O ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας των
μπεστ σέλερ, «ο Αργεντινός Ιρβιν Γιάλομ» για ορισμένους, βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου και μας μίλησε για τον έρωτα, την αγάπη, την ψυχανάλυση και τη σημασία τού να είσαι ο Χόρχε Μπουκάι.

Θα τον πούμε και «Αργεντινό Ιρβιν Γιάλομ», αν και τα βιβλία του 60χρονου συγγραφέα των μπεστ-σέλερ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «μάλλον έχουν μικρότερο βάθος» από εκείνα του διάσημου αμερικανού ψυχαναλυτή. Η ταύτιση και η σύγκριση σχετίζονται περισσότερο με τη συγγραφή μυθιστορημάτων και ιστοριών ψυχαναλυτικής πλοκής ή αλλιώς με τη μετατροπή δυσνόητων συγγραμμάτων της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης σε λογοτεχνικό κείμενο, προσιτό σε ένα πολύ πιο ευρύ κοινό. Ενα κοινό το οποίο μπορεί να μην έχει τα εφόδια για να βουτήξει κατευθείαν στα βαθιά. Μπορεί και να μην τα αποκτήσει ποτέ, μπορεί πάλι απλώς να χρειάζεται ένα κείμενο «φιλικό» για να το αφυπνίσει και να το συνοδεύσει ως το κατώφλι του θαυμαστού, απύθμενου και σκοτεινού κόσμου της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Ο Χόρχε Μπουκάι πάντως είναι ένας έξοχος τέτοιος συνοδός, όπως αποδεικνύουν και οι αριθμοί των αντιτύπων που πουλά κατά εκατομμύρια στις χώρες όπου εκδίδονται τα βιβλία του. Οπως είναι και ένας έξυπνος, εύστοχος και παρατηρητικός συνομιλητής, ο οποίος ξέρει να ψυχολογεί αυτόν που έχει απέναντί του και να προλαμβάνει πολλές απορίες του. Διηγείται ιστορίες με μεγάλη άνεση, πρόκειται άλλωστε για έναν άνθρωπο που «κάνει χρήση όλων των βοηθημάτων» που έχει συγκεντρώσει στη ζωή του, όπως, για παράδειγμα, οι σπουδές θεάτρου. Συναντηθήκαμε στα βόρεια προάστια και όχι στο κέντρο, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, λόγω του φόβου για επεισόδια στην επέτειο των «Δεκεμβριανών». Ο λόγος που τον έφερε στην Ελλάδα είναι η έκδοση του πέμπτου βιβλίου του στα ελληνικά «Να βλέπεις στον έρωτα (με τα μάτια ανοιχτά)» και η παρουσίασή του στο Public του Συντάγματος.

«Ερωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες και αγάπη να ερωτεύεσαι τις διαφορές» είναι το επιμύθιο στην τελευταία ιστορία αυτού του πληθωρικού Αργεντινού, που τελικά απομυθοποιεί τον «μύθο» του έρωτα.

Τελικά, ποια είναι η μεγαλύτερη παρανόηση για τον έρωτα;
«Από πού να αρχίσω; Το να συγχέουμε την αγάπη με τον έρωτα. Το να είσαι ερωτευμένος είναι ένα πάθος. Το να αγαπάς σημαίνει να αισθάνεσαι. Το πάθος διαρκεί πολύ λίγο. Είναι πολύ έντονο, αλλά πολύ σύντομο. Τόσο σύντομο που οι συγγραφείς βρίσκονται σε διαφωνία μεταξύ τους για τη διάρκειά του. Από τρία λεπτά ως τρεις μήνες. Αν διαρκέσει περισσότερο, δεν είναι πάθος. Είναι συναίσθημα ή βίτσιο. Μια άλλη παρανόηση είναι ότι η αγάπη είναι κατ’ ανάγκην αιώνια. Είναι εφικτό, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Η αγάπη είναι αιώνια όταν και οι δύο είναι ικανοί να τρέφουν τη φλόγα, διαφορετικά όχι. Ενα άλλο λάθος είναι να πιστεύουμε ότι η πραγματική αγάπη συνδέεται με τη θυσία. Η πραγματική αγάπη δεν σημαίνει ότι πεθαίνεις για τον άλλον, αλλά το ότι ζεις για εκείνον. Και αυτό δεν είναι το ίδιο. Και άλλα πολλά…».

Οι περισσότεροι έχουμε βιώσει αυτά που λέτε, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμένουμε στη σύγχυση. Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη;
«Θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα πάντα θα διαρκούν για πάντα. Επειδή η μονιμότητα μας επιτρέπει να προβλέπουμε. Ο,τι είναι αβέβαιο μας ανησυχεί. Το να σκεφτούμε ότι κάποιος θα πάψει να μας αγαπάει είναι πολύ επώδυνο. Επομένως βάζουμε ένα στοίχημα γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να το κερδίσουμε. Ας πούμε ότι εσύ και εγώ είμαστε ζευγάρι. Και με ρωτάς αν θα σε αγαπώ για πάντα. Αν σου απαντούσα ειλικρινά λέγοντας “σε αγαπώ, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο”, εσύ δεν θα ήθελες να είσαι πια μαζί μου. Αν σου έλεγα “θα σε αγαπώ για όλη μου τη ζωή”, και εγώ και εσύ θα ξέραμε ότι λέω ψέματα αλλά μπορεί να μου χαμογελούσες και να μου έλεγες “και εγώ επίσης”. Ο τρόπος να απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση χωρίς να πεις ψέματα ή να κάνεις τον άλλον να θυμώσει είναι ο εξής: “Σήμερα σε αγαπώ για πάντα. Αύριο δεν ξέρω”».

Ο έρωτας είναι «πάντα ψευδαίσθηση», όπως λέτε στο βιβλίο; Αποκλείεται να είναι κάποιος ερωτευμένος και να βλέπει τον άλλον όπως είναι; «Ιδιότητα του πάθους είναι ότι είναι τυφλό. Είναι πιθανόν να δεις τον άλλον όπως είναι, αλλά αυτό θα είναι σύμπτωση. Οταν είσαι ερωτευμένος το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να είσαι ερωτευμένος. Ξέρω ότι αυτή τη στιγμή κανείς από εμάς εδώ δεν είναι ερωτευμένος. Πώς το ξέρω; Αν ήμασταν ερωτευμένοι, δεν θα ήμασταν εδώ…».

Η αγάπη που περιγράφετε προϋποθέτει την ενδοσκόπηση και την ωρίμανση. Δηλαδή δεν μπορεί να συμβεί όταν είμαστε νέοι και ανώριμοι;
«Η αγάπη είναι πάντα εφικτή. Αυτό που δεν είναι εφικτό είναι να γίνει σχέδιο ζωής. Εξαρτάται και πώς προσδιορίζει κάποιος την αγάπη. Ο ορισμός που εμένα περισσότερο μου αρέσει είναι του θεραπευτή και συγγραφέα Γιόζεφ Τσίνκερ: “Η αγάπη είναι η χαρά για το ότι υπάρχει και μόνο ο άλλος”. Οταν κάποιος είναι ερωτευμένος είναι χαρούμενος επειδή ο άλλος είναι δικός του. Η αγάπη είναι απελευθερωτική. Ξέρετε, ένας αργεντινός θεραπευτής που λέγεται Χόρχε Μπουκάι λέει ότι “η ενήλικη αγάπη είναι η απόφαση να κοπιάσεις για την ελευθερία του άλλου ώστε να επιλέξει να κάνει ό,τι θέλει με τη ζωή του. Ακόμη και αν δεν συμπεριλαμβάνει εσένα σε αυτήν”. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν κάποιος είναι ενήλικος».

Πώς φτάνει κανείς σε αυτό το σημείο; Μέσω της θεραπείας;
«Οχι απαραίτητα. Πιστεύω ότι είναι μια φυσική κατάκτηση. Αν κάποιος μπορεί να βάλει σε δεύτερη μοίρα τον εγωισμό του και δεν θέλει να ελέγχει τον πνευματικό δρόμο του κάθε ανθρώπου, τότε θα συναντηθεί με την αγάπη. Μπορεί να είναι μια φυσική εξέλιξη ή να συμβεί μέσα από θεραπεία».

Πιστεύετε ότι μπορούν να συνεισφέρουν τα βιβλία σας προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς και για την επίλυση άλλων προβλημάτων;
«Μακάρι να μπορούν! Ομως ούτε όλα τα βιβλία μου, ούτε όλη η βιβλιογραφία αυτοβοήθειας, ούτε όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια μπορούν να αντικαταστήσουν έναν θεραπευτή όταν αυτός είναι απαραίτητος. Ενα βιβλίο μπορεί να σε ωθήσει προς τη θεραπεία, όχι να την αντικαταστήσει. Μπορεί να είναι βοήθημα, αλλά δεν λύνει προβλήματα. Οταν πρωτοεμφανίστηκαν τα βιβλία μου στην Αργεντινή οι θεραπευτές θύμωσαν μαζί μου γιατί πίστευαν ότι θα τους πάρω όλους τους ασθενείς. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι θεραπευτές άρχισαν να δέχονται ασθενείς οι οποίοι τους έλεγαν “διάβασα σε ένα βιβλίο ότι χρειάζομαι βοήθεια”».

Γιατί θελήσατε να συμπεριλάβετε τη μυθιστορηματική πλοκή σε αυτό το βιβλίο σας;
«Είναι ένα έργο γραμμένο με τέσσερα χέρια. Ο άνθρωπος που γνωρίζει περισσότερα για τα ζευγάρια είναι η Σίλβια Σαλίνας. Εγώ ποτέ δεν είχα βρει το θάρρος να γράψω για τα ζευγάρια γιατί αισθανόμουν ότι δεν είχα τη γνώση. Επειδή εκείνη μένει στην Αργεντινή, ενώ εγώ στην Ισπανία, ανταλλάσσαμε e-mails με τις απόψεις μας επάνω στο θέμα. Οταν τελειώσαμε με την ανταλλαγή απόψεων, μου φάνηκε ότι το βιβλίο που θα προέκυπτε μπορούσε να απευθυνθεί μόνο σε θεραπευτές και ότι ήταν πολύ δύσκολο για το μέσο αναγνωστικό κοινό να μπορέσει να ακολουθήσει τη συλλογιστική του. Σκεπτόμενος λοιπόν ότι εγώ γνωρίζω το κοινό που με διαβάζει, μου φάνηκε ότι θα ήταν καλύτερα να δώσω σε αυτά τα κείμενα τη μορφή ιστορίας».

Οπως έχει κάνει και ο Ιρβιν Γιάλομ. Πώς σας φαίνεται που σας έχουν συγκρίνει μαζί του;
«Τον γνωρίζω προσωπικά. Εζησε για λίγο στην Αργεντινή και βρεθήκαμε σε κάποιο συνέδριο. Πιστεύω ότι είναι πολύ έξυπνος και είναι πάρα πολλά τα πράγματα που μπορεί να μάθει κανείς από αυτόν. Ξέρω ότι γράφουμε για διαφορετικό κοινό. Αυτός γράφει για ανθρώπους που γνωρίζουν λίγο παραπάνω και εγώ γράφω για ανθρώπους που δεν ξέρω καν τι χρειάζονται για να διαβάσουν τον Γιάλομ. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο Γιάλομ γράφει σχεδόν για όλους. Γράφει επίσης για τους αρχάριους, όπως και άλλοι ψυχοθεραπευτές. Μακάρι να είχα τη σαφήνεια και την ευφυΐα του. Επομένως χαίρομαι πολύ για τη σύγκριση».

Το βιβλίο το έχετε αφιερώσει στον πρωταγωνιστή Ρομπέρτο. Είναι υπαρκτό πρόσωπο; Εχει αυτοβιογραφικά στοιχεία το βιβλίο;
«Το πρόσωπο αυτό δεν υπάρχει. Ηθελα όμως να πιστεύει ο κόσμος ότι όντως υπάρχει. Η ηλεκτρονική διεύθυνση του Ρομπέρτο (rofrago@yahoo.com) που περιλαμβάνεται στο βιβλίο είναι υπαρκτή και έχω λάβει περί τα 10.000 μηνύματα από όλον τον κόσμο, στα οποία του κάνουν ερωτήσεις τύπου “Υπάρχεις;”. Οταν ανοίγω αυτά τα μηνύματα απαντώ: “Εγώ ναι. Εσύ;”. Ως προς τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που αναφέρεις, όταν κάποιος δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας, όπως εγώ, δεν μπορεί παρά να γράφει για τον εαυτό του. Επομένως πάντα γράφω για μένα. Οταν μιλώ και λέω ότι ο πρωταγωνιστής είναι μπερδεμένος, είμαι εγώ».

Είστε ακόμη μπερδεμένος στη ζωή σας;
«Εχω υπάρξει πάρα πολύ, αλλά τελευταία διανύω μια εποχή αρκετά ελεγχόμενη. Δεν ξέρω όμως πόσο θα διαρκέσει. Το να είσαι θεραπευτής δεν σε θεραπεύει ούτε σε εμβολιάζει».

