Μετά το σοκ (κοινωνικό, πολιτικό, κομματικό) που έχουν προκαλέσει τα δεύτερα κυβερνητικά μέτρα (σίγουρα βαριά, αν όχι ασήκωτα), για την αντιμετώπιση της οριακής δημοσιονομικής μας κρίσης, επιβαρυμένης και από την εξωτερική χλεύη περί εθνικής αναξιοπιστίας, βιάζομαι να ξεπληρώσω την υπόσχεση, με την οποία έκλεινε το μονοτονικό της περασμένης Κυριακής· μιλώ για εκείνο το απερίσκεπτο «προσεχώς και ευθαρσώς». Αφορμή το εναγώνιο άρθρο του Αντώνη Καρακούση στο καθημερινό «Βήμα» (27.2), όπου, μεταξύ άλλων, εξισώνονται οι «διανοητές» και οι «επιχειρηματίες» μέσα στον γενικότερο έλεγχο όσων αποφεύγουν να πουν τον υπεύθυνο λόγο τους για το επίμαχο θέμα, που περιληπτικώς, μάλλον ανώδυνα, ονομάστηκε «πρόγραμμα σταθερότητας». Επειδή στο μεταξύ οι αυθόρμητες και εντεταλμένες αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται και παροξύνονται, με απρόβλεπτες ίσως συνέπειες, δηλώνω σήμερα την προσωπική μου γνώμη, επιμένοντας σε διλήμματα κυρίως μεθόδου. Θεωρώ καταρχήν αδόκιμη την εξίσωση «διανοητών» και «επιχειρηματιών» στην προκειμένη περίπτωση, όχι βέβαια επειδή φαντάζομαι ότι οι πρώτοι δικαιούνται αξιολογικό προβάδισμα έναντι των δεύτερων. Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες διαφορές, οι οποίες, για το συζητούμενο θέμα, αποδείχνονται καθοριστικές, με βασικό κριτήριο την οικονομική σκόπευση. Δηλαδή: στην περίπτωση των επιχειρηματιών και της επιχείρησης η αξίωση του κέρδους παραμένει όρος αυτονόητος και ομολογημένος· δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους «διανοητές», αν μάλιστα δεχτούμε τη συμβατική τους εξειδίκευση, όπως την ορίζει και ο Αντώνης Καρακούσης, μοιράζοντας τους φορείς της διανόησης στους «πνευματικούς ανθρώπους, καλλιτέχνες, συγγραφείς, και πανεπιστημιακούς». Οπου, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής ηθικής, η άμεση επιδίωξη κέρδους θεωρείται διαβλητή ή και παντελώς απαράδεκτη.
Τίποτε βέβαια δεν απαγορεύει την κερδοφορία ως παρεπόμενο και της διανοητικής άσκησης· το κέρδος μπορεί να κυκλοφορεί και εδώ ανενόχλητο, δεν επιτρέπεται όμως να προβάλλεται ως επιδιωκόμενος στόχος· αντ΄ αυτού γίνεται σεμνοπρεπώς λόγος περί αμοιβής ή και αποζημίωσης. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να διακριθεί η συμβατή περί κέρδους ειλικρίνεια των επιχειρηματιών από την ασύμβατη υπόκριση των «διανοητών». Εκκρεμεί βέβαια το ουσιαστικό ερώτημα πού τελικώς πέφτουν τα πολλά λεφτά, οπότε ενδέχεται να αναγνωριστούν, φανερές ή λανθάνουσες, εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των δύο κατηγοριών.
Προσωπικά πάντως, θέλοντας και μη, κατατάσσομαι, ως πανεπιστημιακός και συγγραφέας, στην τάξη των διανοουμένων, η οποία ωστόσο από τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα συνεχώς και πολλαπλώς υποβαθμίζεται. Στην αύξουσα αυτή υποβάθμιση ενέχονται τόσο τα υποκείμενα της φθίνουσας διανόησης όσο και το αντικειμενικό περιβάλλον (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό, ιδεολογικό). Με τους όρους αυτούς, η σημερινή διανόηση δεν έχει πλέον υπολογίσιμο έρεισμα στην Ελλάδα, οπότε η απαίτηση της κοινωνίας για δραστική παρέμβαση των διανοουμένων στα κρίσιμα γεγονότα των ημερών ελέγχεται λίγο πολύ ανυπόστατη.
Το έλλειμμα ωστόσο δραστήριας και αναγνωρισμένης διανόησης στις μέρες μας ενδέχεται να έχει ανάλογη σημασία με το απειλητικό οικονομικό μας έλλειμμα. Επ΄ αυτού ένα, υποθετικό προφανώς, σχήμα, που μπορεί να συμβάλει κάπως στην περιγραφή και στην εξήγηση του συγκεκριμένου φαινομένου. Προηγουμένως όμως προτείνω: α) την οριστική απόρριψη του περιληπτικού όρου «πνευματικοί άνθρωποι», που εξογκώνει τη διάχυτη υποκρισία τόσο της πολιτείας όσο και της πλειονότητας των πολιτών στο κεφάλαιο αυτό· β) τη μελαγχολική διαγραφή της, σπανιότατης έτσι κι αλλιώς, κατηγορίας των, εκτός εισαγωγικών τώρα, διανοητών, αφού η παρ΄ ολίγον ολική έκλειψή τους στον τόπο μας φαίνεται οριστική.
Προχωρώ τώρα στην αμήχανη χάραξη του σχήματος που υποσχέθηκα, ελπίζοντας πως δεν θα απορριφθεί ασυζητητί ως αφελής παραχάραξη. Αισθάνομαι ότι η δημοσιονομική μας κρίση, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενα της, μπορεί να οριστεί και να εκτιμηθεί με τρεις συμβαλλόμενους συντελεστές: ως εμπειρία, ως γνώση και ως έκφραση. Η εμπειρία αναλογεί στον τρόπο και στον βαθμό που βιώνεται η οικονομική ασφυξία σε προσωπικό και συλλογικό, ταξικό και διαταξικό επίπεδο. Η γνώση αναφέρεται στην επίπονη νόηση και αναγνώριση του προβληματικού φαινομένου, με ιστορικά και παιδευτικά κριτήρια. Η έκφραση, τέλος, καλύπτει τόσο τις κυβερνητικές δράσεις, που επιγράφονται συνολικά «πρόγραμμα σταθερότητας», όσο και τις αντικυβερνητικές αντιδράσεις (κοινωνικές και κομματικές, ηπιότερες και βίαιες). Σ΄ αυτό το τριγωνικό πλαίσιο εντάσσεται η αμήχανη πρότασή μου, που θα συμπληρωθεί την άλλη Κυριακή, σε αναζήτηση και του όποιου ελλείμματος.