Οι καλές ειδήσεις
Τέτοια Χριστούγεννα φτώχειας, γκρίνιας και κατάρρευσης στο εσωτερικό, κατακραυγής ειρωνειών και απειλών από το εξωτερικό δεν πρέπει να έχουμε ξαναζήσει- ίσως να ήταν έτσι και τα Χριστούγεννα του 1995, τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν βαριά άρρωστος και η χώρα ακυβέρνητη. Τόσο ακυβέρνητη ώστε στις 18 Ιανουαρίου του 1996 το ΠαΣοΚ αναγκάστηκε να εκλέξει νέο πρόεδρο και να μας προσφέρει ως ετεροχρονισμένο γιορτινό δώρο τον Κώστα Σημίτη- και είπαμε τότε «τέλος καλό, όλα καλά».

Ισως να μπορούμε να πούμε σήμερα «καλή αρχή, όλα θα πάνε καλύτεραστο εξής» γιατί αυτή την εποχή της φτώχειας, της μιζέριας και της αβεβαιότητας καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο από την προσφορά υπηκοότητας στα παιδιά των μεταναστών και ψήφου στους γονείς τους δεν θα μπορούσε να μας δώσει η κυβέρνηση- είναι από αυτά τα μέτρα που, όπως είχε πει ο Γιώργος Παπανδρέου, δεν κοστίζουν αλλά μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μας.

Πολλές λεπτομέρειες για το πώς θα εφαρμοστεί αυτή η κυβερνητική πρόθεση και τι ακριβώς συνεπάγονται ως περιορισμοί στην άσκηση αυτού του δικαιώματος από τους μετανάστες οι διάφορες διατάξεις του νομοσχεδίου δεν γνωρίζουμε- και πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή μήπως προστεθούν και άλλες που στην πράξη θα αναιρέσουν την πρόθεση. Γιατί απόφαση για την ίδρυση τζαμιού στην Αθήνα υπάρχει εδώ και 10 τουλάχιστον χρόνια, αλλά δεν έχει εφαρμοστεί.

* Είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτό που έγινε, τόσο σημαντικό ώστε ας αντιμετωπίσουμε ως ενοχλητική παρωνυχίδα την αναπάντεχη παρουσία του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Λιάπη στο υπουργικό συμβούλιο. Ας θεωρήσουμε ότι πήγε εκεί για να συγχαρεί την κυβέρνηση για τον νόμο που ετοιμάζει.

Οι κακές ειδήσεις
Πρέπει άραγε επίσης να χαρούμε που 300 λιμενεργάτες θα πάρουν 60 εκατομμύρια ευρώ αποζημιώσεις για να αποχωρήσουν ειρηνικά από τη δουλειά τους ως αχρείαστοι, δηλαδή κατά μέσο όρο 200.000 ευρώ ο καθένας, και να παραβλέψουμε ότι το Ταμείο Προνοίας των δημοσίων υπαλλήλων χρεοκόπησε και δεν έχει να καταβάλει σε όσους συνταξιοδοτούνται τις 50.000 ευρώ που, κατά μέσο όρο, δικαιούνται ως εφάπαξ;

Αν είμαστε υπέρ της διευθέτησης των κοινωνικών σχέσεων μέσω συγκρούσεων, τότε πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι· γιατί οι λιμενεργάτες έκλεισαν το λιμάνι για εβδομάδες ώσπου να καταφέρουν να κερδίσουν τις 200.000 ευρώ- οπότε οι συνταξιούχοι του Δημοσίου θα πρέπει να βρουν κάτι να κλείσουν και αυτοί για να πάρουν τις 50.000 τους. Τους δρόμους της Αθήνας, π.χ., που είναι διαθέσιμοι οποιαδήποτε στιγμή για αγωνιστικές εκδηλώσεις- την εθνική οδό πρόλαβαν και την έκλεισαν οι κατολισθήσεις στα Τέμπη, κάτι θα διεκδικούν οι θεοί του Ολύμπου, να συμμετέχει και δικός τους εκπρόσωπος στα υπουργικά συμβούλια· ίσως.