Οι αναγνώστες προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί σας για να σας ζητήσουν συμβουλές;
«Για πολύ καιρό έβαζα στα βιβλία μου το e-mail μου καθώς και τη διεύθυνσή μου. Στο τέλος άρχισαν να φτάνουν 300 e-mails την εβδομάδα και 150 γράμματα στο ταχυδρομικό μου κουτί… Οπότε κάποια στιγμή έπαψα να βάζω τη διεύθυνσή μου και έβαλα ένα μήνυμα στον υπολογιστή όπου έλεγα ότι δεν δέχομαι άλλα μηνύματα. Και παρ’ όλα αυτά ακόμη και σήμερα λαμβάνω γύρω στα 40-50 γράμματα, γιατί βρίσκουν με κάποιον τρόπο τη διεύθυνσή μου. Δεν είναι από κακή πρόθεση, αλλά δεν μπορώ να απαντώ».

Τι ζητούν από εσάς;
«Συμβουλές, απόψεις, χρήματα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει καλή θεραπεία μέσω e-mail, αν και κάποιοι συνάδελφοί μου φαίνεται ότι το πιστεύουν. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να δώσω συμβουλές αν δεν βρίσκομαι απέναντι από το πρόσωπο που θέλει βοήθεια. Ούτε καν πιστεύω ότι ένας θεραπευτής πρέπει να δίνει συμβουλές. Ο άνθρωπος που γράφει στα βιβλία μου είναι ο καλύτερος Χόρχε Μπουκάι που υπάρχει, γιατί γράφω μόνο όταν είμαι καλά. Επειτα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο συγγραφέας είναι και ένας άνθρωπος. Με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του. Είμαι πεπεισμένος ότι πάντα υπάρχει βοήθεια για αυτούς που τη χρειάζονται. Αρκεί να την ψάξουν».

Λέτε ότι δεν δίνετε συμβουλές. Τι κάνετε για να βοηθήσετε τους ασθενείς σας;
«Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Γιατί στην πραγματικότητα η ερώτηση είναι “Πώς βοηθάει η θεραπεία;”. Κάποιος θα μπορούσε να γράψει δέκα βιβλία για αυτό. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω πιο απλά. Ενας νευρωτικός – όπως εμείς, όπως ο κόσμος που διαβάζει αυτό το άρθρο – βρίσκεται σε ένα δωμάτιο και δεν βρίσκει την έξοδο. Υπάρχει μια πόρτα, αλλά βρίσκεται πίσω από έναν τοίχο. Είναι απεγνωσμένος γιατί πιστεύει ότι δεν υπάρχει πόρτα. Στην “ορθόδοξη” ψυχανάλυση ο θεραπευτής θα προσπαθούσε να του δείξει γιατί του συμβαίνει αυτό που του συμβαίνει και πώς οι γονείς τού έμαθαν να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Οι συμπεριφοριστές θα έπαιρναν τον ασθενή από το χέρι μέχρι να τον βγάλουν από το δωμάτιο. Κάποιος μπορεί να δείξει στον ασθενή ότι πρέπει να πάει σε άλλο μέρος, να μετακινηθεί μέχρι να βρεθεί στην κατάλληλη γωνία απ’ όπου θα βλέπει την πόρτα. Για μένα ένας καλός θεραπευτής πρέπει ακριβώς έτσι να εργάζεται. Πρέπει να του δείξει ότι από τη στιγμή που μπήκε μπορεί επίσης και να βγει. Ενα παραμύθι είναι μια παραβολή που λέει: “Εσύ είσαι συμπρωταγωνιστής στην ιστορία. Αν βρεθείς στην πόρτα όπως ο πρωταγωνιστής, θα βρεις και εσύ την πόρτα όπως εκείνος”. Αυτό είναι όλο».

