Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. Στάθης Καλύβας απαντά στο σχόλιο του καθηγητήκ. Χάγκεν Φλάισερ, το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής»στις 10 Ιανουαρίου 2010 με τίτλο: « Η “κόκκινη” και η “μαύρη” βία». Το κείμενο του κ. Φλάισερ ήταν απάντηση στο σχόλιο του κ. Καλύβα το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής» (20 Δεκεμβρίου 2009) με τίτλο «Η Ιστορίαως τυμβωρυχία». Το κείμενο του κ. Καλύβα αφορούσε βιβλιοκριτική του κ. Φλάισερ σχετικά με την έκθεση που συνέθεσε το 1943 ο βρετανός ταγματάρχηςΝτέιβιντ Γουάλας για τις ελληνικέςαντιστασιακές οργανώσεις καιη οποία είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» (28.11.2009).

Με τον Χάγκεν Φλάισερ έχουμε ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο φύγαμε από τη χώρα μας και σταδιοδρομήσαμε επιστημονικά στο εξωτερικό, εκείνος στην Ελλάδα, εγώ στην Αμερική. Θα πίστευα λοιπόν πως γνώριζε ότι, ως ξένοι, έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τα καλύτερα στοιχεία της περιρρέουσας κουλτούρας. Κι όμως, όπως φαίνεται από το κείμενό του στο «Βήμα», από τα πολλά και καλά που διαθέτει η Ελλάδα εκείνος διάλεξε να κρατήσει την εμπάθεια. Η επίθεσή του μάλιστα εναντίον του Πέτρου Μακρή Στάικου με εντελώς ασύστατες κατηγορίες περί λογοκρισίας είναι πραγματικά θλιβερή. Εγώ αντίθετα επιλέγω να δω την απάντησή του ως αφορμή προβληματισμού σχετικά με τη μελέτη της εμφύλιας βίας.

Οπως είναι γνωστό, το στοιχείο που διαφοροποιεί τους εμφυλίους από τους υπόλοιπους πολέμους είναι ότι η βία ασκείται συχνά ανάμεσα σε ομοεθνείς και γείτονες, πράγμα που τους καθιστά αδελφοκτόνους, διάσταση που απέδωσε με ευαισθησία ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία «Ψυχή βαθιά». Η διάσταση αυτή ακριβώς καθιστά την εμφύλια βία ένα ιδιαίτερα δύσκολο αντικείμενο μελέτης, αφού οι περισσότεροι μελετητές το αποφεύγουν αντιδρώντας στην ιδεολογικοποίηση και εργαλειοποίησή του από τις πολιτικές παρατάξεις.

Στην περίπτωση του δικού μας Εμφυλίου, ως το 1974 έμεινε ουσιαστικά χωρίς αντίλογο η αντίληψη της τότε κυρίαρχης κουλτούρας, ότι για όλα τα δεινά του Εμφυλίου μας έφταιγε η Αριστερά. Τα πρώτα κυρίως χρόνια μετά τη λήξη του η βία μιας αποκλειστικά «ξενοκίνητης» Αριστεράς υπήρξε κεντρικό θέμα της επίσημης προπαγάνδας. Η άποψη αυτή ήταν τόσο ισχυρή ώστε η απριλιανή δικτατορία αναγκάστηκε να αναζητήσει σε αυτήν τη νομιμοποίηση που χρειαζόταν. Οπως ήταν φυσικό, το εκκρεμές αντιστράφηκε μετά το 1974 και οι ευθύνες μετατοπίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη «Δεξιά», όπως βαφτίστηκε από την Αριστερά η νικήτρια παράταξη, που περιλάμβανε στην πραγματικότητα όχι μόνο τη Δεξιά αλλά και το πολιτικό Κέντρο. Καθώς η Αριστερά επένδυσε ετεροχρονισμένα στη θυματοποίησή της, τώρα η ρητορική στράφηκε αποκλειστικά στη βία της νικήτριας πλευράς, με έναν λόγο όμως που παρέμεινε, όπως και ο προηγούμενος, βαθύτατα παραταξιακός και συχνά προπαγανδιστικός. Αυτά βέβαια δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Τα συναντούμε σε πολλές χώρες με αντίστοιχο παρελθόν. Πρώτα οι νικητές γράφουν την Ιστορία (για παράδειγμα, οι φασίστες στην Ισπανία ή οι κομμουνιστές στις Βαλτικές χώρες), για να επανέλθουν αργότερα οι ηττημένοι και να την ξαναγράψουν από την ανάποδη. Ο ικανός ερευνητής, όμως, κατέχοντας σε βάθος την εμπειρία περισσότερων χωρών από μία, έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και ιδεολογικά από το παρελθόν και να το δει απαλλαγμένος από τα βαρίδια που κληροδότησαν τα πάθη της εποχής. Αυτό τον οδηγεί αναγκαστικά στον δύσκολο δρόμο της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της συστηματικής παρατήρησης, της επίπονης μέτρησης και της επεξεργασίας των στοιχείων καθώς αποζητά να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας σύγκρουσης με ακρίβεια και σαφήνεια.

