Oι δείκτες που εμφανίζουν την οικονομική κατάσταση ενός κράτους είναι, βασικά, το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός, η απασχόληση, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Η διαμόρφωση του μεγέθους και η αποτύπωση των δεικτών αυτών γίνεται ή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το υφιστάμενο στην κάθε χώρα νομικό πλαίσιο, αλλά και στις αρχές και στους κανόνες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους διεθνείς οργανισμούς.

Αναφορικά με τους δείκτες του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, της απασχόλησης και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για τη διαμόρφωση του ύψους αυτών αποτελούν για τη χώρα μας αντικείμενο έρευνας, επεξεργασίας και παρουσίασης συγκεκριμένων υπηρεσιών (ΕΣΥΕ, υπουργείο Οικονομίας, υπουργείο Απασχόλησης κ.λπ.) βάσει πάντοτε συγκεκριμένων κανόνων και αρχών, όπως προαναφέρθηκε σε εθνικό επίπεδο.

Αναφορικά όμως με τους δείκτες του ελλείμματος και του χρέους, τα πράγματα διαφέρουν. Επειδή τα δύο αυτά μεγέθη είναι σημαντικά κριτήρια για τη μέτρηση των οικονομικών και τη συγκρισιμότητα αυτών και επειδή ακόμη η δομή, η συγκρότηση των διαφόρων κρατών διαφέρει, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ακολουθήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση για τον προσδιορισμό αυτών. Προσέγγιση που ακολουθείται και από τους διεθνείς οργανισμούς και τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

Ετσι αποφασίστηκε για τη μέτρηση των περί ων ο λόγος μεγεθών (ελλείμματα, χρέος), ο χώρος δεδομένου κράτους να οριοθετηθεί σε εκείνον της κεντρικής κυβέρνησης (που περιλαμβάνει τα υπουργεία) και σε αυτόν που κείται πέραν της κεντρικής κυβέρνησης, που περιλαμβάνει τους ΟΤΑ- ΟΚΑΝΠΔΔ, δηλαδή τον λοιπό δημόσιο τομέα. Ετσι το αλγεβρικό άθροισμα των ελλειμμάτων και του χρέους μας δίνουν το ζητούμενο μέγεθος των ελλειμμάτων και του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Ομως ενώ τα ελλείμματα και το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι μεγέθη που θα λέγαμε ότι είναι ευκολότερο να προσδιοριστούν και ποσοτικοποιηθούν, δεδομένου ότι η πορεία τους ακολουθεί εκείνη του προϋπολογισμού και του απολογισμού του κράτους, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τον χώρο του λοιπού δημόσιου τομέα που απαρτίζεται από σωρεία αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων και οργανισμών που το καθένα έχει τα δικά του προβλήματα και που όμως ο ακριβής προσδιορισμός των αποτελεσμάτων αυτών επηρεάζουν τη διαμόρφωση του τελικού δείκτη της γενικής κυβέρνησης.

Το έλλειμμα και το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, όπως παρουσιάζονται, δεν αποτυπώνουν πάντοτε την πραγματικότητα δοθέντος ότι, πολλές φορές, για διάφορους λόγους, δεν περιλαμβάνονται σ΄ αυτά στοιχεία διαμορφωτικά των μεγεθών τους, στο συγκεκριμένο έτος, δεδομένου ότι καταλογίζονται σ΄ αυτό πολύ αργότερα.

Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι η εκτίμηση, η μέτρηση και η παρουσίαση του συνόλου των δημοσιονομικών μεγεθών τόσο της κεντρικής κυβέρνησης όσο και κυρίως του λοιπού δημόσιου τομέα ήταν και παραμένει στην πράξη ακόμη σ΄ έναν βαθμό επίπονη και προβληματική και το σημαντικότερο δημιουργεί προβλήματα αξιοπιστίας κατά την εκτίμησή τους. Και τούτο γιατί δίνει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε φορέα για διαφορετικές ερμηνείες και υιοθέτηση κανόνων λογιστικής κατά το δοκούν, με δεδομένο ότι ακόμη και το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου συλλέγονται τα στοιχεία είναι ρευστό, ελαστικό και πολλές φορές αόριστο.

Οπως προαναφέρθηκε η συγκέντρωση, αξιολόγηση και παρουσίαση των δημοσιονομικών στοιχείων ήταν και παραμένει μια σημαντική υπόθεση. Καθήκον και υποχρέωση και ευθύνη της διοίκησης είναι η υπεύθυνη ενημέρωση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας για όλα τα θέματα που απασχολούν τον τομέα ευθύνης της. Τι μας λένε τα τελευταία γεγονότα; Ο κ. Δ. Δρίτσας είναι επίτιμος γενικός διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και τέως ειδικός γραμματέας Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού.