Η πρώτη φορά που ήρθε ο Καμύ στη χώρα μας ήταν τον Αύγουστο του 1939, όταν σχεδίασε να ταξιδέψει με μηχανότρατα παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Ηταν βέβαια 27 ετών και το αίμα του έβραζε, αλλά η ευρωπαϊκή περιπλάνησή του είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, αφού ως Γάλλος της Αλγερίας αισθανόταν παντού «ξένος». Ακόμη και τη μετοίκησή του στο Παρίσι τη θεωρούσε εξορία. Είχε βρει εκεί τον 35χρονο Μαλρό, με το ατίθασο τσουλούφι και το δερμάτινο μπουφάν, και τον 67χρονο Ζιντ, έναν πιο παραδοσιακό άνθρωπο των γραμμάτων, φαλακρό, ευαίσθητο στο κρύο, που κυκλοφορούσε με μια κάπα ριγμένη στους ώμους, αλλά «για έναν Μαλρό στο Παρίσι, και μερικούς πολύ εντάξει τύπους, πόσοι ψευτοκαλλιτέχνες, χαριτολόγοι και ρηχοί στοχαστές»; Θα ξανάπαιρνε τον δρόμο του ως περιπλανώμενος Ιουδαίος, μοιρασμένος ανάμεσα σε έρωτες, πάθη, πόλεις και φιλενάδες. Πάντως όταν ξεκίνησε με τη μηχανότρατα βρισκόταν σε μια επικίνδυνη και δύσκολη καμπή, αποφασιστική για όλα τα υπόλοιπα: το λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και ηθικό τρίπτυχο που τον απασχολούσε έπρεπε να σχηματιστεί, και αυτό θα έβγαινε στο χαρτί. «Είναι ικανός να το κάνει;» διερωτάται ο βιογράφος του Ολιβιέ Τοντ στην κινηματογραφικής απόδοσης βιογραφίαΜια ζωή.

Περισσότερες πληροφορίες για το ταξίδι εκείνο στην Ελλάδα δεν έχουμε, αφού άλλωστε ο Καμύ φρόντιζε να μιλάει ελάχιστα για την προσωπική του ζωή. Οπως μας πληροφορεί τώρα ο βιογράφος του, στο σημείο εκείνο ο συγγραφέας θεωρούσε ότι έκλεινε τον πρώτο κύκλο της δημιουργίας του: «Δεν μπορώ να βγάλω απ΄ το μυαλό μου τονΚαλιγούλα. Πρέπει να είναι επιτυχία. Με το μυθιστόρημά μου και το δοκίμιό μου για το παράλογο, κλείνει ο πρώτος κύκλος αυτού που σήμερα δεν φοβάμαι πλέον να αποκαλέσω “το έργο μου”».

Είχε προλάβει στο μεταξύ να προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα, να αποχωρήσει από αυτό δύο χρόνια μετά την εγγραφή του, να παντρευτεί και να χωρίσει στην Αλγερία. «Αδιαφορώ για την ευτυχία. Αυτό που θέλω είναι το μεγαλείο» είχε ξεκαθαρίσει νωρίς τη θέση του απέναντι στις γυναίκες. Η ίδια περίπου αντίληψη διαπερνούσε και τις πολιτικές του θέσεις: δεν ήταν ενεργό μέλος κάποιου κόμματος αλλά εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για την πολιτική και είχε ενεργό δράση που δεν περιοριζόταν απλώς σε επιστολές και διαμαρτυρίες στον πυρήνα των διανοουμένων. Η λογοτεχνία μπορούσε να τον λυτρώσει από την πολιτική. «Το μόνο πράγμα για το οποίο έχω κάποιες αμφιβολίες είναι κατά πόσον είμαι σε θέση να δώσω υπόσταση στον κόσμο που ζει μέσα μου» ήταν και πάλι η κατάληξη για τον φυματικό Δον Ζουάν, ο οποίος ήξερε να υπερπηδά όλα τα εμπόδια.

