Η Ζanetta Grega di Candia («Η Ελληνίδα Ζανέτα από την Κρήτη»), σύζυγος του βενετοκρητικού ευγενούς Νicolo Βerghalaviti, είναι μία από τις κατηγορούμενες για μαγεία στο βιβλίο Ελληνίδες μάγισσες στη Βενετία, 16ος-18ος αιώνας.Σύμφωνα με τις δικογραφίες της Ιεράς Εξέτασης της Γαληνοτάτης, όχι μόνο είχε χωρίσει από τον σύζυγό της, ο οποίος ζούσε στην Κρήτη, αλλά συζούσε στη Βενετία με τον μοναχό fra Domenico Ρugliese, ο οποίος την πίεζε να συναντάται ερωτικά και με έναν άλλον φίλο του μοναχό. Κανείς άλλος δεν έφταιγε γι΄ αυτή την κατάσταση; Πάντως μόνο η Ζανέτα βρέθηκε αντιμέτωπη με τον ιεροεξεταστή στο τέλος. Βεβαίως την περίοδο που βάζει στο μικροσκόπιο η συγγραφέας Διονυσία Γιαλαμά η γυναίκα εθεωρείτο ικανή από τη φύση της να προξενεί κακό. Αιτία και πηγή κάθε συμφοράς και κάθε σατανικής πράξης, όπως έλεγαν οι δαιμονολόγοι, ήταν η γυναίκα («το σύνδρομο της Εύας»). Και η Εκκλησία υπερθεμάτιζε: έτσι ακριβώς εξηγούσε τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης και ανομολόγητης σχέσης ανάμεσα στη γυναίκα και στον Διάβολο.

Τυχερές στην ατυχία τους
Ως εκ τούτου το βιβλίο θα μπορούσε να είναι απλώς ένα ευθυμογράφημα ή ένα σκανδαλογραφικό αφήγημα, δεδομένου ότι στη Βενετία δεν κάηκε ούτε μία μάγισσα. Ωστόσο η συγγραφέας Διονυσία Γιαλαμά εμβαθύνει στα γεγονότα. Με βάση τις δικογραφίες της Ιεράς Εξέτασης της Βενετίας που σχηματίστηκαν εναντίον Ελληνίδων προχωρεί στην εξέταση των κοινωνικών συνθηκών και των περιστάσεων μέσα στις οποίες οι γυναίκες αυτές έζησαν και έδρασαν, όπως και των θεσμών και μηχανισμών που κινητοποιήθηκαν για την άμεση αντιμετώπισή τους. Και διαπιστώνει ότι οι γυναίκες αυτές ήταν τυχερές στην ατυχία τους. Τη στιγμή μάλιστα που δύο-τρεις χιλιάδες μάγισσες από την περιοχή της Λωρραίνης στάλθηκαν στην πυρά μέσα σε μία τριακονταετία (1576-1606), σε μια εποχή που ο πανικός και η υστερία γύρω από το «κυνήγι των μαγισσών» στην Κεντρική και στη Δυτική Ευρώπη είχε κυριεύσει ακόμη και τα πιο φωτεινά πνεύματα, στην ιδιαίτερη, αυτόνομη, λαϊκή κοσμική Βενετίαόπως και στη Φλωρεντία άλλωστεέπνεε ένας άνεμος ορθολογισμού. Η λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης στη Βενετία ήταν συνειδητά ατροφική. Την ίδρυση αυτού του θεσμού είχε αποφασίσει ο Πάπας Γρηγόριος Θ Δ τον 13ο αιώνα και, καθώς η Ρώμη επεδίωξε από την πρώτη στιγμή την πολιτική κατίσχυση της Ιεράς Εξέτασης, η παραδοσιακά φιλελεύθερη Βενετία αντέδρασε. Ετσι, ενώ οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας ασχολούνταν με τη διαμόρφωση μιας κοινής τακτικής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μαγείας, στη Βενετία η συζήτηση περιορίστηκε στο ποιος θα αναλάμβανε την εκδίκαση των υποθέσεων μαγείας. Μάλιστα, όταν τον 14ο αιώνα ο φραγκισκανός μοναχός που είχε διοριστεί από τον Πάπα Νικόλαο Δ Δ δεν είχε να επιδείξει κάποια άξια λόγου δράση, η Γαληνοτάτη έπαψε να τον μισθοδοτεί. Μόνο στις 22 Απριλίου 1547 ο δόγης Francesco Dona ενεργοποίησε την Ιερά Εξέταση, αλλά και πάλι διόρισε στο πλευρό των ιεροεξεταστών τρεις εκπροσώπους της πολιτείας, τους Τre Savii sopra l΄Εresia. Στο πλαίσιο των καθηκόντων τους ήταν η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης των υπόπτων, η παρακολούθηση των ανακρίσεων για την προστασία των δικαιωμάτων των ανακρινομένων και η πιστή εκτέλεση των αποφάσεων του ιερού δικαστηρίου. Στα δικά τους χέρια θα έπεφταν οι ελληνίδες μάγισσες του βιβλίου.

