακτική. Ενα από τα κύρια συστατικά αυτού του καταστροφικού μείγματος αφορά τον γόρδιο δεσμό ανάμεσα στις ανώνυμες εταιρείες (ΠΑΕ και ΚΑΕ κατά μέγιστο ποσοστό) και στον «λαό» τους με τους λογής λογής δερβίσηδες του οπαδισμού. Συχνά αποκαλούνται «ανεγκέφαλοι». Λάθος διάγνωση. Τα έχουν τετρακόσια. Και εννοούμε αυτούς που ρίχνουν το σπίρτο στις θημωνιές του φανατισμού.

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ διά στόματος του ΓΓΑ υπογράμμισε, για πολλοστή φορά, αυτόν τον εμφανή δεσμό και την ευθύνη των ΠΑΕ και ΚΑΕ να κόψουν αυτόν τον καταστροφικό γόρδιο δεσμό. Αλλά επειδή αυτό μάλλον είναι ανέφικτο, προβάλλει σαφής η ευθύνη της πολιτείας, του κράτους, του αρμόδιου υπουργείου και της ΓΓΑ να τολμήσουν. Αν απαιτηθεί ρήξη με τον επαγγελματοποιημένο αθλητισμό- με ευνόητες επεκτάσεις και στα άλλα στρώματα- ας γίνει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μεγαλοπαράγοντας του ποδοσφαίρου- σε εκδήλωση, ελπίζουμε, αυτοκριτικής- δήλωσε ευθαρσώς ότι είναι αδιανόητο να μην μπορεί να ελεγχθεί ποσοστό 5%-10% των οπαδών (είναι ειρωνεία ο χαρακτηρισμός τους ακόμη και από τα ΜΜΕ ως φιλάθλων) που δημιουργούν τα επεισόδια- σωματικά και φραστικά. Αυτή τη δεύτερη κατηγορία την προσπερνάμε, λόγω εξοικείωσης, ενώ η πρακτική των πανό με λογής ρυπαρότητες θεωρείται γραφικότητα… καθώς αγνοείται από πολλούς αρμοδίους, μηδέ της περιώνυμης Επιτροπής Φιλάθλου Πνεύματος (ΕΦΙΠ) εξαιρουμένης.

ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ του 2004 το τότε υφυπουργείο Αθλητισμού προσκάλεσε σε ένα σημαντικό διεθνές σεμινάριο για την καταπολέμηση της βίας επιφανείς ειδήμονες από το εξωτερικό, με ευρείας κλίμακας αρμοδιότητες- από αστυνομικούς και δικαστικούς μέχρι ψυχολόγους και κοινωνιολόγους. Μάλλον στα αζήτητα είναι ένας τόμος 320 μεγάλων σελίδων με εισηγήσεις και ανταλλαγές απόψεων. Δεν χρειάστηκε να τον ξανανοίξω γιατί έχει καρφωθεί στη μνήμη η πρώτη και καίρια διαπίστωση: τα μέτρα για πρόληψη και η άμεση συνάφεια ευθύνης των εταιρειών και ιδιοκτητών των ομάδων. Αναφέρθηκε ακόμη και σειρά ποινών που, φυσικά, για την Ελλάδα (με τον γνωστό στρουθοκαμηλισμό των «ελληνικών δεδομένων») αραχνιάζουν στο χρονοντούλαπο της ανευθυνότητας. Μάλλον όλα τα προβλεπόμενα είναι εφικτό να μεταφυτευθούν και στον τόπο μας, αρκεί να συνειδητοποιήσουν το μερίδιο ευθύνης πάντες οι εμπλεκόμενοι, υπό την αταλάντευτη και σκληρή πίεση της ίδιας της πολιτείας.

Η ΒΡΑΒΕΥΣΗ από τον δήμαρχο της Αθήνας και τον Οργανισμό Νεολαίας και Αθλησης έξι παλαίμαχων καλαθοσφαιριστών είναι ευγενής ενέργεια. Αξιοι όλοι τους. Αλλά επειδή στην έννοια της βράβευσης ενυπάρχει και η Ιστορία, πρέπει να επισημανθεί (από άγνοια άραγε;) η απουσία των επιζώντων μελών της εθνικής ομάδας του 1946 και του 1947, που ως πρωτοπόροι σε μια τόσο δύσκολη για τον τόπο εποχή έθεσαν τα αγωνιστικά θεμέλια της αναβίωσης- στην αμέσως μετακατοχική περίοδο- του αθλήματος. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού (οι αγώνες είχαν ως αντίπαλο την Τουρκία, με ήττα στην Αθήνα 34-30 και νίκη στην Πόλη 35-25): Τζακ Νικολαΐδης, Γαρουφαλίδης, Πέππας και Δημήτρης Ταλιαδώρος της ΧΑΝΘ Θεσσαλονίκης. Γι΄ αυτόν αξίζει μια συμπληρωματική αναφορά γιατί αγωνίστηκε από το 1947 ως τους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι (1952) 31 συνεχείς φορές με την εθνική ομάδα, διακριθείς σε Πανευρωπαϊκούς και Μεσογειακούς.

ΤΟ1949 η Εθνική έδωσε εννέα αγώνες και με την ένταξη πολλών λαμπρών καλαθοσφαιριστών άνοιξε ο δρόμος συμμετοχής, με επιτυχίες, σε θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και οι Μεσογειακοί Αγώνες, με σύνολο 32 αγώνων της πρώτης μεταπολεμικής καλαθοσφαιρικής περιόδου (1946-1952) σε επίπεδο εθνικών ομάδων και με την πρωταγωνιστική παρουσία και τιμηθέντων αθλητών (Ματθαίου, Σπανουδάκηδες). Από την πρώτη εθνική ομάδα του 1949 είναι κοντά μας και οι Ν. Μήλας και Σκυλακάκης. Σημειωτέον ότι υπάρχει ως συνολική έκφραση του σώματος και ο Σύλλογος Παλαιμάχων Καλαθοσφαιριστών Ελλάδος (με πρόεδρο τον διεθνή Κ. Καραμανλή).

ΥΓ.: Βασικά στοιχεία του κειμένου αυτού προέρχονται από το πρωτοποριακό βιβλίο του Βαγγέλη Φουντουκίδη Γκολ- ΡεκόρΚαλαθιές, έκδοση του 1963.