Γιατί χρησιμοποιείτε παραβολές στα βιβλία σας;
«Είμαι εγγονός τεσσάρων παππούδων από τους οποίους οι δύο ήταν Αραβες και οι άλλοι δύο εβραίοι. Εμαθα από πολύ μικρός να χρησιμοποιώ τα παραμύθια ως παράδειγμα. Εμαθα αργότερα, ως θεραπευτής πια, ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτά τα παραμύθια με τους ασθενείς μου. Οταν άρχισα να γράφω, το έκανα για τους ασθενείς μου. Για να τους διηγηθώ ιστορίες που θα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμες. Τα παραμύθια έχουν εξαιρετική γοητεία γιατί δεν απευθύνονται στη διάνοια των ανθρώπων. Το κεφάλι είναι ακριβώς εκεί που βρίσκεται το πρόβλημα. Επομένως αμύνεται. Το παραμύθι απευθύνεται στο συναίσθημα και βοηθάει να χτίσεις μια γέφυρα με τη λογική να ψάξεις την αλήθεια μέσα από την καρδιά. Αν ο ασθενής μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό που του συμβαίνει είναι ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει στον πρωταγωνιστή της ιστορίας, μπορεί να βρει μια νέα λύση στο πρόβλημά του. Μια λύση που το μυαλό έχει αποκλείσει, αλλά η καρδιά του μπορεί να επιλέξει».

Δεν υπάρχει κριτική από συναδέλφους σας ότι απλουστεύετε πολύ τα πράγματα;
«Αλλοι με κριτικάρουν, άλλοι το δέχονται και επιλέγουν να το εφαρμόσουν και οι ίδιοι. Και υπάρχουν και αυτοί που αρχικά ασκούσαν κριτική, αλλά τώρα κάνουν ακριβώς το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, για τους συναδέλφους μου που είναι “ορθόδοξοι” ψυχαναλυτές η τεχνική αυτή είναι κάπως παράξενη. Και ορθώς. Διότι ένας ψυχαναλυτής δεν θα μπορούσε να δουλεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ούτε εγώ θα μπορούσα να δουλεύω ως ψυχαναλυτής. Κάθε θεραπευτής πρέπει να διαλέξει τον τρόπο που του ταιριάζει καλύτερα. Ισως η διαφορά με κάποιους ορθόδοξους ψυχαναλυτές στην Αργεντινή είναι ότι εμένα δεν με ενοχλεί αυτό που κάνουν, αλλά εκείνους τους ενοχλεί αυτό που κάνω».

Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Μα επειδή πουλάω περισσότερα βιβλία απ’ ό,τι εκείνοι…».

Γράφετε βιβλία και ταξιδεύετε διαρκώς. Ασθενείς προλαβαίνετε να βλέπετε;
«Εδώ και πέντε χρόνια η φήμη μου με έχει αναγκάσει να ταξιδεύω πολύ. Δεν άντεχα στην ιδέα να αφήνω τους ασθενείς μου. Γιατί πιστεύω ότι η θεραπεία απαιτεί την έντονη παρουσία του θεραπευτή. Οταν ένας ασθενής έφθανε στο ιατρείο μου, εγώ του έλεγα “αυτό είναι το τηλέφωνό μου, όσο είσαι ασθενής μου μπορείς να μου τηλεφωνείς”. Οταν άρχισα να ταξιδεύω, αυτό ήταν πλέον αδύνατο. Θεώρησα ότι είναι καλύτερο για τους ασθενείς μου να βρουν άλλον θεραπευτή. Ετσι σταμάτησα να δέχομαι ασθενείς, παρ’ ότι από όλα τα επαγγέλματα που έχω κάνει στη ζωή μου – και έχω κάνει πολλά – ήταν αυτό που μου άρεσε περισσότερο. Ο τρόπος με τον οποίο είμαι σήμερα θεραπευτής είναι μέσω της γραφής. Προσπαθώ να βοηθήσω. Γι’ αυτό λέω για τον εαυτό μου ότι είμαι επαγγελματίας βοηθός. Οχι γιατρός, όχι ψυχίατρος, όχι ψυχαναλυτής, όχι συγγραφέας. Επαγγελματίας βοηθός».

