Oι πλούσιες χώρες αρχίζουν να ανακάμπτουν με δυσκολία και με μέτριους ρυθμούςαπό μια κρίση η οποία «έχει αφήσει βαθιές πληγές που θα παραμείνουν ορατές για πολλά χρόνια», διαπιστώνει ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Σε έκθεσή του «για την ανάπτυξη» ο διεθνής Οργανισμός εξηγεί ότι μία από τις «πληγές» αυτές αφορά την απασχόληση.

Διότι «η ανεργία κατά πάσα πιθανότητα θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό». Ωστόσο οι ειδικοί του Οργανισμού δεν εστιάζουν την έρευνά τους στις αγορές εργασίας, αλλά στη «βιωσιμότητα των δημοσιονομικών πολλών χωρών του ΟΟΣΑ». Και αυτό επειδή οι «έκτακτες πολιτικές» που έλαβαν οι κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την κρίση έπληξαν τις δημοσιονομικές ισορροπίες τους. Αυτές τις «έκτακτες πρωτοβουλίες» θα πρέπει οι ηγέτες να αρχίσουν σιγά σιγά να τις… περιορίζουν, αποφαίνεται ο ΟΟΣΑ.

«Καθώς η κρίση κλόνισε τις πεποιθήσεις μας για τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν θα έπρεπε να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι αρχές που προωθούνται εδώ και πολλά χρόνια σε άλλους χώρους» σημειώνει ο ΟΟΣΑ. Και στο ρητορικό αυτό ερώτημα απαντά αρνητικά: «Η απάντηση είναι σε γενικές γραμμές “όχι”» υπογραμμίζει στον πρόλογο της έκθεσης ο Πιερ Κάρλο Παντοάν , γενικός γραμματέας και επικεφαλής οικονομολόγος του Οργανισμού. Πρόκειται για όλη τη μεταρρυθμιστική γραμμή που υποστηρίζει εδώ και πολλά χρόνια ο Οργανισμός προς απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, κεφαλαίων και εργασίας. Ο κ. Παντοάν πιστεύει ότι εκείνο που απαιτείται δεν είναι μια ασφυκτική ρύθμιση. Αντίθετα, σημειώνει, «η κρίση γενικά μπορεί να έχει ενισχύσει την ανάγκη υιοθέτησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Α λλωστε, όπως ο ίδιος εξηγεί, «η σημερινή επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων δεν οφείλεται μόνο στη συγκυρία, αλλά και σε διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως είναι η μείωση των εξαιρετικά υψηλών φορολογικών εσόδων, η αύξηση των πληρωμών τόκων ή η μείωση του εργασιακού και αναπτυξιακού δυναμικού» . Η έκθεση, η οποία δεν αναφέρεται ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών με υψηλά ελλείμματα και χρέη, διαπιστώνει γενικώς και αορίστως ότι «η εξυγίανση θα απαιτήσει πολύ περισσότερα πράγματα από την κατάργηση των πρόσφατων μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης». Από την άποψη αυτή ο ΟΟΣΑ μένει επίσης σταθερός στις απόψεις του, υποστηρίζοντας ότι γενικότερα μια «δημοσιονομική εξυγίανση που πραγματοποιείται με αύξηση των φορολογικών εσόδων και όχι με μείωση των δαπανών μπορεί να έχει επιπτώσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μακροχρονίως».

Η ιδέα αυτή δεν μοιάζει απολύτως πειστική αν ληφθεί ως παράδειγμα η περίπτωση της Ελλάδας, με τα ιδιαίτερα έντονα δημοσιονομικά προβλήματα.

Πράγματι, σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα μοιάζει να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία της συρρίκνωσης των φορολογικών της εσόδων τα έτη 2000-2007, που διαμορφώνονται στο μέσο επίπεδο 34,1% του ΑΕΠ. Από τις ευρωπαϊκές χώρες μόνο η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Ελβετία έχουν χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, ενώ ακόμη και στο σύνολο του ΟΟΣΑ είναι 37,1%- δεν διευκρινίζεται αν η μείωση των εσόδων οφείλεται σε φοροεισπρακτικές δυσλειτουργίες.

Η ελληνική περίπτωση μοιάζει να θέτει ερώτημα όσον αφορά το προτεινόμενο σχήμα του ΟΟΣΑ και την αποτελεσματικότητα του μεταρρυθμιστικού του μοντέλου, καθώς είναι από τις χώρες (μαζί με τις Ουγγαρία, Κορέα και Ιρλανδία) που προχώρησαν πολύ περισσότερο ή πιο γρήγορα στις στρατηγικές του συστάσεις. Ετσι, σύμφωνα με τους δείκτες του Οργανισμού, το «ποσοστό εφαρμογής» των συστάσεων αυτών από το 2005 βρίσκεται πολύ πάνω από το 0,3 ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ μόλις ξεπερνά το 0,2. Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, πάντως, ο Οργανισμός αναγνωρίζει ότι η δραστική περικοπή τους θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα, ιδιαίτερα αν αφορά τις πιο «παραγωγικές δαπάνες» που επηρεάζουν μακροπρόθεσμα το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, όπως είναι οι δαπάνες για την εκπαίδευση, την υγεία, την έρευνα, τις μεταφορές και την επικοινωνιακή υποδομή.