Ο Μάικλ Μουρ είναι μια κινούμενη αντίφαση: ένας υπέρβαρος 55άρης, βγαλμένος θαρρείς κατευθείαν από την Αμερική της υπερκατανάλωσης, ο οποίος τα βάζει με αυτήν ακριβώς την υπερφυσική… φύση της πατρίδας του. Ενας χοντροκομμένος αλλά ιδεολόγος σκηνοθέτης, που τώρα τα βάζει με τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Δεν χρειάζεται παρά μια ματιά στο τρέιλερ της τελευταίας ταινίας του Μάικλ Μουρ, «Καπιταλισμός: Ιστορία ενός έρωτα» («Capitalism: Alovestory») για να καταλάβεις αμέσως το κλίμα της. Αυτή τη φορά ο άσπονδος εχθρός του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ και της αμερικανικής Δεξιάς αναζητεί τα αίτια που οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση και ταυτοχρόνως επιρρίπτει ευθύνες στην αμερικανική Γερουσία που επέτρεψε να τη «σκαπουλάρουν» οι υπεύθυνοι της «μεγαλύτερης ληστείας στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών» – όπως την αποκαλεί. Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι; Οι τράπεζες, οι εταιρείες κολοσσοί, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τα σαΐνια της Γουόλ Στριτ…
Ως συνήθως, ο φακός του Μουρ τρυπώνει σε απίστευτα σημεία, με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να κλέβει με τον γνώριμο λαϊκισμό, το απαράμιλλο θράσος αλλά και το χιούμορ του την παράσταση. Μία εικοσαετία μετά το «RogerandMe» (που αναφερόταν στη σειρά απολύσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία GeneralMotors, ο Μουρ επιστρέφει με ένα θέμα που έχει εξετάσει ξανά στην καριέρα του: την καταστροφική επιρροή της καπιταλιστικής κυριαρχίας πάνω στην καθημερινότητα των αμερικανών πολιτών. Από τη μέση Αμερική ως την πηγή της εξουσίας Ουάσιγκτον και το παγκόσμιο οικονομικό κέντρο Μανχάταν, ο Μουρ θα μας οδηγήσει πάλι σε «ευαίσθητα» μονοπάτια. Ο σκηνοθέτης που τα έβαλε με την οπλοχρησία στις ΗΠΑ («Ακήρυχτος πόλεμος») έγινε σπυρί στα πισινά του Τζορτζ Μπους του νεότερου («Φαρενάιτ 9/11») και εξευτέλισε το υγειονομικό σύστημα της πατρίδας του («Sicko») αναρωτιέται για το τίμημα που πληρώνει η Αμερική για την αγάπη της προς τον καπιταλισμό. Παλαιότερα αυτή η αγάπη έδειχνε να είναι αθώα, σήμερα όμως «το αμερικανικό όνειρο» έχει μετατραπεί σε εφιάλτη, καθώς οι οικογένειες πληρώνουν με τις δουλειές τους, με τα σπίτια τους και με τις οικονομίες τους. Ο Μουρ επισκέπτεται τα σπίτια πολιτών των οποίων η ζωή έχει έρθει πάνω κάτω, ζητεί εξηγήσεις από την κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον και αποκαλύπτει ότι στη χώρα του ονείρου μια πιλότος είναι πια αναγκασμένη να κάνει δεύτερη δουλειά σερβιτόρας ή να αγοράζει τρόφιμα με κουπόνια!
Στην οθόνη ο Μάικλ Μουρ παραμένει ένας υπέρβαρος και ατημέλητος 55άρης που κυκλοφορεί με καπελάκι του μπέιζμπολ και τα πουκάμισα έξω από τα παντελόνια και με ωμές ερωτήσεις προσπαθεί να εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ουσία των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται. Στο τηλέφωνο, μέσω του οποίου επικοινωνήσαμε, ακουγόταν ορεξάτος, ήρεμος και έτοιμος να υποστηρίξει με κάθε τρόπο τις απόψεις του. Σπάει τον πάγο με ένα «όπα!» στα ελληνικά και ξεκινάμε.
Πιστεύετε ότι οι ταινίες σας, τα ντοκυμαντέρ όπως ο «Ακήρυχτος πόλεμος», το «Φαρενάιτ 9/11» και τώρα το «Καπιταλισμός: μια ερωτική ιστορία» έχουν αποτελέσματα στην αμερικανική κοινωνία; Με άλλα λόγια, πιάνουν τόπο οι προσπάθειές σας;
«Κρίνοντας από τα e-mails που δέχομαι σε καθημερινή βάση, βλέπω έναν κόσμο πολύ συγκινημένο αλλά και υποψιασμένο. Με τον “Καπιταλισμό” έχω κάνει περιοδεία σε ολόκληρη την Αμερική και παρακολουθώ τον κόσμο που βγαίνει από τις αίθουσες, κυριολεκτικά με δάκρυα στα μάτια. Ξέρω λοιπόν από πρώτο χέρι ότι το έργο μου επηρεάζει το κοινό μου. Σχετικά τώρα με το αν μια ταινία μου μπορεί να ασκήσει επιρροή και να επιφέρει αλλαγές, πιθανόν να γνωρίζετε ότι εμείς οι Αμερικανοί δεν ανανεωνόμαστε και τόσο εύκολα. Δεν κινούμαστε με γρήγορους ρυθμούς όταν αποφασίζουμε να προβούμε σε αλλαγές. Πάρτε για παράδειγμα τον Μπαράκ Ομπάμα και το πόσο καθυστέρησε να πάρει μια απόφαση για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν».