Οπότε, πάρε ο δυνατός, πάρε ακόμη περισσότερα ο δυνατότερος, κλείσε ο ένας τον δρόμο, σπάσε τις βιτρίνες ο άλλος, αναρωτιέμαι τι θα μείνει για τους πιο αδύνατους στο τέλος- αν οι πιο αδύνατοι καταφέρουν να επιβιώσουν μέσα σε τόσες συγκρούσεις.

* Τι θα μείνει, ας πούμε, για τον Γεώργιο Αλογοσκούφη που είναι πλέον απλός καθηγητής πανεπιστημίου και ίσως να μην μπορεί ούτε εφάπαξ να πάρει όταν έρθει η ώρα της συνταξιοδότησής του; Δεν θα είναι αδικία να καταλήξει ικέτης 50.000 ευρώ ο άνθρωπος που όταν κατακρίνουν την οικονομική πολιτική του οι νέοι αυθέντες της ΝΔ απαντά ότι «η ήπια προσαρμογή ήταν κεντρική κυβερνητική επιλογή, με την έγκριση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, η οποία δικαιώθηκε στις εκλογές του 2007» όπως διάβασα προχθές στο «Βήμα»; Ητοι, τα πεπραγμένα του ήσαν σωστά γιατί χάρη σε αυτά κερδήθηκαν οι εκλογές του 2007- αν οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία, αν στερούν από τους συνταξιούχους το εφάπαξ, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Τέτοιοι μάς κυβερνούσαν: τους ενδιέφερε μόνο η νίκη, όχι η διακυβέρνηση, 100 φορές το είχα γράψει, ημερολόγιό μου, τώρα το παραδέχονται και οι ίδιοι. Εντάξει, δεν είμαστε άριστοι ως πολίτες οι Ελληνες, αλλά μου φαίνεται μας άξιζε κάπως καλύτερη τύχη.

Σε πρεμιέρα του Μεγάρου
Τετάρτη πρωί, έβαλα το καλό μου λευκό μεταξωτό πουκάμισο, ξεσκόνισα το μπλε σκούρο σχεδόν μαύρο trois pieces κοστούμι μου, διάλεξα τα ελαφριά αλλά σοβαρά μαύρα μοκασίνια μου με δερμάτινη σόλα, προβληματίστηκα με τη γραβάτα: να βάλω την αγαπημένη μου κόκκινη με τα μπλε πουά ή τη σχεδόν μαύρη που μου χάρισε ο Σήφης στη γιορτή μου; Αποφάσισα να βάλω την κόκκινη, και ας μην ταίριαζε για κηδεία.

Ντύθηκα δηλαδή σαν να πήγαινα σε πρεμιέρα του Μεγάρου Μουσικής – τίποτα λιγότερο δεν μου επιτρεπόταν να κάνω για την κηδεία του Χρήστου Λαμπράκη, του ανθρώπου που κατηγορήθηκε όσο λίγοι για όσα έκανε, ακόμη και για το Μέγαρο, και πολύ περισσότερο για όσα υποτίθεται ότι έκανε.

