Οι Ισλανδοί απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία τη συμφωνία για την καταβολή 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αποζημιώσεων προς τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς που διατηρούσαν λογαριασμούς στο Icesave της Landsbanki, σύμφωνα με μερικά επίσημα αποτελέσματα.

Τα μερικά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του Σαββάτου σε δείγμα περίπου 18.000 ψήφων δείχνουν πως το 98% τάσσεται κατά της συμφωνίας.

Οι 230.000 Ισλανδοί ψηφοφόροι είχαν κληθεί να εγκρίνουν τη συμφωνία για την αποζημίωση της καταθετών που έχασαν χρήματα σε ηλεκτρονικούς λογαριασμούς Icesave της ισλανδικής τράπεζας Landsbanki, όταν η τράπεζα πτώχευσε συμπαρασύροντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και βυθίζοντας την Ισλανδία στη δίνη της κρίσης.

Η Ισλανδία χρειάζεται να καταλήξει σε μια συμφωνία με τη Βρετανία και την Ολλανδία για να αποδεσμευτεί η ξένη βοήθεια, την οποία έχει ανάγκη για την ανάκαμψη της οικονομίας της που έχει καταρρεύσει.

Η πρωθυπουργός της χώρας Γιοχάνα Σιγκουρδαρντότιρ δήλωσε πως η κεντροαριστερή κυβέρνησή της θα παραμείνει στην εξουσία μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

«Αυτό δεν έχει καμιά επίπτωση στη ζωή της κυβέρνησης. Πρέπει να προχωρήσουμε και να τελειώσουμε τη συζήτηση για την Icesave. Πρέπει να βρούμε μια συμφωνία» δήλωσε η Γ.Σιγκουρνταρντότιρ , ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Οσούρ Σκαρφέτινσον ανέφερε πως η Βρετανία και η Ολλανδία έδειξαν ότι είναι πρόθυμες να συνεχίσουν τις συνομιλίες για τα χρέη του Icesave μετά την απόρριψη της συμφωνίας.

«Λάβαμε τέτοια ένδειξη» δήλωσε στους δημοσιογράφους. Η κυβέρνηση της χώρας, που είχε προκύψει μετά από εκλογές που ακολούθησαν το «σκάσιμο της ισλανδικής φούσκας», είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο (ακόμη και απειλώντας με κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού) να εγκριθεί η συμφωνία.

To κοινοβούλιο, παρά τις έντονες αντιδράσεις των Ισλανδών που θεωρούσαν ότι καλούνται να πληρώσουν τα χρέη της Landsbanki, είχε κυρώσει τη συμφωνία και την είχε αποστείλει στον πρόεδρο της χώρας για την οριστική έγκριση.

Ο πρόεδρος όμως αρνήθηκε να την υπογράψει (ασκώντας, για δεύτερη φορά στην ιστορία του κράτους, το δικαίωμα του προεδρικού βέτο), θέτοντάς την ουσιαστικά σε δημοψήφισμα.