Μπροστά στο τεράστιο και καυτό πρόβλημα της δημοσιονομικής εκτροπής κοντέψαμε να ξεχάσουμε το επίσης ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα της στασιμότητας των χρηματοδοτήσεων καθώς και της μείωσης των καταθέσεων, προβλήματα που είναι αλληλένδετα με την πραγματική οικονομία και την αναζητούμενη έξοδο από την ύφεση.
Παρά τα 6 δισ. ευρώ που εκταμιεύτηταν με εγγύηση του Δημοσίου στο πλαίσιο του ΤΕΜΠΜΕ, τα 12 δισ. ευρώ που χρησιμοποιήθηκαν από το γνωστό πακέτο στήριξης της «ρευστότητας» και τα 4 δισ. ευρώ της Διεθνούς Τράπεζας Επενδύσεων προς ελληνικές τράπεζες, οι χρηματοδοτήσεις προς επιχειρήσεις, επαγγελματίες και νοικοκυριά που ενεργοποιούνται στην Ελλάδα αυξήθηκαν μόλις κατά 4,2 δισ. ευρώ από τα οποία τα 3 δισ. ευρώ για στεγαστικά (βλ. πίνακα 1). Στα καταναλωτικά εμφανίζεται και μείωση 1,1%, αν και λόγω των υψηλών καθυστερήσεων οι τράπεζες αναχρηματοδοτούν τα πάντα με αποτέλεσμα τα καταναλωτικά άνω των 5 ετών να αυξηθούν κατά 7,3%. Η πλήρης στασιμότητα συνεχίστηκε και τον Ιανουάριο κυρίως προς τις επιχειρήσεις σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Ιανουάριο του 2009.
Σίγουρα η ύφεση έχει περιορίσει τη ζήτηση δανείων και έχει κάνει αυστηρότερα τα πιστωτικά κριτήρια. Αυτή η πιστωτική άπνοια υπονομεύει την αναγκαία ανάταξη της οικονομίας αλλά και τις προοπτικές των τραπεζών. Πρέπει να τονιστεί ότι παρά τη χαμηλή ζήτηση τα καθαρά επιτόκια των τραπεζών (μέσο επιτόκιο δανείων μείον μέσο επιτόκιο καταθέσεων) ήταν τον Δεκέμβριο 3,77% με τα επιτόκια ΕΚΤ και Εuribor κάτω από 1%, όταν το 2008 ήταν 3,45% με τα αντίστοιχα επιτόκια ΕΚΤ και Εuribor πάνω από 3%.
Σε ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα εξελίσσονται και οι καταθέσεις που από τον Οκτώβριο άρχισαν να μειώνονται (βλ. πίνακα 2). Σημαντική ήταν σε σχέση με το 2008 η μείωση των καταθέσεων «μη κατοίκων ζώνης ευρώ» καθώς τα ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια 6% και 7% των τραπεζών είχαν προσελκύσει και ξένους καταθέτες. Ομως από τον Οκτώβριο λόγω των ατυχών δηλώσεων για τη φορολογία και το «πόθεν έσχες» των καταθέσεων παρατηρείται εκπατρισμός τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2009 είναι περιστασιακά καθώς είχαμε τους τόκους 6μήνου. Η κατάσταση επανήλθε τον Ιανουάριο, γεγονός που υποχρέωσε την κυβέρνηση να εξαγγείλει κίνητρα για επαναπατρισμό κεφαλαίων.
Η διαφύλαξη της ρευστότητας της οικονομίας είναι σημαντικό θέμα τόσο για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και του Δημοσίου όσο και για το κόστος χρηματοδότησης. Η σταδιακή μείωση των πηγών ρευστότητας από την ΕΚΤ σε συνάρτηση με την υποβάθμιση των ομολόγων από τιτλοποιήσεις και άλλες εκδόσεις των ελληνικών τραπεζών που ανέρχονται τουλάχιστον σε 40 δισ. ευρώ είναι ένας επιπλέον κίνδυνος για την ομαλή και με λογικό κόστος χρηματοδότηση της οικονομίας. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη κυβέρνηση και τράπεζες να βρεθούν στην ίδια πορεία στήριξης της δημοσιονομικής εξυγίανσης και ανάταξης της πραγματικής οικονομίας.
Ο κ. Χρήστος Καλαμπόκης είναι οικονομολόγος, οικονομικός σύμβουλος Αttica Βank. (*Οι απόψεις είναι προσωπικές)