Ο Καμύ δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση. Παρ΄ ότι βρισκόταν συχνά υπό ανάρρωση λόγω της ενεργού φυματίωσης που τον ταλάνιζε από νωρίς, εργαζόταν με εντατικό ρυθμό, για την ακρίβεια δούλευε «σαν απελπισμένος». Μπροστά σε ακροατήριο, γινόταν δεινός, εύγλωττος και συναρπαστικός ομιλητής. Μπροστά σε μια γυναίκα, εφάρμοζε «την τεχνική του πιλότου του καταδιωκτικού-βομβαρδιστικού: ορμάει καταπάνω της και συνήθως η επιχείρηση επιτυγχάνει. Μετά φεύγει γρήγορα». Ο δεύτερος γάμος του και τα δίδυμα που ήρθαν το 1945 δεν μετέβαλαν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης διόλου. «Είμαι αποκαμωμένος. Μονίμως καθυστερημένος σε όλα… Για να τα κάνω όλα, μου χρειάζονται τρεις ζωές» είχε πει λίγο προτού αποφασίσει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας το 1955. «Μα έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να λιποτακτήσουμε…».

Το ένδυμα της οδύνης
Ηταν πια 42 χρόνων, το κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οιΚωνσταντίνος Τσάτσος,Ευάγγελος Παπανούτσος, Φαίδων Βεγλερής, Γιώργος Θεοτοκάς, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και στην οποία προέδρευε οΑγγελος Κατακουζηνός .«Υπάρχει μια Ευρώπη αστική, ατομικίστρια, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει “εγώ δεν ψηφίζω…εμείς δεν θέλουμε ούτε ρομαντισμό ούτε υπερβολές,δεν θέλουμε να ζήσουμε στα όρια ούτε να γνωρίσουμε τη διάσπαση”… Πράγματι υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε επίσης μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη:η αλληλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης…»τον άκουσε το εκλεκτό κοινό του να λέει στην Αθήνα στις 28 Απριλίου του 1955. Αυτή η συζήτηση, καταγραμμένη από το μαγνητόφωνο του Ανδρέα Εμπειρίκου, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τίτλοΑλμπέρ Καμύ. Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955(πρόλογος- μετάφραση Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004).

Ο προεδρεύων της συνάντησης Αγγελος Κατακουζηνός ανήκε και αυτός «στην παρέα του Παρισιού». Είχε σπουδάσει Ιατρική στο Μομπελιέ, είχε εκλεγεί καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Λεγεώνας Τιμής, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τη ναρκοαναλυτική μέθοδο και σύντομα απέκτησε διεθνή φήμη και είχε πολλούς πελάτες από το Παρίσι και το Λονδίνο στο ιατρείο του στην Αθήνα, όπως τον Γουίλιαμ Φόκνερ και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ως διάσημος ασθενής και φιλοπερίεργος, ο Αλμπέρ Καμύ δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Μπορούμε να τον φανταστούμε μετά τη διάλεξη στο σπίτι των Κατακουζηνών στη λεωφόρο Αμαλίας 4, με θέα τον Εθνικό Κήπο και την Ακρόπολη, να απολαμβάνει την ατμόσφαιρα, τη θέα, την εκλεκτή παρέα και τη συναρπαστική κουβέντα. Εκεί συγκεντρώνονταν στην κορύφωση της δεκαετίας του ΄60 ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες, που σημάδεψαν με τη σκέψη και το έργο τους τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και πολλοί επιφανείς ευρωπαίοι και αμερικανοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Η επίσκεψη του μεγάλου συγγραφέα στην Αθήνα έδωσε την ευκαιρία στη Λητώ Κατακουζηνού, η οποία είχε πάρει μέρος στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής και ακολούθησε ενεργό λογοτεχνική σταδιοδρομία, να γράψει το βιβλίο Συντροφιά με τον Αλμπέρ Καμύ (Καστανιώτης, 2004) που δείχνει πόσο πολύ αγαπούσε ο συγγραφέας την Ελλάδα. Γι΄ αυτόν, ακόμη και πριν από την αλγερινή εξέγερση, ένας διανοούμενος οφείλει να υποστηρίζει παντού αυτούς που διώκονται από την εξουσία, ανεξάρτητα από το κυρίαρχο ρεύμα και τους κρατούντες τής κάθε εποχής. Ηταν γνωστό το ενδιαφέρον του κατά τα οδυνηρά χρόνια του ελληνικού Εμφυλίου για τις άνευ στοιχείων θανατικές καταδίκες, εκτελέσεις και εκτοπισμούς αριστερών, αλλά και η αλληλεγγύη του στον αντιαποικιακό αγώνα των Κυπρίων το 1955. Και ας μαινόταν ο πόλεμος στην Αλγερία.

Η ανθρώπινη κατάσταση
Δύο χρόνια προτού του αποδοθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957, τρία χρόνια προτού κάνει το τελευταίο μεγάλο ταξίδι του στην Ελλάδα, είχαν ήδη προστεθεί σε όλα τα παραπάνω τα ενοχλητικά παρεπόμενα της δόξας. Τι τον έκανε να αφήσει το Παρίσι τη χρυσή εποχή των καφέ, του «Dome», του «Coupole» και του «Ρalette» στο Μονπαρνάς και να περιπλεύσει για άλλη μία φορά εν έτει 1958 με σκάφος τα ελληνικά νησιά, παρέα με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ και τον ζωγράφο Μάριο Πράσινο; «Η ζωή μου βασίζεται στην ιδέα ότι έχω κάτι να πω και ότι θα απελευθερωθώ απ΄ όλα όταν θα το έχω πει» δήλωνε ξανά. Νέο ταξίδι στο φως και στο περιβάλλον της Ελλάδας που τον συνέπαιρναν. Φαινομενικά όσο εκείνος έγραφε για τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ο Πράσινος τα ζωγράφιζε, ενώ η παλιά φλογερή ερωμένη του, η ηθοποιός Μαρία Καζαρές, τους έκανε συντροφιά. Στην πραγματικότητα όμως ο νους του ήταν για μία ακόμη φορά στην ανθρώπινη κατάσταση. «Εχω χριστιανικές ανησυχίες, αλλά η φύση μου είναι μάλλον παγανιστική» είχε πει. Ενιωθε άνετα με τους Ελληνες, ιδίως με τους προσωκρατικούς, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τον Παρμενίδη. Πίστευε σε ορισμένες αξίες της αρχαιότητας. Ηθελε ίσως να ολοκληρώσει το τελευταίο έργο του «Ο πρώτος άνθρωπος». Στον Ζαν Μεζονσέλ έλεγε: «Εχω γράψει μόλις το ένα τρίτο του έργου μου. Στην πραγματικότητα το αρχίζω με αυτό το βιβλίο».

Θα έκανε μια νέα εκκίνηση από τα νησιά του Αιγαίου; Παρ΄ ότι πολλές φορές ήταν εξαντλημένος και κάτωχρος, ήταν φανερό πως δεν σκόπευε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ξανά και ξανά ομολογούσε την ανάγκη του να ζει έντονα. «Αλλά γιατί να μη δώσω ένα όνομα σε τούτη την επιθυμία που κατακλύζει την καρδιά μου και σε τούτη την ασυγκράτητη ανάγκη να ξαναβρώ την ανυπόμονη καρδιά των είκοσι χρόνων μου. Ξέρω όμως το γιατρικό- θ΄ αγναντεύω για πολλή ώρα τη θάλασσα». Στις 4 Ιανουαρίου 1960 ο Καμύ θα έβρισκε τον θάνατο σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα στο Βιλμπλεβέν της Υόννης στη Γαλλία. «Να χάσεις τη ζωή σου είναι κάτι ασήμαντο και θα είχα το κουράγιο να το κάνω όταν χρειαστεί. Αλλά να βλέπεις να συντρίβεται το νόημα αυτής της ζωής, να εξαφανίζεται η αιτία της ύπαρξής σου, να κάτι που είναι ανυπόφορο. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς μια αιτία». Εκείνος τουλάχιστον έζησε 47 χρόνια με αιτία.