Διευρύνεται αντί να μειώνεται το εμπορικό έλλειμμα της Βρετανίας όπως βεβαιώνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας (ΟΝS) παρά το ότι η στερλίνα συνεχίζει την πτωτική πορεία της έναντι των άλλων νομισμάτων.
Προς μεγάλη έκπληξη των αναλυτών που προέβλεπαν ότι η αποδυνάμωση του βρετανικού νομίσματος έναντι του ευρώ και του δολαρίου θα επιδρούσε θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο οι εξαγωγές βρετανικών προϊόντων σημείωσαν κάμψη και μάλιστα τη μεγαλύτερη της τελευταίας τριετίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Βρετανίας ανήλθε τον Ιανουάριο σε 8 δισ. στερλίνες (8,8 δισ. ευρώ), ξεπερνώντας κατά 1 δισ.
στερλίνες τις εκτιμήσεις του περασμένου Δεκεμβρίου. Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. στερλίνες (1,54 δισ. ευρώ), καταγράφοντας πτώση 6% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2009, ενώ οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν τον ίδιο μήνα κατά 0,5 δισ. στερλίνες (0,55 δισ. ευρώ), σημειώνοντας άνοδο κατά 1,2%.
Την ίδια στιγμή το αγγλικό νόμισμα έχει κατρακυλήσει από το 2007 κατά 24% σε σχέση με τα βασικότερα νομίσματα.
Ως και η βρετανική υπηρεσία απέφυγε να δώσει ξεκάθαρη εξήγηση στο παράδοξο φαινόμενο. Πάντως σύμφωνα με την ίδια έκθεση η αύξηση του ελλείμματος των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν συγκριτικά μεγαλύτερη και άγγιξε τα 4,8 δισ. στερλίνες τον Ιανουάριο.
Οι αναλυτές του λονδρέζικου Σίτι αρκέστηκαν σε διαπιστώσεις, αδυνατώντας να ερμηνεύσουν το γιατί οι καταναλωτές της Ευρώπης και της Αμερικής δεν σπεύδουν να αγοράσουν βρετανικά προϊόντα τη στιγμή που αυτά γίνονται εκ των πραγμάτων πιο «ελκυστικά» λόγω της ευνοϊκής για τη Βρετανία συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ορισμένοι επικαλέστηκαν τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στις αρχές του χρόνου, αλλά μάλλον αποτελεί δικαιολογία για μια από τις πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου.
Εκτός από το ίδιο το φαινόμενο, ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι Συντηρητικοί έσπευσαν να κατακεραυνώσουν την κυβέρνηση των Εργατικών του Γκόρντον Μπράουν για το οικονομικό της μοντέλο το οποίο, λανθασμένα κατά τους ιδίους, βασίζεται στην κατανάλωση και στον δανεισμό και όχι στην αποταμίευση. «Πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα οικονομία που θα στηρίζεται στις δημόσιες επενδύσεις, στην αποταμίευση και στις εξαγωγές και να απομακρυνθούμε από το μοντέλο της ανάπτυξης των τελευταίων 10 ετών που τροφοδοτείται από τον δανεισμό» δήλωσε ο σκιώδης υπουργός Οικονομίας των Συντηρητικών Κεν Κλαρκ. Βέβαια ο τελευταίος υπήρξε βασικό στέλεχος όλων των κυβερνήσεων των Τόρις από το 1979 ως το 1997. Και τόσο οι κυβερνήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ όσο και εκείνη του Τζον Μέιτζορ σίγουρα δεν έμειναν στην ιστορία για την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Η κυβέρνηση Μπράουν φαίνεται πως βάλλεται από παντού όσο πλησιάζουν οι βουλευτικές εκλογές καθώς δέχτηκε «επίθεση» όχι μόνο από τα δεξιά της αλλά ταυτόχρονα και από τις εργοδοτικές οργανώσεις και τους οίκους αξιολόγησης. Ο οίκος Fitch έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στο Λονδίνο για το πολύ υψηλό έλλειμμα το οποίο ανέρχεται σε 12% του ΑΕΠ, συστήνοντας στην κυβέρνηση «να καταρτίσει πιο αξιόπιστο πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών και τη συγκράτηση του χρέους». Η Ενωση Βρετανών Βιομηχάνων (CΒΙ) επισημαίνει ότι η οικονομική ανάκαμψη μπορεί να καθυστερήσει, αν η κυβέρνηση επιμείνει στην αύξηση της φορολογίας, προτείνοντας «πάγωμα» μισθών και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στον δημόσιο τομέα. Και εν μέσω του κυκεώνα φιλελεύθερων και μη συνταγών ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Αλιστερ Ντάρλινγκ βάζει τις τελευταίες πινελιές στον προϋπολογισμό, υπογραμμίζοντας με νόημα ότι με την εφαρμογή του «θα ζούμε πλέον με τα μέσα που διαθέτουμε».