Από τους πλέον επικίνδυνους για τη δημόσια υγεία ρύπους είναι τα υπερλεπτόκοκκα σωματίδια (ultrafine particles, UFΡs), για τα οποία δεν έχουν καθοριστεί ακόμη επιτρεπτά όρια, μελετώνται όμως παγκοσμίως από τα ερευνητικά ιδρύματα. Με βάση αποτελέσματα ερευνητικών μελετών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι επιστήμονες του ΕΜΠ προσπάθησαν να καταγράψουν την κατάσταση στην Αττική. Η σύγκριση των μετρούμενων επιπέδων με αυτά που αναφέρονται για άλλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα κατατάσσει την Αθήνα στις πόλεις με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις υπερλεπτόκοκκων σωματιδίων. Στην ομάδα αυτή ανήκουν η Ρώμη, η Βαρκελώνη και άλλες μεσογειακές πόλεις. Αντιθέτως σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα αναφέρονται για αστικές περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, όπως των σκανδιναβικών χωρών και της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την επιστημονική υπεύθυνη της μελέτης κυρία Χαλουλάκου, οι υψηλότερες εξωτερι κές συγκεντρώσεις ΡΜ10, ΡΜ2,5 και υπερλεπτόκοκκων σωματιδίων καταγράφηκαν σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας και σε περιοχές οι οποίες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με δρόμους έντονης κυκλοφορίας. Οπως επισημαίνει η καθηγήτρια, «και τα αντίστοιχα εσωτερικά επίπεδα που μετρήθηκαν ήταν υψηλά παρ΄ ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν παρατηρήθηκαν δραστηριότητες υψηλής έντασης στους υπό μελέτη εσωτερικούς χώρους κατά τις ημέρες δειγματοληψίας. Επομένωςτα μετρούμενα εσωτερικά επίπεδα συγκέντρωσης των ρύπων αποτελούν ένα μέτρο κυρίως της έκθεσης του πληθυσμού σε αιωρούμενα σωματίδια εξωτερικής προέλευσης, κατά την παραμονή του στους εσωτερικούς χώρους. Η προέλευση των σωματιδίων αυτών από εξωτερικές πηγές τα διαφοροποιεί ως προς τη χημική τους σύσταση και τοξικολογική δράσηαπό αυτά των εσωτερικών πηγών».