Εναν τέτοιο δρόμο ακολουθώ κι εγώ προσπαθώντας να ερμηνεύσω βάσει στοιχείων το πώς διαπλέκονται οι πολιτικές επιλογές, οι ιδεολογικές επιταγές, οι τοπικές ή και προσωπικές έριδες, καθώς και η πανταχού παρούσα συγκυρία. Ομως ο κ. Φλάισερ και όσοι συντάσσονται με τις απόψεις του με κατηγορούν τα τελευταία χρόνια με απελπιστική μονοτονία για «πτωματομετρία», λες και αυτή είναι η μόνη διάσταση των μελετών μου. Το αυτονόητο δυστυχώς τους διαφεύγει: πως η μελέτη της εμφύλιας βίας περιλαμβάνει αναγκαστικά και την καταμέτρηση των νεκρών, στην καλύτερη δυνατή προσέγγιση που επιτρέπουν τα εκάστοτε υπάρχοντα στοιχεία. Η μελέτη του Εμφυλίου που θα αδιαφορούσε για τους αριθμούς των νεκρών θα ήταν σαν μελέτη εκλογών που αδιαφορεί για τα ποσοστά των ψήφων. Τον παράγοντα αυτόν, φυσικά, συνυπολογίζω κι εγώ στις μελέτες μου.

Ο κ. Φλάισερ όμως και κάποιοι άλλοι ενοχλούνται. Τι κι αν κορυφαίοι ακαδημαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κοινωνιολογίας και η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, έχουν βραβεύσει τις μελέτες αυτές, τι κι αν τα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τις δημοσιεύουν, τι κι αν οι συνάδελφοι από όλον τον κόσμο έχουν παραπέμψει σ΄ αυτές πάνω από χίλιες φορές; Για τον κ. Φλάισερ αυτά είναι ψιλά γράμματα! Εκτός κι αν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια διεθνής συνωμοσία των εγκυρότερων διεθνών επιστημονικών θεσμών κατά της Μεγάλης Αλήθειας, που την κατέχει μόνο αυτός και η μικρή αθηναϊκή παρεούλα του.

Στις μελέτες μου, καθώς και πολλών άλλων σοβαρών ελλήνων και ξένων ερευνητών, εξετάζεται η βία και των δύο πλευρών, αυτή που υπάρχει σε κάθε εμφύλιο. Αντίθετα, οι ιστορικοί της περιόδου σαν τον κ. Φλάισερ, που εξακολουθούν να επιμένουν ιδεολογικά στις συζητήσεις του Εμφυλίου, συστηματικά αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη βία της αγαπημένης τους πλευράς. Αν διαβάσει κανείς τα κείμενά τους, για τη βία της Αριστεράς υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές: ή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με αυτήν γιατί εντάσσεται στη λογική τού «πόλεμος είναι και πεθαίνει κόσμος» ή ήταν περιθωριακό φαινόμενο, μια εξαίρεση που μπορεί να φορτωθεί στις πλάτες ορισμένων παρανοϊκών που ξέφυγαν από τον έλεγχο του κόμματος είτε, τέλος, ήταν αμυντική, άρα «καλά κάνανε στους φασίστες και στους δωσίλογους». Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως, αν στα κείμενα αυτά αντικαταστήσει ο αναγνώστης το «Δεξιά» με το «Αριστερά» και το «δωσίλογοι» με το «κομμουνιστοσυμμορίτες», θα παραγάγει τέλεια δείγματα εθνικόφρονης προπαγάνδας του 1950!

Δεν μπαίνω στον κόπο να εξετάσω το υπόστρωμα αυτής της επιστημονικής παθολογίας και της αδιέξοδης εμμονής μιας παρέας στην ιδεολογική παραμόρφωση της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, τα μεγάλα γεγονότα του 1989 θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει όσους συνεχίζουν να αναπολούν με νοσταλγία «τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» πίνοντας το καφεδάκι τους στο Κολωνάκι και απολαμβάνοντας στο έπακρο τα αγαθά του καπιταλισμού. Αναστήματα της Αριστεράς του μεγέθους ενός Γρηγόρη Φαράκου ή ενός Λεωνίδα Κύρκου, άνθρωποι μπαρουτοκαπνισμένοι και βασανισμένοι, ωρίμασαν βαθιά μέσα στα χρόνια δίνοντας με τις αναγνώσεις τους του παρελθόντος μαθήματα σοφίας σε όλους μας. Αντίθετα, λιγοστοί εκ του ασφαλούς μελετητές, αντί να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρονική απόσταση, έχουν πάθει παράκρουση με τον νέο μπαμπούλα που πρέπει να ξορκίσουν: τους «αναθεωρητές» της ιστορίας, όπως ονόμασαν τους ερευνητές, όπως εγώ, που εννοούμε να επιμένουμε στην επιστημονική μέθοδο και όχι σε βολικές, μυθολογικές αναγνώσεις.

Ξεχνούν όμως ότι οι σταλινικές πρακτικές επιβάλλονται μόνο σε σταλινικό περιβάλλον. Σήμερα, όσο και να φωνάζουν, όσο και να ασχημονούν, δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα: η εποχή των μονολόγων παρήλθε αμετάκλητα.