* Στις συνωμοσιολογικές αναλύσεις των λαϊκών καφενείων, των μεγαλοαστικών σαλονιών και των κομματικών ή δημοσιογραφικών γραφείων ο Χρήστος Λαμπράκης είχε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο: από το 1957 ήταν σκοτεινός king maker, faiseur de rois, ο άνθρωπος που από τα παρασκήνια κινούσε νήματα της πολιτικής και οικονομικής ζωής, η ενσάρκωση της «διαπλοκής» , των «εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας» που επικαλούνταν ως πηγή των δεινών τους όλοι οι πολιτικοί όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα: ο λαός (κομματικό ή εθνικό ακροατήριο) τους αγαπούσε και τους ήθελε διότι ήσαν άξιοι ηγέτες, για τα περί του αντιθέτου λεγόμενα και για τις αποτυχίες τους ευθυνόταν ο Χρήστος Λαμπράκης, παρέα με τον Σταύρο Ψυχάρη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Είμαι σίγουρος ότι του άρεσε του Χρήστου Λαμπράκη αυτή η ερμηνεία της ιστορίας και της προσωπικότητάς του: οι εφημερίδες, πώς να το κάνουμε, μπορεί να είναι δίαυλοι ενημέρωσης αλλά είναι και για καβγάδες, για να υπερασπιστούν ή να πολεμήσουν πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα, είναι χώρος συγκρουσιακός, δεν ασχολούνται παρά δευτερευόντως με την απόλαυση, τη χαρά της ζωής, την ομορφιά, τη γνώση, έννοιες που τις είχε ψηλά στην αξιολογική του κλίμακα ο πρόεδρος του ΔΟΛ. Ο Λαμπράκης δηλαδή ήταν ηγέτης, πολεμιστής, κατάλαβα αυτές τις ημέρες διαβάζοντας όσα έγραψαν για αυτόν άμεσοι συνεργάτες του- και αρέσει στους ηγέτες να τους φοβούνται οι αντίπαλοι και να τους σέβονται οι φίλοι· αλλά δεν ήταν, μου φαίνεται, από τους ηγέτες που αγαπούσαν τα παιχνίδια εξουσίας για τη νίκη και μόνο, όπως ο Κώστας Καραμανλής που προαναφέραμε: ο Λαμπράκης ήθελε να έχει εξουσία για να πετυχαίνει στόχους, και ένας από αυτούς, ο κορυφαίος μάλλον, ήταν το Μέγαρο Μουσικής.

Ξανά η βία
Μου φαίνεται, ημερολόγιό μου, πως ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν εκδότης και καβγάδιζε μέσα από τις εφημερίδες του για να υπηρετήσει την απόλαυση- τη συλλογική απόλαυση που θα έκανε την Αθήνα ομορφότερη και τους κατοίκους της καλύτερους και ευτυχέστερους, με τον ιδιοτελή στόχο να περνά και αυτός καλά, γιατί όταν οι συμπολίτες σου είναι καλλιεργημένοι και γνωστικοί μπορείς και εσύ να απολαύσεις τη δική σου καλλιέργεια και γνώση, αλλιώς είσαι μόνιμα περιθωριακός και δακτυλοδεικτούμενος ως εστέτ ή παραδοξολόγος.

* Μπήκα, λοιπόν, στο τρόλεϊ Κυψέλη – Παγκράτι με το καλό μου κοστούμι, την αγαπημένη μου μεταξωτή γραβάτα, το μεταξωτό λευκό πουκάμισο, χρυσά μανικετόκουμπα, με καμπαρντίνα και κασκόλ σαν αυτά του Αristide Βruand στην αφίσα του Τουλούζ Λοτρέκ- σαν να πήγαινα σε πρεμιέρα του Μεγάρου· του το χρωστούσα του Χρήστου Λαμπράκη αυτό, για τις υπέροχες στιγμές που είχα περάσει εκεί μέσα.

Αλλά δεν έφθασα ποτέ στο Α΄ Νεκροταφείο: η Σταδίου ήταν κλειστή, κάποιοι είχαν τηλεφωνήσει πως στο Πταισματοδικείο είχε τοποθετηθεί βόμβα, μας κατέβασαν κάτω στην Ομόνοια, δεν υπήρχε τρόπος να φθάσω.

