Φόρος στην κατοχή ακίνητης περιουσίας επιβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1975 με τον Ν. 11/1975 επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό Οικονομικών τον καθηγητή Ε. Δεβλέτογλου. Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε με συντελεστές 0,5%, 0,75% και 1% στην αξία των ακινήτων η οποία είχε οριστεί στο πολλαπλάσιο της καθαρής προσόδου του ακινήτου. Υπήρξε μια φορολογία που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα διότι ελάχιστοι υπήρξαν εκείνοι που κατείχαν μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία και υπέβαλλαν δηλώσεις. Η δυνατότητα ελέγχου των υποχρέων σε φόρο υπήρξε ανύπαρκτη. Η λειτουργία της φορολογίας αυτής βασίστηκε στη ρήση «Οσοι πιστοί προσέλθετε». Επειτα από πέντε χρόνια με υπουργό Οικονομικών τον Μ. Εβερτ η φορολογία αυτή καταργείται με τον Ν. 1078/1980 με τον οποίο θεσπίστηκε και η απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης όταν αγοράζεται πρώτη κατοικία. Και τα δύο αυτά μέτρα απέβλεπαν στην τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία εθεωρείτο ότι αποτελεί σημαντικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας.

Η φορολογία της ακίνητης περιουσίας επαναφέρεται το 1982 με τον Ν. 1249/1982 επί κυβερνήσεως Α. Παπανδρέου με υπουργό Οικονομικών τον Μ. Δρεττάκη. Με τον νόμο αυτόν εισάγεται και το σύστημα των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων το οποίο προωθείται σε λειτουργία τρία χρόνια μετά την ισχύ του νόμου. Παράλληλα στον πιο πάνω νόμο είχε προβλεφθεί και απογραφή της ακίνητης περιουσίας, ρύθμιση η οποία απεσύρθη με παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού. Από το οικονομικό έτος 1993 με τον Ν. 2065/1993 καταργείται ξανά η φορολογία της ακίνητης περιουσίας με προοπτική να μην επανέλθει διότι από 1.1.1993 με τον Ν. 2130/1993 επιβάλλεται το λεγόμενο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), το οποίο αποτελεί κατά κυριολεξία έσοδο των δήμων και κοινοτήτων. Η φορολογία αυτή ισχύει και σήμερα και τα έσοδά της εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.

Η φορολογία της ακίνητης περιουσίας επαναφέρεται πανηγυρικά το 1997 με τον Ν. 2459/1997 επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη με υπουργό Οικονομικών τον Α. Παπαδόπουλο, ως Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, ταυτόχρονα γίνεται γενική απογραφή των ακινήτων με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής από τους φορολογουμένους του γνωστού εντύπου Ε9. Η νέα φορολογία προέβλεπε προοδευτική κλίμακα με έξι μικρούς συντελεστές φόρου και υψηλά αφορολόγητα ποσά. Και η φορολογία αυτή δεν απέδωσε αξιόλογα έσοδα διότι δεν αξιοποιήθηκαν από τις φοροτεχνικές υπηρεσίες τα στοιχεία του εντύπου Ε9.

Από 1.1.2008 με τον Ν. 3634/ 2008 θεσπίζεται το λεγόμενο Ενιαίο Τέλος Ακινήτων με παράλληλη κατάργηση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Με τον ίδιο νόμο καταργείται ο φόρος κληρονομιών και γονικών παροχών. Χαρακτηριστικά της νέας φορολογίας είναι η έλλειψη προοδευτικότητας στην επιβολή του φόρου, η επέκταση της φορολογικής βάσης, με τη θέσπιση λιγότερων υποκειμενικών απαλλαγών, η καθιέρωση αφορολογήτου μόνο για τις κατοικίες, η μη έκπτωση των βαρών των ακινήτων κ.ο.κ.

Η σημερινή κυβέρνηση τους προσεχείς μήνες θα δώσει για δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου με το οποίο θα επαναφέρει τη φορολογία της Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Ελπίζουμε η νέα φορολογία να είναι δίκαιη και αποτελεσματική, χωρίς λάθη και παραλείψεις.