Η διαφύλαξη του πολιτιστικού μας πλούτου και η παράδοσή του στις επόμενες γενιές αποτελεί υποχρέωση πρωτίστως του κράτους αλλά και των πολιτών. Ετσι η πρωτοβουλία του σωματείου «Διάζωμα» να συνδράμει στη διάσωση των αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης είναι επαινετή. Ωστόσο το «Διάζωμα» δεν αρκείται στη διάσωση μνημείων, π.χ. του Διονυσιακού Θεάτρου, αλλά ενδιαφέρεται και για την «ανάδειξή» τους. Εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα, αφού ο καθένας αντιλαμβάνεται την ανάδειξη με διαφορετικό τρόπο. Ετσι, π.χ., για τους δημοτικούς άρχοντες της χώρας, στον δήμο των οποίων τυχαίνει να υπάρχει αρχαίο θέατρο, ανάδειξη σημαίνει ανέβασμα σ΄ αυτό θεατρικών και άλλων παραστάσεων. Οποιαδήποτε όμως χρήση αρχαίου μνημείου, πολύ περισσότερο αρχαίου θεάτρου, σημαίνει τον αργό θάνατό του.

Ο Βέλγος L. Cloquet ήταν ο πρώτος, όσο ξέρω, που διαχώρισε τα μνημεία σε «ζωντανά», σε αυτά δηλαδή που έχουν χρήση, και σε «νεκρά», σε εκείνα που δεν χρησιμοποιούνται. Τα αρχαιολογικά μνημεία ανήκουν στη δεύτερη ομάδα και οι όποιες επεμβάσεις σ΄ αυτά θα πρέπει να αποβλέπουν πρωτίστως στην προστασία τους. Ετσι στα αρχαιολογικά μνημεία επιτρέπεται να γίνονται αποκαταστάσεις και αναστηλώσεις, όταν φυσικά σώζεται σε μεγάλο ποσοστό το αρχαίο υλικό τους, αλλά σε καμία περίπτωση ανακατασκευές. Στα τέλη του 19ου αι. ανακατασκευάστηκε το αρχαίο στάδιο των Αθηνών για να γίνουν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αποτέλεσμα: το μνημείο έχασε την αυθεντικότητα και την ιστορικότητά του, γι΄ αυτό άλλωστε και ο πολύς κόσμος σήμερα το γνωρίζει απλώς ως «το Καλλιμάρμαρο». (Το 1958 μάλιστα παρά τρίχα γλίτωσε και την κατεδάφισή του!). Για ποιον λόγο, λοιπόν, πρέπει να τοποθετηθούν 61 νέα εδώλια, 175 νέες βαθμίδες κ.ά. στο Διονυσιακό Θέατρο; Είναι οι προσθήκες αυτές… προπομποί κάποιας μεγαλύτερης επέμβασης;

Η «ανάδειξη» του Διονυσιακού Θεάτρου είναι μια παλιά ιστορία. Π.χ., το 1967 είχε ανακοινωθεί επισήμως ότι το Εθνικό Θέατρο θα εγκαινίαζε τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου τον οποίο θα ανέβαζε στο Διονυσιακό Θέατρο! Ανάμεσα σ΄ αυτούς που αντέδρασαν ήταν και ο τότε διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Γιάννης Μηλιάδης, ο οποίος έγραψε στις «Εποχές» (3/1967) ένα εκτενές άρθρο. Κρίνοντας ότι το κείμενό του (υπόδειξη του ομ. καθ. του ΑΠΘ Γρ. Σηφάκη) είναι εξαιρετικά επίκαιρο και στις ημέρες μας, παραθέτω μερικά αποσπάσματά του. «Η πικρότατη πείρα που έχω απ΄ τη σχέση των ανθρώπων με τα αρχαία μνημεία δεν μου επιτρέπει αυταπάτες.