* Περπάτησα πίσω σπίτι μου· τα καλά μου ρούχα, που θα ένιωθαν ευτυχισμένα στην ηρεμία του Μεγάρου και του νεκροταφείου, φορτώθηκαν όλη την ασχήμια των δρόμων, των πεζοδρομίων, των καυσαερίων, των κορναρισμάτων· και θυμήθηκα την αντίστοιχη ασχήμια που είχα φορτωθεί όταν πήγαινα στην κηδεία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη.

Η ολυμπιακή- σημιτική εξημέρωση της Αθήνας εξατμίστηκε στις καραμανλικές ημέρες, η πόλη έχει γίνει πιο βίαιη, επιθετικότερη, χρειάζονται πολλοί Λαμπράκηδες, πολλά Μέγαρα, πολλοί Παπαγιαννάκηδες ακόμη. Αλλά, ημερολόγιό μου, θα προκάνουμε να τους αποκτήσουμε ή θα θαφτούμε κάτω από τα συντρίμμια της πόλης;

Diodorus@tovima.gr

Για τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη εκφράζω στους συντάκτες του «Βήματος» τα ειλικρινή συλλυπητήριά μου.
Γ.Κ. @otenet.gr *****
Διόδωρε, από 1ης Ιανουαρίου μάζευε όλες τις αποδείξεις για καθετί που πληρώνεις έτσι ώστε να μειώσεις το φορολογητέο εισόδημά σου και να βοηθήσεις το κράτος να εισπράξει περισσότερο ΦΠΑ. Πρέπει να βρεις υδραυλικό που να έρθει να φτιάξει το καζανάκι και να κόψει απόδειξη. Αυτός που θα σου αλλάξει το τζάμι πρέπει επίσης να κόψει απόδειξη. Πρέπει να ζητήσεις απόδειξη από τον γιατρό- έλα, μην ντρέπεσαι, εδώ κι αν θέλει θάρρος… Και θα πληρώσεις πολύ περισσότερα- σε θαυμάζω, Διόδωρε, που είσαι τόσο τίμιος και μπορείς να σκέφτεσαι τα δημοσιονομικά την ώρα που είσαι άρρωστος.

Πρέπει να ζητήσεις αποδείξεις για τα 5 ευρώ που καθημερινά ξοδεύουν τα παιδιά σου στο κυλικείο, για όσα κάθε τρεις και λίγο πληρώνεις για εκδρομές, επισκέψεις σε θέατρα κτλ. με το σχολείο. Πρέπει να σου εξηγήσει ο κ. υπουργός ποιος θα σου δώσει αποδείξεις για τα 30 ευρώ στη λαϊκή- πώς θα πάρεις απόδειξη για το λάδι της χρονιάς, τα ξύλα και το τυρί που αγοράζεις στο χωριό, θα μου το πεις κι εμένα;

Πρέπει να ζεις συνεχώς με το δίλημμα:«Να ζητήσω απόδειξη ή να πληρώσω λιγότερα, όπως μου προτείνει ο κουρέας, ο μαγαζάτορας, ο οδοντίατρος;». Αν η δουλειά του υπουργού είναι να αυξάνει τον φόρο στα τσιγάρα, τον συντελεστή φορολόγησης σε αυτούς που δεν κλέβουν και να με κάνει εμένα εφοριακό, τότε ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι υπουργός Οικονομικών. Για τα δύσκολα τους χρειαζόμαστε τους υπουργούς…
Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης @hotmail.com *****
«Επέλεξα να δώσω μια ευκαιρία σε έναν νέο άνθρωπο με ικανότητες, εντιμότητα και ευαισθησία» δήλωσε ο κ. Χρυσοχοΐδης. Και υιό Εισαγγελέως και στερούμενο πτυχίου θα συμπλήρωνα εγώ και θα ρωτούσα: Σε κάποιον άλλον νέο με τα ίδια χαρακτηριστικά, πλην όμως πτυχιούχο, θα δίνατε την ίδια ευκαιρία, κύριε υπουργέ (ακόμη και αν δεν ετύγχανε υιός Εισαγγελέως);
Δημήτριος Τσεχίας