Πήρε λίγο χρόνο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, θέλετε να πείτε;
«Πήρε πολύ παραπάνω χρόνο απ’ όσο έπρεπε, διότι σε αυτό το σύστημα έχει μάθει να ζει και να σκέφτεται ο αμερικανός πολίτης. Αυτή άλλωστε είναι η νέα ιδέα που θέλησα να περάσω στον αμερικανικό λαό με τον “Καπιταλισμό”: τo καπιταλιστικό σύστημα ίσως τελικά να μην είναι και τόσο καλή ιδέα. Ισως να έχει φτάσει η ώρα της αναθεώρησης, η ώρα να σκεφτούμε κάπως διαφορετικά. Κανείς δεν το είχε σκεφτεί ως τώρα. Από τη στιγμή που ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Αμερική πέρυσι, δεν υπήρξε ούτε ένα τηλεοπτικό σόου που να αναφέρθηκε στο αυτονόητο: ίσως τελικά το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού να μην είναι το σωστό».
Η αλλαγή του συστήματος στο οποίο στηρίζεται η οικονομία μιας χώρας επί χρόνια δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, έτσι δεν είναι;
«Ασφαλώς και δεν είναι. Κάθε αλλαγή είναι δύσκολη. Για φανταστείτε όμως την εποχή των σκλάβων. Ποιος θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι κάποια στιγμή το σύστημα της σκλαβιάς θα σταματούσε; Επί εκατοντάδες χρόνια το σύστημα της σκλαβιάς ήταν τόσο ισχυρό στη χώρα μου, που το να προσπαθούσε κάποιος να το σταματήσει θα ήταν σαν να ήθελε να γκρεμίσει την οικονομία. Η αμερικανική οικονομία στηριζόταν στους σκλάβους. Ο λόγος που αυτή η χώρα έγινε ισχυρή ήταν η σκλαβιά. Γιατί σκλαβιά τι σημαίνει; Τσάμπα εργατικά χέρια. Με άλλα λόγια, η Αμερική μας χτίστηκε στην πλάτη των σκλάβων. Το ίδιο και η οικονομία της. Επομένως, θα συμφωνήσω ότι είναι δύσκολο να αλλάξεις μια κατάσταση, αλλά εδώ δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν υπάρχει άλλη ηθική επιλογή. Πρέπει να γίνει το σωστό».
Σας έχουμε δει σε δύσκολες καταστάσεις στα ντοκυμαντέρ σας. Η σκηνή με τον Τσάρλτον Ιστον στον «Ακήρυχτο πόλεμο» έχει γράψει ιστορία, το ίδιο και κάποιες συνομιλίες σας με εκπροσώπους της γερουσίας στο «Φαρενάιτ 9/11». Υπάρχουν ακραία περιστατικά που αποφασίσατε να μην παρουσιάσετε στις ταινίες σας;
«Μμμ… Θα πρέπει να το σκεφτώ αυτό. Ετσι όπως με ρωτάτε η απάντηση είναι όχι. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιο».
Θεωρείστε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ντοκυμαντερίστες του κόσμου, αν όχι ο πιο αναγνωρίσιμος. Αυτό βοηθά τις έρευνές σας ή σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί εμπόδιο;
«Και τα δύο. Βοηθά όμως περισσότερο, παρά δυσκολεύει. Δυσκολεύομαι να πάρω συνεντεύξεις από εκεί που θέλω, διότι τα διευθύνοντα στελέχη επιχειρήσεων και οι πολιτικοί – που είναι οι βασικοί στόχοι μου – φοβούνται πια να μου μιλήσουν. Ακριβώς όμως επειδή είμαι γνωστός στον κοσμάκη, ο κοσμάκης μού στέλνει πράγματα μόνος του: ιδέες, ντοκουμέντα, ιστορίες. Και έτσι μπορώ να ξέρω ότι, για παράδειγμα, υπάρχουν πιλότοι στην Αμερική που αγοράζουν τρόφιμα με κουπόνια. Γιατί ο πιλότος αυτός θα καθήσει δίπλα μου και θα μου μιλήσει. Και ξέρει ότι θα τον ακούσω. Γιατί όποιος έχει υπόψη του τον κορμό, το σώμα όπως λέμε, της δουλειάς μου τα τελευταία 20 χρόνια ξέρει ότι ενδιαφέρομαι πραγματικά».
