Η κρίση ήρθε για να σαρώσει με ένα φύσημα- όπως ο λύκος του παραμυθιού- τη θαλπωρή που απολαμβάναμε εμείς, τα ντόπια γουρουνάκια, μέσα στο αχυρένιο σπίτι μας. Ο,τι σχεδόν εκλαμβάναμε ως εξασφαλισμένο κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες ξαφνικά ανετράπη: ο μητρικός μαστός του Δημοσίου στέρεψε και τα κελάρια μας αδειάσανε. Ονείρου απατηλότερη αποδείχθηκε η ευμάρεια της μικρομεσαίας τάξης. Σαθρότερη και από σκηνικό σχολικής παράστασης η ισχυρή Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Ψευδές κυρίως το αξίωμα με το οποίο μας είχαν γαλουχήσει, ότι το μέλλον δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερο από το παρελθόν.

Κάποιοι επιστήμονες της ανθρώπινης ψυχής είναι κατηγορηματικοί: για να ενηλικιωθείς πρέπει να ορφανέψεις. Και ίσως όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο. Αυτό ακριβώς συνέβη στα παιδιά της Ελλάδας, δηλαδή σε όλους μας («Ελληνες αεί παίδες» γράφει ο Πλάτων, αιώνες προτού το τραγουδήσει η Βέμπο): επέστρεψαν από το πάρτι και βρήκαν τη μαμά τους πεθαμένη.

Μερικοί αρνήθηκαν να το πιστέψουν- διεκήρυξαν πως πρόκειται για νεκροφάνεια ή πόνταραν σε μια θεαματική ανάσταση, που θα συμβεί αρκεί να εντείνουμε τους λαϊκούς αγώνες. Αλλοι απεφάνθησαν ότι συνετελέσθη στυγερό έγκλημα και βάλθηκαν να αναζητούν τους δολοφόνους. Εριξαν την ευθύνη στους πολιτικούς, στους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, στους διεθνείς κερδοσκόπους και απαίτησαν την παραδειγματική τους τιμωρία, λες κι έτσι θα επέστρεφε η μαμά. Κάποιοι ομολόγησαν συλλογική ενοχή και άρχισαν να αυτομαστιγώνονται- «εμείς φταίμε που την αρμέγαμε και τη στεναχωρούσαμε τόσο καιρό!» ολόλυσαν συντετριμμένοι.

Βγήκαμε έπειτα στην παγκόσμια γύρα σε αναζήτηση θετής μητέρας ή έστω τροφού. Η Γερμανία- και ας μας το χρωστούσε από παλιά- φέρθηκε πιο αχαρακτήριστα και από την κακιά μητριά του παραμυθιού. Η Γαλλία μάς ζέστανε την ψυχή με υποσχέσεις και η Αμερική μάς έκανε ένα αρκετά άχρηστο δώρο, κατήργησε την τουριστική βίζα. Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούντες, δηλώσαμε ικανοποιημένοι από τη διεθνή υποστήριξη.

Κάθε καινούργια μέρα που ανατέλλει μάς βρίσκει πλέον ορφανούς μέσα στο φτωχικό μας- μας θέτει προ των ευθυνών και των επιλογών μας. Ανοίγονται ουσιαστικά μπροστά μας δύο δρόμοι:

Ο ένας είναι να αναπολούμε μέχρις εσχάτων τις ευτυχισμένες ημέρες του παρελθόντος και να τρώμε παράλληλα τις σάρκες μας. Να δαιμονοποιούμε συλλήβδην τους παραδιπλανούς μας- «παρασιτικούς» μετανάστες, «αργόσχολους» δημόσιους υπαλλήλους, «τεμπέληδες» αγρότες- και να πυροδοτούμε άτυπες εμφύλιες συγκρούσεις. Να εκτονώνουμε τη μιζέρια μας σε αποδιοπομπαίους τράγους. Να βρίσκουμε κάθε τόσο, με τα πολλά, προσωρινές λύσεις-μπαλώματα και να επαναπαυόμαστε ώσπου να μας σκεπάσει το επόμενο κύμα.

Ο άλλος δρόμος προϋποθέτει την παραδοχή της ορφάνιας και οδηγεί στην ενηλικίωση και στη χειραφέτηση. Σημαίνει ότι θα επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας. Χωρίς να κλαίμε πάνω από χυμένο γάλα, δίχως να μας στοιχειώνει η νοσταλγία, θα επενδύσουμε σε ό,τι έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Πολλά από τα ιδεολογήματα που μας έθρεψαν θα εκπέσουν. Η αδύνατη, για παράδειγμα, επιστροφή των Μαρμάρων θα πάψει να αποτελεί αιχμή του δόρατός μας. Η εικόνα μιας Ελλάδας που αντιστέκεται, επιμένει και εν ανάγκη πηδάει από το Ζάλογγο θα σταματήσει να μας παραμυθιάζει. Η πολιτική που εξαντλείται στη διαχείριση συμβόλων αντιπαρερχόμενη τα πρακτικά προβλήματα δεν θα μας είναι πλέον αρκετή. Η Δεξιά δεν θα αναζητεί πλέον πρόσφορο έδαφος στον εθνικισμό ούτε η Αριστερά στον κρατισμό. Νέες λύσεις από νέους ανθρώπους θα προταθούν.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν στην Ευρώπη του μέλλοντος η Ελλάδα μπορεί να παίξει τον ρόλο της ηλιόλουστης και ευημερούσας Φλόριδας ή αν είναι- από τα πράγματα – προορισμένη για κομπάρσος και για φτωχός συγγενής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν δεν αντιμετωπίσουμε επιτέλους κατάματα τα ξεροκέφαλα γεγονότα- άμα δεν θάψουμε επιτέλους τη μαμά μας- τα χειρότερα έπονται.

«Δόξα είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής» όπως έχει επισημάνει εδώ και πολλά χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας