Τον συνάντησα ανάμεσα σε δύο ταξίδια του στην Πολωνία, όπου ετοιμάζει για το διεθνές φεστιβάλ της Βαρσοβίας μια παράσταση για την «Πλατεία των Παρελάσεων». Είχε προηγηθεί η εξαιρετικά επιτυχημένη παράσταση του «Πεθαίνω σα χώρα», στο Παρίσι, τον περασμένο Δεκέμβριο. Η Γεωργία αποτελεί τα τελευταία χρόνια σταθερό του προορισμό. Η Ρωσία προσφάτως ενέσκηψε στο πρόγραμμά του ενώ με τη Γερμανία τον συνδέουν συνεργασίες και σχέσεις χρόνων. ΟΜιχαήλ Μαρμαρινόςείναι πλέον διεθνής. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, ιδρυτής του θεάτρου Θησείον, πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, εμπνευστής του Συστήματος Αθήνα, καθηγητής υποκριτικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης- και ας σπούδασε βιολόγος… Στην Αθήνα ετοιμάζει την καινούργια του παραγωγή, με την οποία θα κάνει πρεμιέρα μετά το Πάσχα: είναι το έργο «Αkropolis», που ανήκει στον πολωνό συγγραφέαΣτανισλάβ Βισπιάνσκι- και ανεβαίνει σε μετάφραση από τα πολωνικά τουΔημήτρη Χουλιαράκη.

– Κύριε Μαρμαρινέ,τι έχετε αποκομίσει ως τώρα από την εμπειρία σας στο εξωτερικό;

«Αυτό που παρατηρώ, πάνω απ΄ όλα, είναι ότι μας λείπει η εκπαίδευση, και αυτό είναι κάτι που παρ΄ ότι το λέμε, δεν το καταλαβαίνουμε. Θα το καταλάβουμε μόνον αν ποτέ καταφέρουμε να φτιάξουμε σοβαρή εκπαίδευση στην Ελλάδα και κάνουμε τη σύγκριση».

– Τι φταίει και μένουμε πίσω; «Η πολιτική…». – Θέλετε να γίνετε πιο σαφής; «Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, από τον δικό μου χώρο. Κάποια στιγμή όλοι είχαν συλλάβει την αναγκαιότητα ενός φορέα, όπως είναι το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού, το οποίο θα έκανε μια συγκεκριμένη δουλειά, την οποία δεν μπορεί να κάνει το υπουργείο Πολιτισμού. Και αφού με χίλια ζόρια φτιάχτηκε αυτός ο φορέας, τώρα έχει αρχίσει η συζήτηση για να το καταργήσουμε… Μιλούσαμε για την Ακαδημία Τεχνών. Ολοι αυτοί είναι πολιτικοί βερμπαλισμοί. Δεν είναι ουσιαστική γνώση ή συνείδηση του τι έχει ανάγκη ο τόπος».

– Είναι θέμα προσώπων; «Κατ΄ αρχήν είναι πολιτική νοοτροπία. Δεν θέλω να πιστέψω ότι οι πολιτικοί είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Δεν ξέρω μήπως φταίει το καλό μας κλίμα, ο Νότος, η θάλασσα, τι να πω. Και από την άλλη, συναντάω πρόσωπα και ανθρώπους που με συγκινούν βαθιά. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σοβαρά στην Ελλάδα- αλλά δεν είναι πολλοί. Υποτίθεται ότι είμαστε η χώρα που γεννήθηκε το θέατρο και δεν έχουμε μια σχολή σκηνοθεσίας».

– Η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό σάς είχε δημιουργήσει νέες προσδοκίες στον χώρο του πολιτισμού; «Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μη αντιμετώπιση του θέματος και δυστυχώς δεν υπάρχει συνέχεια σε τίποτα. Εδώ δεν υπήρχε μέσα στην ίδια κυβέρνηση… Μια ολόκληρη χώρα να σταματάει διαρκώς και να ξαναρχίζει παριστάνοντας την πέτρα του Σίσυφου, είναι απογοητευτικό. Είσαι συνέχεια σε ένα on- off και έτσι δεν συνηθίζει ο λαός να κινείται προς τα εμπρός. Και η κίνηση είναι μια εκπαίδευση του σώματος. Στον διάδρομο, στο γυμναστήριο, όταν σταματήσει το μηχάνημα, τρέχεις λίγο παραπάνω, από κεκτημένη ταχύτητα. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό γιατί εκεί που πας να τρέξεις κάποιος σου λέει ότι θα σταματήσεις λίγο μετά. Εκπαιδεύουμε σωματικά έναν λαό να μην περπατάει».

– Τι γνώμη έχετε για τον υπουργό Πολιτισμού;

«Δεν τον γνωρίζω προσωπικά και ούτε γνωρίζω τα εφόδιά του για τον πολιτισμό. Αλλά δεν πρέπει να μιλάμε για πρόσωπα. Τα πρόσωπα πρέπει να χαθούν πίσω από θεσμούς. Εγώ θα αρχίσω να υποστηρίζω τον πολιτικό εκείνο που θα καταφέρει να εξαφανίσει το πρόσωπό του πίσω από τους θεσμούς που θα συνεχίσουν να εργάζονται».

– Αυτό δεν είναι ουτοπικό; «Μα η ίδια η τέχνη είναι ουτοπία. Μα και η πολιτική είναι ουτοπία. Αν όλα δούλευαν σωστά δεν θα υπήρχε η ανάγκη πολιτικής. Η πολιτική είναι η υψηλότερη τέχνη της ουτοπίας. Η έννοια της συνέχειας στη λειτουργία των πραγμάτων θα έπρεπε να είναι όρος. Κάθε φορά ακούμε τη φράση «ο υπουργός ενημερώνεται». Δεν φταίω εγώ που δεν ξέρει… Και αν δεν ξέρει ας μη γίνει. Ο ρόλος του υπουργού δεν είναι να τα μάθει όλα- άλλωστε κανείς δεν θα τα μάθει ποτέ. Αν έκανε κάτι ο Βουλγαράκης, είναι η παραδοχή ότι δεν ξέρει και το γεγονός ότι συμβουλεύθηκε εκείνους που ήξεραν. Ετσι δόθηκαν κάποια πολύ μικρά δείγματα ελπίδας σε μια κυβέρνηση που δεν είχε καμία προδιαγραφή υπέρ του πολιτισμού. Το ΕΚΕΘΕΧ είχε μια προβληματική λειτουργία. Δεν το σταματάς όμως, το διορθώνεις».

– Φταίμε εμείς γι΄ αυτό; «Φταίει και ο Ελληνας, φταίει και ο φραπές, αλλά πάνω απ΄ όλα φταίει ο τρόπος που εκπαιδεύεται το σώμα μιας κοινωνίας να είναι συνεχώς στο on/off. Οι ρυθμοί είναι ανάσχεσης, όχι ανάπτυξης. Κάθε φορά όλα αρχίζουν από την αρχή. Ανάπτυξη σημαίνει κίνηση».

– Μέσα σε όλα αυτά γίναμε προσφάτως και το θύμα της Ευρώπης, κυρίως των Γερμανών,μέσα σε αυτή την οικονομική κρίση…

«Προτού γίνουμε θύματα, ήμασταν οι έξυπνοι θύτες… Η απουσία προοπτικής είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει. Φθάσαμε να έχουμε εμείς τη σημαία της κρίσης και δεν είναι τυχαίο. Δεν τα έχουνε με μας γενετικά. Κάτι κάνουμε λάθος, κάπου. Κι όταν είναι να κριθούμε, τα βάζουμε μαζί τους. “Ε, όχι και να μας πουν εμάς οι Γερμανοί”….».

– Και τώρα; «Τώρα, κι αυτό είναι το πλεονέκτημα της απελπισίας, ότι σοβαρεύεις όταν πας πάτο, η στάση της κυβέρνησης είναι πιο σοβαρή. Κατάλαβαν ότι είμαστε στον πάτο. Είμαστε μια κοινωνία με σοβαρές αντιφάσεις». – Η τέχνη έχει περιθώριο να παίξει έναν ρόλο;

«Η τέχνη μέσα στην κρίση χαίρεται. Βέβαια τώρα ζούμε ακυρωτικές κρίσεις, οικονομικές, αλλά και πνευματικές, ηθικές. Δεν έχουμε όρους και κριτήρια πια. Πάντα ωστόσο η τέχνη στις δύσκολες περιόδους ήταν το πεδίο τιμών της ελπίδας κα της αντίδρασης».

