Το ερώτημα είναι θεωρητικό. Στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν υπάρχει δυνατότητα εξόδου για τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να προκύψει μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις που θα προκαλέσουν πλήρη ανατροπή συνθηκών.

Ας απαντήσουμε όμως στο θεωρητικό ερώτημα.

Η ελληνική οικονομία συνδυάζει πολύ υψηλό έλλειμμα, πολύ υψηλό χρέος και μεγάλη υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα. Καμία άλλη συγκροτημένη χώρα στην Ευρώπη, στην Ασία ή στην αμερικανική ήπειρο δεν παρουσιάζει αυτόν τον συνδυασμό. Πέρα από τον κίνδυνο πτώχευσης, υπάρχει η προοπτική βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης που θα οδηγήσει σε μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας. Περιοριστικές πολιτικές, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ανταγωνιστική υστέρηση, επιδεινώνουν την ύφεση προκαλώντας νέα ελλείμματα, που καθιστούν αναγκαία νέα περιοριστικά μέτρα, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ύφεση.

Η αποτροπή αυτής της οδυνηρής οπισθοδρόμησης επιβάλλει πολιτικές για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας και την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης στις διεθνείς αγορές. Η εφαρμογή αυτών των πολιτικών θα συναντήσει δυσκολίες που θα πολλαπλασιαστούν σε περίπτωση αντικατάστασης του ευρώ από εθνικό νόμισμα.

Η επάνοδος στη δραχμή θα συνδεόταν με υπέρμετρη υποτίμηση οδηγώντας τον πληθωρισμό και τα επιτόκια στους διψήφιους αριθμούς που επικρατούσαν πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ. Τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο θα υφίσταντο μεγάλη μείωση, ενώ η ανεργία θα εκτινασσόταν.

Αν, αντίθετα, η προσαρμογή της οικονομίας επιδιωχθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης, το κόστος θα περιοριστεί στις συνέπειες των δημοσιονομικών μέτρων- μειώσεις δημοσίων δαπανών, αυξήσεις φορολογικών εσόδων. Δεν θα προστεθεί το κόστος της νομισματικής ανατροπής, όπως προκύπτει από την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Επιπλέον, σε περιβάλλον νομισματικής σταθερότητας θα δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στις επενδύσεις, ενώ θα αποτραπεί εκροή κεφαλαίων προς τις χώρες που διαθέτουν ισχυρά νομίσματα. Ακόμη και μέσα στην ευρωζώνη όμως οι κίνδυνοι είναι πολύ σημαντικοί και επιβάλλουν την εφαρμογή θαρραλέας και αποτελεσματικής πολιτικής εξόδου από την κρίση. Η πολιτική αυτή περιλαμβάνει τα εξής:

1. Δημοσιονομική εξυγίανση. Η μείωση των ελλειμμάτων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε μειώσεις δαπανών και όχι σε αυξήσεις εσόδων. Οταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, τα φορολογικά έσοδα περικλείουν μεγάλες επισφάλειες.

Η προσπάθεια στον φορολογικό τομέα πρέπει να εστιαστεί στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής χωρίς την προσφυγή σε νέες φορολογίες. Εχουν κρίσιμη σημασία η ανασυγκρότηση του ΣΔΟΕ και η ανάπτυξη ικανότητας ηλεκτρονικής διασταύρωσης στοιχείων και διεξαγωγής αποτελεσματικών ελέγχων.

2. Αναπτυξιακή πολιτική. Η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει δραστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, με αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία μπορεί να προέλθει από τις ακόλουθες πηγές:

α) Επιτάχυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων με ταχύτερη απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.

β) Υλοποίηση προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων για την κινητοποίηση επενδυτικών πόρων σε τομείς με υψηλό αναπτυξιακό δυναμικό, όπως η ενέργεια και οι τράπεζες.

γ) Απελευθέρωση αγορών και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας με άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, δραστικό περιορισμό των αδειοδοτήσεων και της γραφειοκρατίας και κατάργηση περιορισμών στον ανταγωνισμό. Μόνο από τη βελτίωση του ρυθμιστικού και ανταγωνιστικού πλαισίου και τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης των επιχειρήσεων στις διοικητικές ρυθμίσεις το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 7%.

3. Συγκρότηση σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, υγεία και πολιτισμό αποτελεί, ακόμη, ζητούμενο. Πρέπει να τεθεί τέρμα στην εξάρτηση του πολίτη από την παραπαιδεία και την ιδιωτική υγεία, που επιβαρύνουν υπέρμετρα το εισόδημά του προκαλώντας ρήγματα στην κοινωνική συνοχή.

Η προσπάθεια θα είναι δύσκολη. Οι χρόνοι ασφυκτικοί. Οι πιέσεις των αγορών δεν θα σταματήσουν αμέσως. Οι διεθνείς οργανισμοί θα συνεχίσουν να δυσπιστούν.

Ωστόσο, όπως και για την ένταξη στην ΟΝΕ, το αποτέλεσμα θα δικαιώσει την προσπάθεια. Θα μας προστατεύσει από το τεράστιο τίμημα που θα καταβάλουμε αν η προσαρμογή επιβληθεί από διεθνείς παράγοντες και, κυρίως, θα επαναφέρει την ελπίδα και την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον, διαφυλάσσοντας την εθνική κυριαρχία και την αξιοπρέπεια της χώρας.

Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής (www.kepp.gr) και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών (την περίοδο 1994-2001).