Οντως έχετε κάνει πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα, έχετε δουλέψει ως πωλητής, ασφαλιστής, ταξιτζής, έχετε σπουδάσει θέατρο. Τελικά, πώς καταλήξατε στην ψυχιατρική;
«Είχε πάντα ενδιαφέρον για μένα. Η μητέρα μου έλεγε ότι μικρός, όταν έβλεπα μπροστά μου κάποιο παιδί που έπασχε από κάποια αναπηρία, καθόμουν κάτω και έβαζα τα κλάματα. Εκείνη προσπαθούσε να με παρηγορήσει, αλλά εγώ της έλεγα ότι ήταν αδύνατο, ότι ο Θεός ήταν άδικος και ότι δεν μπορούσα να το δεχτώ. Αρχικά λοιπόν ήθελα να γίνω δάσκαλος και ύστερα παιδίατρος για να βοηθήσω αυτά τα παιδιά που με συγκινούσαν τόσο. Οσο σπούδαζα ιατρική αντιλήφθηκα ότι τα παιδιά αρρώσταιναν ακόμη και όταν είχαν αγωγή και τα πρόσεχες και ότι επίσης μερικές φορές πέθαιναν. Κατάλαβα γρήγορα ότι ούτε αυτό θα μπορούσα να το δεχτώ. Ετσι σκέφθηκα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με την παιδική ψυχιατρική. Επρεπε όμως πρώτα να κάνω αυτή των ενηλίκων. Οταν άρχισα να το σπουδάζω μου άρεσε. Και εκεί έμεινα».

Λέτε στο βιβλίο σας ότι κάποιοι ζουν τη ζωή τους σαν σέρφερ και κάποιοι άλλοι σαν οδηγοί του μετρό. Εσείς σε ποια κατηγορία κατατάσσετε τον εαυτό σας;
«Θα μου άρεσε να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν κάποιον που έμαθε να κάνει σερφινγ. Για να πω στον κόσμο ότι αυτό είναι πιο διασκεδαστικό από το να οδηγείς το μετρό. Αλλά αυτή είναι μια μεταφορά, μια παραβολή. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο κόσμος χρειάζεται περισσότερο τους οδηγούς του μετρό απ’ ό,τι τους σέρφερ».

Για ποιον λόγο;
«Διότι ο κόσμος θα μπορούσε να συνεχίσει να προοδεύει χωρίς τους σέρφερ, αλλά όχι χωρίς οδηγούς μετρό. Απλώς ο καθένας θα πρέπει να σερφάρει τη ζωή του».

Εχετε γράψει ότι πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να επαναστατούν. Πώς φθάνει κανείς στο άλλο άκρο, στη βία; Εχετε γράψει, για παράδειγμα, ότι αυτό γίνεται επειδή από κάποιον λείπει η αγάπη και προσπαθεί να προκαλέσει κάποια αντίδραση των άλλων, όπως φόβο…
«Για να κάνεις μια επανάσταση δεν χρειάζεται να σκοτώσεις κάποιον. Η επαναστατικότητα δεν είναι συνώνυμη της βίας. Νομίζω ότι αυτή η εξήγηση της βίας ως συνέπειας της έλλειψης αγάπης ισχύει κυρίως για τους θεραπευτές. Για μένα ένας άνδρας που χτυπάει τη γυναίκα του είναι άρρωστος. Για τη σύζυγό του είναι τέρας. Εγώ θα προσπαθούσα να τον βοηθήσω μέσω της θεραπείας. Εκείνη θα έπρεπε να τον εγκαταλείψει. Μπορούμε να καταλάβουμε τους νέους που είναι βίαιοι, όχι όμως και να δικαιολογήσουμε τη βία. Οπωσδήποτε σημαίνει ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τις αιτίες της. Αλλά υπεκφεύγω. Για να σου απαντήσω, θα σου πω μια ιστορία. Ηταν κάποτε ένας γιατρός. Φεύγοντας από την πόλη όπου έμενε για να πάει σε δουλειά συνάντησε την πανούκλα που έμπαινε στο χωριό. Της λέει: “Πάλι εδώ;”. Και εκείνη απαντά: “Είναι η σειρά μου”. “Πόσους θα πάρεις αυτή τη φορά;”. “Λίγους, 1.200”. Επειτα από δέκα ημέρες, καθώς έφευγε από το χωριό, συνάντησε πάλι την πανούκλα η οποία έφευγε και αυτή. “Μου είπες ψέματα. Είπες 1.200 και πήρες 5.000”. Και εκείνη απάντησε: “Εγώ; Εγώ πήρα 1.200. Τους υπόλοιπους τους σκότωσε ο φόβος”. Ζούμε σε μια εποχή όπου κάποιους θα μας σκοτώσει η κρίση. Αλλά πρέπει να μάθουμε ότι ο φόβος θα σκοτώσει τους υπόλοιπους».

Το βιβλίο «Να βλέπεις στον έρωτα (με τα μάτια ανοιχτά)» του Χόρχε Μπουκάι και της Σίλβια Σαλίνας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opera.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 479, σελ. 28-34, 20/12/2009.