Kαι αν αφήναμε κατά μέρος τους πλούσιους που παρεπιδημούν στη Γουόλ Στριτ για να ασχοληθούμε με τους «νεόπτωχους» της Αμερικής; Με χαρακτηριστικούς τίτλους ( «Η Αμερική του σκότους», «Οι διαφανείς γείτονές μας»…) τα αμερικανικά ΜΜΕ περιγράφουν όλο και πιο συχνά το ανησυχητικό φαινόμενο της φτώχειας που εξαπλώνεται στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου.
Πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Μελέτης Αγοράς Εργασίας του Πανεπιστημίου Νortheastern αποκαλύπτει ότι το κατώτατο κλιμάκιο του ενεργού πληθυσμού, όπου το οικογενειακό εισόδημα δεν ξεπερνά τα 12.500 δολάρια ετησίως (9.182 ευρώ), παρουσιάζει κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2009 ποσοστό ανεργίας 30,8%, κατά 5 μονάδες υψηλότερο του ποσοστού που είχε καταγραφεί κατά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930. Το αμέσως ανώτερο κλιμάκιο, ετησίου εισοδήματος 12.500-20.000 δολαρίων (9.182-14.691 ευρώ), παρουσιάζει ποσοστό ανεργίας 19,1%.
Τα ποσοστά αυτά είναι δύο- τρεις φορές υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Το συγκεκριμένο αυτό 20% του ενεργού πληθυσμού ταλαιπωρείται και από αθέλητη ημιαπασχόληση, που σημαίνει ότι ένα στα δύο εργασιακώς ενεργά άτομα υποαπασχολείται. Υπενθυμίζεται ότι στα νούμερα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται εκατομμύρια Ινδιάνοι οι οποίοι έχουν από καιρό εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια για αναζήτηση εργασίας.
Η Αμερική απέφυγε την οικονομική ύφεση και τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που εφάρμοσε η κυβέρνηση Ομπάμα συνέβαλαν στην αποτροπή σοβαρότερων οικονομικών προβλημάτων. Αλλά όπως σημειώνουν οι ερευνητές του Κέντρου Αγοράς Εργασίας, «σοβαρή ύφεση στον τομέα της απασχόλησης πλήττει τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, ενώ μεγάλη είναι και η οικονομική δυσπραγία στις κατηγορίες που βρίσκονται στο μέσον της κλίμακας». Σε αυτές ακριβώς τις κατηγορίες και όχι στις χαμηλότερες σκοπεύει να απευθύνει το μεγαλύτερο μέρος της υποστήριξης η αμερικανική κυβέρνηση. Σε αυτές συγκαταλέγονται άνθρωποι που ζητούν για πρώτη φορά βοήθεια από το κράτος: κουπόνια τροφίμων, για παράδειγμα, η διανομή των οποίων παρουσιάζει κατακόρυφη αύξηση. Νεόπτωχοι κατ΄ αρχάς είναι αυτοί που πέφτουν σε μακροχρόνια ανεργία. Στατιστικώς στην κατηγορία αυτή ανήκουν όσοι δεν καταφέρνουν να βρουν νέα εργασία έπειτα από εξαμηνιαία αναζήτηση. Εδώ και έναν χρόνο έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα, με τα οποία επιμηκύνθηκε το διάστημα κατά 12 συμπληρωματικές εβδομάδες.
Μόλις χάσουν τη δουλειά τους, όλοι σχεδόν οι μισθωτοί σε μικρό χρονικό διάστημα χάνουν και την ασφάλισή τους για περίπτωση ασθένειας, όσοι… από αυτούς ήταν ασφαλισμένοι (πράγμα που συμβαίνει στους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης). Τα μηνιαία επιδόματα ανεργίας κυμαίνονται από Πολιτεία σε Πολιτεία από 1.600 ως 2.600 δολάρια (1.176-1.911 ευρώ), ανεξαρτήτως ύψους αποδοχών. Και αυτά εξαντλούνται μέσα σε 6-9 μήνες. Ασφάλιση «μακράς διαρκείας» δεν υπάρχει στις ΗΠΑ.
Στις αρχές του 2007 σε αυτό το καθεστώς υπάγονταν 1,7 εκατ. άτομα. Σήμερα έχουν φθάσει στα 6,3 εκατ. Είναι ο μεγαλύτερος αριθμός δικαιούχων από την εποχή που καθιερώθηκε αυτή η κατηγορία ανέργων, πριν από 60 χρόνια, στις ΗΠΑ. Και υπολογίζεται ότι άλλα 2,7 εκατ. θα προστεθούν στον κατάλογο αν δεν ληφθούν μέτρα, κυρίως για τους μισθωτούς προχωρημένης ή πολύ μικρής ηλικίας. Περισσότερο πλήττονται οι γυναίκες, τα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και οι μαύροι.
Συνολικά αυτοί οι άνεργοι μπορεί να φθάσουν και στα 9 εκατομμύρια. Εννέα εκατ. πρώην μισθωτοί χωρίς κανένα εισόδημα σημαίνει 20-25 εκατ. εν δυνάμει «νεόπτωχοι» και κυρίως άνθρωποι της μεσαίας τάξης που ξαφνικά αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας, το όριο της οποίας για μια τετραμελή οικογένεια ορίζεται στα 22.050 δολάρια ετησίως (16.280 ευρώ ή 1.356 ευρώ μηνιαίως).
«Χάνοντας την κοινωνική πρόνοιαμπαίνεις στον υπόκοσμο» γράφει στους «Νew Υork Τimes» ο Ράντι Αλμπέσντα, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης. Το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας είναι ήδη χαμηλό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το τέλος της δεκαετίας του ΄70 κάποια προγράμματα μεταβιβάστηκαν στις Πολιτείες ή ακυρώθηκαν. Και, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, από το 1979 ως σήμερα το εισόδημα των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων (17% του πληθυσμού) παρουσιάζει μείωση κατά 28,9%, συνυπολογιζομένου του πληθωρισμού.
Τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς αναγκάζουν τις περισσότερες Πολιτείες της Αμερικής να περικόπτουν τα κονδύλια που προορίζονται για κοινωνική πρόνοια, οξύνοντας έτσι τα προβλήματα των νεόπτωχων. Στις περισσότερες Πολιτείες έχει μειωθεί σημαντικά το όριο εισοδήματος που δημιουργεί δικαίωμα επιδότησης για τρόφιμα, περίθαλψη ή εκπαίδευση των παιδιών, πράγμα που σημαίνει ότι το χάνουν εκείνοι που θα το δικαιούνταν με τις προηγούμενες ρυθμίσεις και- φυσικά- το στερούνται και αρκετοί νεόπτωχοι.
Από την καρδιά της Καλιφόρνιας ως τις βόρειες παρυφές του Οχάιο ανθούν τα ενεχυροδανειστήρια. Αφού εξαντλήσουν τις οικονομίες τους, οι πρώην μισθωτοί και νυν νεόπτωχοι δεν έχουν καμία ελπίδα δανείου από τις τράπεζες. Καταφεύγουν αναγκαστικά στους τοκογλύφους, ενώ οι πιστωτικές κάρτες τους είναι ήδη υπερχρεωμένες με καταναλωτικά αγαθά.