Σε συζήτηση υψηλών τόνων και έντασης εξελίχθηκε η σημερινή συνεδρίαση στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Siemens, κατά την οποία εξετάστηκε ο αντεισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Αθανασίου, ο οποίος διεξήγαγε από τα τέλη του 2006 ως το καλοκαίρι του 2008 την προανάκριση στην συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ αμέσως μετά ανέλαβε ο τέταρτος ειδικός ανακριτής Νικόλαος Ζαγοριανός.

Ο μάρτυρας υπερασπίστηκε απολύτως το έργο του, κάνοντας λόγο για μία μεγάλη υπόθεση κι αρκετά πολύπλοκη για την οποία θα απαιτείτο ευρεία δικαστική συνδρομή από το εξωτερικό, η οποία δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί. Χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι από τις τριανταπέντε περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής τις οποίες ζήτησε, είναι ζήτημα αν υπήρξε ανταπόκριση για τις 4-5.

Ο κ. Αθανασίου δήλωσε στην επιτροπή αδυναμία να τεκμηριωθεί ζημία του Δημοσίου από τις συμβάσεις που υπέγραψε ο ΟΤΕ με την Siemens, γιατί, όπως εξήγησε, απ’ αρχής μέχρι τέλους της προκαταρκτικής έρευνας που διεξήγαγε «ο ΟΤΕ κώφευε», δεν έδωσε δηλαδή καθόλου στοιχεία.

«Δεν μπορούσαν να μου δώσουν ένα στοιχείο που να τεκμηριώνει ζημία για να μπορούσε να σταθεί κατηγορία για απιστία. Κι εγώ δεν μπορούσα να συνδέσω το δώρο των 4 εκ. που πήρε κάποιος ότι ήταν αντίστοιχη ζημιά του ΟΤΕ», σημείωσε ο μάρτυρας.

Από την άλλη, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ Θανάση Παφίλη, είπε ότι αν γνώριζε ότι τουλάχιστον δύο διοικήσεις δήλωσαν ότι έκαναν επίκληση των ρητρών της σύμβασης 8002, εξοικονομώντας αρκετά χρήματα, θα ασκούσε δίωξη για απιστία για τις υπόλοιπες, ενώ απαντώντας σε αντίστοιχη ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Τζαβάρα είπε ότι και τώρα ακόμη μπορεί να ασκηθεί αντίστοιχη δίωξη κατά των μελών όλων των διοικήσεων του οργανισμού.

Συμπλήρωσε ότι μπορεί να έκανε εικασίες ότι υπέστη ζημία το δημόσιο, αλλά δεν είχε αποδείξεις, ούτε προθυμία από τον ΟΤΕ να παράσχει στοιχεία.

Για το θέμα των ευθυνών πολιτικών προσώπων, ο μάρτυρας απάντησε ότι το μόνον στοιχείο ήταν οι απολογίες γερμανών διευθυντικών στελεχών, που ανέφεραν ότι ο Μιχάλης Χριστοφοράκος ζητούσε χρήματα για να πληρώσει πέντε υπουργεία για το σύστημα ασφαλείας C4 I. «Όμως με αυτό δεν μπορούσα να στείλω το φάκελο στη Βουλή, ούτε είχα ενδείξεις για πολιτικά πρόσωπα», υπογράμμισε.

– «Βρήκατε ενδείξεις πολιτικών ευθυνών πολιτικών προσώπων»; ρώτησε το μάρτυρα ο πρόεδρος της εξεταστικής Σήφης Βαλυράκης, κι εκείνος απάντησε: «Συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, όχι. Ούτε ο κ. Μαρκογιαννάκης κατονόμασε ποιοι ευθύνονται για ενδεχόμενη ζημία από την προμήθεια του C4 I, ούτε μπορεί να στοιχειοθετηθεί δόλος στην ζημία».

Ο αντεισαγγελέας δήλωσε ότι ο ίδιος δεν θεωρεί ότι τα διάφορα δώρα – οικοσκευές που έπαιρναν οι πολιτικοί μπορεί να θεωρηθούν ως προϊόν δωροδοκίας, κι είχε μάλιστα έναν έντονο διάλογο με τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κ.κ. Λεωνίδα Γρηγοράκο και Χρήστο Αηδόνη που του επισήμαναν ότι, αν αποκαλυπτόταν ότι τα έπαιρναν οι ίδιοι, θα έμπαιναν φυλακή.

Ο μάρτυρας ρωτήθηκε και για το θέμα της διαφυγής στο εξωτερικό των Μιχάλη Χριστοφοράκου και Χρήστου Καραβέλα κι ακόμη γιατί δεν έλαβε υπόψη του την ειδοποίηση της βρετανικής αρχής για την καταπολέμηση του «μαύρου» χρήματος.

Απάντησε ότι αυτό έγινε το Δεκέμβριο του 2008, όταν ήδη είχε ολοκληρωθεί η προανάκριση και διενεργείτο κυρία ανάκριση. Εξέθεσε όμως τους λόγους για τους οποίους θα ήταν δύσκολο να εκδοθεί απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, αφού αφενός δεν είχαν απολογηθεί και αφετέρου δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι θα έφευγαν, αφού είχαν παρουσιαστεί τουλάχιστον τρεις φορές όταν τους είχε καλέσει.

Ολοκληρώθηκε εξάλλου απόψε η κατάθεση και του τέταρτου ειδικού ανακριτή Νικόλαου Ζαγοριανού. Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ ο αντιπρόεδρος της επιτροπής Γιώργος Νικητιάδης ρώτησε τον μάρτυρα αν θα συναινούσε να αρθεί το τηλεφωνικό του απόρρητο προκειμένου να διακριβωθεί αν είχε τακτικές τηλεφωνικές επαφές με τον πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ο κ. Ζαγοριανός απάντησε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες νομικές ενέργειες που πρέπει να προηγηθούν, ενώ αντέδρασε έντονα η αξιωματική αντιπολίτευση, γεγονός που ανάγκασε τον πρόεδρο της επιτροπής να αποσύρει την πρόταση.

Εξάλλου η εξεταστική επιτροπή υπέβαλε αίτημα να διαβιβαστούν στη Βουλή οι εκθέσεις ελέγχου που έγιναν στον ΟΤΕ από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, τη ΦΑΒΕ και το Εθνικό Λογιστικό Κέντρο, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν εντοπίσθηκαν παραβάσεις, πλαστά και εικονικά στοιχεία κι αν καταλογίστηκαν πρόστιμα.

Πρόκειται για ελέγχους που αφορούν στην περίοδο 2002-2009, καθώς πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση μελών της επιτροπής αναφέρουν ότι έγιναν αιφνιδιαστικοί έλεγχοι το 2004 και αφορούσαν καταγγελίες ότι από το 2002 ως το 2004 εκτελούνταν παραγγελίες και παραδόσεις στην τεχνική υποστήριξη του ΟΤΕ, ενώ οι συμβάσεις έρχονταν αργότερα ετεροχρονισμένες.