Οι ερωτικοί σύντροφοι
Πώς βρέθηκαν όμως τόσες Ελληνίδες στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου; Η συγγραφέας αρχίζει να ξεσκονίζει τα πενιχρά βιογραφικά τους στα αρχεία της Γαληνοτάτης. Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες είχαν μια κάποια μακρινή σχέση με την Ελλάδα ή είχαν άμεση ελληνική καταγωγή και μεγάλωσαν στη Βενετία. Ορισμένες συνειδητά επεδίωξαν να απαλλαγούν από καθετί που θα μαρτυρούσε τη γεωγραφική τους προέλευση για να αποφύγουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα που προέκυπταν από τη συμβίωσή τους στην «πολυεθνική» Βενετία. Σίγουρα απολάμβαναν μια περισσότερο ανθρώπινη ζωή σε σύγκριση με εκείνες που ζούσαν κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών, αλλά «αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ολότελα απαλλαγμένες από τα πρότυπα κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς» σημειώνει η συγγραφέας. «Η ζωή και η τύχη τους ήταν άμεσα συνυφασμένες με την παρουσία δίπλα τους κάποιου ερωτικού συντρόφου. Τις περισσότερες φορές μοναδική επιδίωξη ήταν ο γάμος». Από αυτή την άποψη ήταν περίεργο ότι πήγαιναν στη Βενετία, η οποία ήταν μια πόλη γυναικοκρατούμενη λόγω της απουσίας των ανδρών σε πολέμους, εμπορικές επαφές, ταξίδια και άλλα. Ετσι βέβαια υπήρχε πεδίο δόξης λαμπρό για την άσκηση της μαγείας προκειμένου να επιτευχθούν ματαιωμένοι ερωτικοί στόχοι.

Οι δικογραφίες των ελληνίδων κατηγορουμένων δίνουν ενίοτε λεπτομερείς περιγραφές για τη ζωή και τις επιδιώξεις τους αλλά φωτογραφίζουν και τις αντιλήψεις της εποχής, όπως και τις καθημερινές αγωνίες των ίδιων και των συγχρόνων τους.

Αλλες ήταν διαζευγμένες ή χήρες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν μόνες τα προβλήματα της ζωής και έκαναν ό,τι μπορούσε η καθεμιά. Η Αngela μετά τον θάνατο του συζύγου της Ρiero από την Κύπρο επιδόθηκε στην τέχνη του χορού που γνώριζε από παλιά, ενώ η Βetta, σύζυγος του ποτέ Κωνσταντίνου από την Κρήτη και μητέρα δύο ενήλικων αγοριών, διέθετε το σπίτι της για τις χορευτικές παραστάσεις της πρώτης. Η Βενετσιάνα Claretta τις κατηγόρησε ως «αμαρτωλές» γιατί διέλυαν οικογένειες. Αλλες βάδιζαν ακόμη πιο ανοιχτά ενάντια στα ήθη της εποχής: οι ελληνίδες πόρνες του Castello, μιας από τις λαϊκές συνοικίες της Βενετίας όπου ζούσαν πολλοί Ελληνες, έκαναν αναπόφευκτα και κάποιες τεχνικές και μάγια, απαραίτητα για την επαγγελματική τους επιτυχία.

Τέτοια ήταν η Rosa, η οποία δίδασκε τα μυστικά της μαγείας και σε άλλες πόρνες προκειμένου να αποκτήσουν ξεχωριστή λάμψη και να παρασέρνουν όποιον επιθυμούσαν στα δίχτυα τους. Αλλες ήταν ανύπαντρες που κατέφευγαν σε συμβιβαστικές λύσεις καθόλου κοινωνικά αποδεκτές. Η Livia Μuschiera, κόρη του Αntonio Caditi από την Κύπρο, αλλιώς γνωστή ως Μarietta Caditi, για οκτώ χρόνια συζούσε με έναν συμπατριώτη της, τον ναυτικό Αgnolino Ιoannes, από την Αμμόχωστο, με τον οποίο είχε αποκτήσει τρία παιδιά, χωρίς να τον παντρευτεί. Κάποτε σκέφτηκε να ζητήσει την παρέμβαση μιας γνωστής της ελληνίδας μάγισσας, της Μarchesina, και πάλι δεν πέτυχε τον σκοπό της. Το αποτέλεσμα ήταν να καταγγείλει ο Αgnolino στην Ιερά Εξέταση πως κάθε φορά που γυρνούσε από κάποιο ταξίδι του έπεφτε άθελά του στην αγκαλιά της καθώς η Μarietta τον κατηύθυνε με τα μάγια της. Τα προβλήματα δεν έλειπαν και από τις παντρεμένες, συνεχίζει ακάθεκτη η συγγραφέας. Στα 1630 ο Βonamin κατηγόρησε την Τarsia στην Ιερά Εξέταση της Βενετίας ως μάγισσα. Συγκεκριμένα ανέφερε πως η Τarsia και η μητέρα της Ιsabella πέτυχαν με μάγια να τον κάνουν να τη νυμφευθεί. Από μεταγενέστερη δικογραφία του 1649 σε βάρος της Τarsia πληροφορούμαστε ότι ο Βonamin πέτυχε τον σκοπό του και χώρισε απ΄ αυτήν. Από την εποχή απουσίαζε κάθε ορθολογικό κριτήριο στην ερμηνεία των καταστάσεων, σχολιάζει η Γιαλαμά.