Μια και τα λαίμαργα βλέμματα μερικών κυνικών «δυναμικών» στράφηκαν προς το λεγόμενο «Θέατρο Διονύσου», η καταδίκη του έχει υπογραφεί. Θα προχωρήσουν στην αρχή προφυλακτικά. (…) Στην αρχή πάντα με το μαλακό και με μια συγκινητική αθωότητα προθέσεων: ένα μικρό πείραμα για χάρη του… Πνεύματος, χάρη του Αισχύλου! Ούτε ίχνος ανίερης εκμετάλλευσης. Ποιος μπορεί να ΄χει αντίρρηση; Οι πρώτοι που πιάνονται στην παγίδα είναι μερικοί ιδεολόγοι άνθρωποι των Γραμμάτων. (…) Ετσι βλέπουμε κι ανθρώπους που συχνότατα είνε “σώφρονες” να επιτρέπουν στον εαυτό τους να τους ξεφύγει ο μεγάλος λόγος: “Είνε λαμπρή ιδέα ν΄ ακουσθεί ο τραγικός λόγος στο αυθεντικό αρχαίο θέατρο των Αθηνών”. Παίρνετε ψύχραιμα τη φράση αυτή, τη διαβάζετε ανάποδα και βρίσκετε το σωστό: σε ένα μέρος που δεν υπάρχει ούτε ίχνος ορατό που να θυμίζει Αισχύλο και Σοφοκλή, σε μια πετσοκομμένη ορχήστρα μετασχηματισμένη σε αρένα μονομάχων, σ΄ ένα χώρο που δεν αρκεί ούτε για παράσταση παντομίμας… εκεί μας καλεί η πολυπραγμοσύνη των κυνικών να ενωτισθούμε τον υψηλό λόγο του Αισχύλου. (…) Αλλά από πού προέρχεται… η κυνική αυτή ιδέα; Προέρχεται φυσικά από τους κύκλους που πιστεύουν ότι προορισμός των αρχαίων που υπάρχουν είνε να παραδίδονται στην τουριστική τους “αξιοποίηση”. (…) Είνε μια χαρακτηριστικά νεοελληνική κακομοιριά, κάθε μας κατασκευή, κάθε δημιουργική μας δραστηριότητα να εντάσσεται μέσα στα ζοφερά πλαίσια μιας καταστροφής. Μια λανθάνουσα υπερτροφική υπεροψία για τον εαυτό μας και το δήθεν “έργο” μας λειτουργεί καταλυτικά και εξουδετερώνει κάθε σεβασμό και κάθε ενδοιασμό μας για το ανώνυμο, το παληό, το απροστάτευτο έργο ενός άλλου προσώπου ή μιας άλλης εποχής. (…) Τι θ΄ αναστηλώσετε; (…) Ποιος είναι αυτός που γνωρίζει και μπορεί να μας διδάξει ποιο ήταν το ακριβές προφίλ της κάθετης τομής του αρχαίου κοίλου; Αλλά η καμπύλη αυτή δεν σχετίζεται μόνο με την αισθητική εμφάνιση του κοίλου. Σχετίζεται κυρίως και αμεσώτατα με την ακουστική του αρχαίου θεάτρου. Και την καμπύλη αυτή την αγνοούμε… Ωστόσο το ένστικτο της καταστροφής, που παίζει τεράστιο ρόλο στη ζωή όλων των στείρων ανθρώπων, μαζί με τη θερμουργό πνοή του συμφέροντος, είναι δυνάμεις πολύ ανώτερες από την κοινή λογική και τους ηθικούς δισταγμούς των… σχολαστικών. (…) Θα με ρωτήσεις, αγαπητέ μου αναγνώστη, αφού ξέρω ότι όλα έτσι θα γίνουν, γιατί τουφεκάω στον αέρα; Μα για την τιμή των όπλων, αγαπητέ. Ισως ίσως και για την τιμή του… Αισχύλου. Αυτού του ανυποψίαστου συνεργού του “Χορού Εκατομμυρίων”».

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.