Οταν αρχίσατε να γυρίζετε ντοκυμαντέρ πριν από 20 και παραπάνω χρόνια ήταν στόχος σας να αλλάξετε κάποια πράγματα ή αυτό που θέλατε ήταν απλώς να πετύχετε στον συγκεκριμένο χώρο, όπως άλλωστε το καταφέρατε;
«Για να είμαι ειλικρινής, ανέκαθεν μισούσα τα ντοκυμαντέρ, επομένως όταν γύρισα το πρώτο ντοκυμαντέρ μου το γύρισα σαν αντι-ντοκυμαντέρ. Και χωρίς να το ξέρω εκείνη την εποχή, αποφάσισα να ακολουθήσω ένα διαφορετικό στυλ, συγκριτικά με το τι γυριζόταν εκείνη την εποχή. Το κίνητρό μου τότε ήταν αυτό που η GeneralMotors έκανε στη γενέτειρά μου στο Μίσιγκαν. Πρωταρχικός στόχος μου όμως ήταν πάντοτε η ταινία να είναι καλή. Διότι αν μια ταινία δεν είναι καλή, το μήνυμά της δεν θα περάσει ποτέ. Επομένως, αυτό που πάντα με ανησυχεί είναι να κάνω καλά τη δουλειά του σκηνοθέτη. Γιατί σε ό,τι αφορά την πολιτική, βρίσκεται εκ του φυσικού μέσα μου και ξέρω πολύ καλά πώς να τη χειριστώ. Εκεί δεν θα χρειαστώ ποτέ βοήθεια. Ως κινηματογραφιστής όμως έχω μια ευθύνη. Γιατί όταν ζητώ από σένα να ξοδέψεις 10 δολάρια και να πας στην αίθουσα για να δεις κάτι που έχω κάνει, θέλω να είμαι σίγουρος ότι βγαίνοντας από την αίθουσα θα πεις “αυτή ήταν η καλύτερη ταινία που είδα εφέτος”».
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον σκηνοθέτη ντοκυμαντέρ και στον ρεπόρτερ; Πολλές φορές, παρακολουθώντας ταινίες σας, διακρίνουμε τη ματιά ενός ρεπόρτερ.
«Ξέρετε, ποτέ μου δεν τέλειωσα το κολέγιο, άντεξα μόλις μία χρονιά στο τοπικό πανεπιστήμιο. Πάντα όμως με ενδιέφερε η δημοσιογραφία. Είχα ήδη εκδώσει την πρώτη εφημερίδα μου στο δημοτικό ακόμη, όταν ήμουν 10 χρόνων. Την έκλεισε η διεύθυνση του σχολείου. Εβγαλα καινούργια εφημερίδα στα 12 και την έκλεισε επίσης το σχολείο. Και έβγαλα μια τρίτη στα 14, την οποία έκλεισε η Εκκλησία. Συνεπώς, το ενδιαφέρον μου για τη δημοσιογραφία ξεκινά από παλιά. Σήμερα θεωρώ ότι οι ταινίες μου είναι αυτό που θα πρέπει να είναι η δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία θα πρέπει να σταματήσει να κοροϊδεύει τον κόσμο χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την αντικειμενικότητα. Δεν είστε αντικειμενικοί. Είστε άνθρωποι. Εχετε συναισθήματα, ιδέες, σκέψεις και μια μεγάλη ευθύνη: να πείτε την αλήθεια με το να δώσετε τα γεγονότα με σωστό τρόπο. Με άλλα λόγια, πρέπει να πείτε στον κόσμο την ιστορία. Και αυτό κάνω εγώ. Θα ήθελα περισσότεροι να κάνουν αυτό που κάνω εγώ».
Κλείνοντας, θα ήθελα να μάθω αν νιώθετε ποτέ φόβο.
«Θα σας πω μια ιστορία που άκουσα προσφάτως από έναν συγγραφέα που μιλούσε για τη γιαγιά του και το πώς προσπαθούσε να σωθεί από το Ολοκαύτωμα. Πέθαινε της πείνας όταν ένας αγρότης τής πρόσφερε κατάλυμα. Της έδωσαν να φάει χοιρινό. Είχε να φάει μέρες αλλά, καθ’ ότι εβραία, δεν της το επέτρεπε η θρησκεία της. Δεν το έφαγε. Οταν το έμαθε ο εγγονός της, ο συγγραφέας, δεν το πίστευε. “Αρνήθηκες να φας με την πιθανότητα να πεθάνεις; Μα ο στόχος σου ήταν να ζήσεις!” της είπε. Και εκείνη του απάντησε: “Ποιος ο λόγος να ζήσεις αν δεν ζήσεις για αυτό που πιστεύεις;”. Με άλλα λόγια, ναι, φοβάμαι. Πάντα. Δεν θα πιστεύατε πόσο. Αλλά πρέπει να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω παίρνοντας τα ρίσκα μου. Ειδάλλως δεν θα είχε νόημα».
Στην οθόνη πάντως δεν δείχνετε να φοβάστε καθόλου…
«Τότε φαντάζομαι ότι είμαι και καλός ηθοποιός».
Η ταινία «Καπιταλισμός: Ιστορία ενός έρωτα» προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 10 Δεκεμβρίου.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 477, σελ. 30-34, 06/12/2009.