Πολλοί ήταν αυτοί που φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν το πνεύμα της εποχής για να απαλλαγούν από παλιές αγάπες με μια απλή καταγγελία. Αναλύοντας 44 διαθέσιμες δικογραφίες, όπου αναφέρονται 71 συνολικά πελάτες των κατηγορουμένων, προκύπτει ότι από αυτούς 22 ήταν Βενετοί, οκτώ Ελληνες, τέσσερις Δαλματοί και 12 που προέρχονταν από άλλες πόλεις της Ιταλίας ή της Κεντρικής Ευρώπης, άνθρωποι που ζούσαν μόνιμα ή παρεπιδημούσαν στη Βενετία. Ούτως ή άλλως, από όλους όσοι παρέλαυναν σε κάθε δικογραφία ο ύποπτος για μαγεία συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του ιεροεξεταστή. Ακόμη και αν ο πελάτης είχε συλληφθεί πριν από τη μάγισσα, κατά την ανακριτική διαδικασία ο ιεροεξεταστής θα εστίαζε το ενδιαφέρον του σχεδόν αποκλειστικά στο πρόσωπό της. Ευτυχώς οι ιεροεξεταστές της Βενετίας θεωρούσαν τα βασανιστήρια ύστατη λύση και συνήθως αρκούνταν να οδηγήσουν τον κατηγορούμενο μόνο στην αίθουσα των βασανιστηρίων με την ελπίδα πως θα λύγιζε αμέσως και θα αποκάλυπτε την αλήθεια ή στην περίπτωση των γυναικών ότι θα τις κατέβαλλε το άγχος από τις πολυήμερες ανακρίσεις στη φυλακή που ποτέ δεν ήξεραν πότε θα τελειώσουν.

Το βασανιστήριο με το σχοινί
Ξαφνιαζόμαστε όταν προς το τέλος του βιβλίου συναντάμε τη Ζanetta grega di Candia να υποβάλλεται σε κανονικά βασανιστήρια. Η ίδια είχε ομολογήσει την 1η Μαρτίου 1624 ότι η Αgnesina την έπεισε να προσποιηθεί πως ξέρει μαγικά για να εξαπατήσουν μια Βενετσιάνα και να της συστηθεί ως έμπειρη στα μαγικά. Και αντί να συλλάβουν τη γυναίκα που της δίδαξε τη μαγεία, θεώρησαν ένοχη εκείνη που εκτέλεσε τις μαγικές πράξεις διότι αυτήν έδειχναν οι καταθέσεις των μαρτύρων. Οι δικαστές διέταξαν να οδηγηθεί η κατηγορούμενη στην αίθουσα των βασανιστηρίων, να τη γδύσουν, να την κρεμάσουν με το σχοινί από τους ώμους και μετά να της διαβάσουν αποσπάσματα από τις μαρτυρίες διαφόρων που είχαν καταθέσει σε βάρος της και να τη ρωτήσουν αν συμφωνεί με όσα της καταλογίζουν. Οπως περιγράφει ο νοτάριος, «ενώ την έγδυναν, αυτή έκλαιγε γονατιστή μπροστά στην εικόνα του Εσταυρωμένου και επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού φωνάζοντας κατά λέξη “Με δολοφονούν, δεν έκανα τίποτε από αυτά!”».

Η συγγραφέας αφουγκράζεται τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να γράψει την ιστορία της. «Με τις δικογραφίες της Ιεράς Εξέτασης έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να παραβιάσουμε τη μυστικότητα του ιδιωτικού βίου και από κοντά να παρακολουθήσουμε τη ζωή των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων» παραδέχεται. Ποτέ δεν θα περίμεναν οι ελληνίδες μάγισσες της Βενετίας να τύχουν τέτοιας αβρής, απολαυστικής, φροντισμένης μεταχείρισης από κάποιον ωτακουστή του μέλλοντος.