– Δεν είναι αντίπαλος της τέχνης σήμερα η τηλεόραση;

«Δεν τον είχε ποτέ αντίπαλο- εκτός και αν η ίδια η τέχνη μπερδεύεται σε σχέση με το πρόσωπό της, οπότε η σύγκρουση με την τηλεόραση είναι αμείλικτη… Και μιλάω για το θέατρο, γιατί ο κινηματογράφος είναι μια άλλη ιστορία. Είναι συγκινητικός ο ερασιτεχνικός τρόπος με τον οποίο εκπαιδευόμαστε».

– Το θέατρο εδώ είναι εν κινήσει… «Οχι, απλά όχι. Και δεν είναι θέμα έλλειψης δυναμικής. Είναι έλλειψης παιδείας. Σκέφτομαι ότι η Εθνική Ελπίδων στο ποδόσφαιρο βρίσκεται πάντα σε ένα καλό ευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί λοιπόν η Εθνική Ελπίδων δεν μπορεί να γίνει Εθνική Ανδρών; Μόλις η διαδρομή γίνει επαγγελματική, κάτι χαλάει». – Η πρώτη ύλη του θεάτρου είναι καλή;

«Είναι όλοι αυτοδίδακτοι. Είναι συγκινητικό αλλά δεν φθάνει πια. Δεν έχουμε εκπαίδευση. Για μένα αυτό έρχεται πρώτο».

– Τελικά,κύριε Μαρμαρινέ,εθνικό είναι σήμερα το διεθνές;

«Ναι, γιατί εκεί συναντάς το στρώμα της συλλογικότητας. Αυτή η συλλογικότητα είναι κοινή, διατηρώντας ο καθένας τα χαρακτηριστικά του». – Νιώθετε σαν να μη σας χωράει ο τόπος;

«Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν με χωρούσε».

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

«Αkropolis» του Στανισλάβ Βισπιάνσκι στο θέατρο Θησείον.

Τουρναβίτου 7, Ψυρρή, τηλ.210 3255.444.

Πρεμιέρα την Τετάρτη 7 Απριλίου

TI ΣΗΜΑΙΝΕΙ AKROPOLIS

– Ποια είναι η σχέση σας με την Πολωνία; «Το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στην Πολωνία.Ημουν ακόμη φοιτητής Βιολογίας αλλά είχα αρχίσει να στρέφομαι προς το θέατρο.Η σχέση μου όμως με την πολωνέζικη κουλτούρα βασίζεται κυρίως στον Γκροτόφσκι αλλά και στον Κάντορ.Και ομολογώ ότι για τον Βισπιάνσκι πάλι ο Γκροτόφσκι ευθύνεται.Στο Βρότσλαβ,έδρα του θεάτρου του,ανέβασε στις αρχές του ΄60 το “Αkropolis”- έκτοτε δεν ανέβηκε ποτέ ξανά ολόκληρο στην Πολωνία.Οταν λοιπόν έπεσα πάνω σε ένα πολωνέζικο έργο που λέγεται “Ακρόπολις”, ενθουσιάστηκα.Ενα από τα τέσσερα μέρη του,επιπλέον,έχει τον τίτλο “Τροία”».

– Τι είναι το «Αkropolis»; «“Το κοιμητήριο των λαών η δική μας Ακρόπολη” είχε πει ο Γκροτόφσκι.“Το νεκροταφείο των γενεών” έλεγε ο ίδιος ο συγγραφέας.Το ερώτημα παραμένει: Ποια είναι η Ακρόπολη σήμερα; Ο Γκροτόφσκι εννοούσε το Αουσβιτς.Οσο για το ίδιο το έργο,έχει αφετηρία τον καθεδρικό ναό στην Κρακοβία που λέγεται Βαβέλ και αποτελεί ένα ακραία ιστορικό σημείο.Είχε προηγηθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο αναμόρφωσης του ναού από τον Βισπιάνσκι και έναν φίλο του αρχιτέκτονα.Στόχος ήταν να καταστεί η Ακρόπολις του πολωνικού έθνους. Ο Στανισλάβ Βισπιάνσκι (1869-1907) διακρίθηκε ως ζωγράφος,εικαστικός,δραματουργός και ποιητής.

Επηρεασμένος από τους ρομαντικούς έγραψε το “Αkropolis”, το οποίο ολοκλήρωσε το 1904- ήξερε ήδη ότι θα πεθάνει από σύφιλη».