Καθώς η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν, έστω και αν σημαντικοί κίνδυνοι παραμένουν, στην Ελλάδα η ύφεση θα συνεχιστεί το 2010. Σ΄ αυτό συμφωνούν οι προβλέψεις τόσο των ελληνικών φορέων όσο και των διεθνών οργανισμών.
Ταυτόχρονα, η χώρα μας έχει γίνει αντικείμενο μιας αρνητικής διεθνούς δημοσιότητας. Ο λόγος είναι ότι η κρίση ανέδειξε τις χρόνιες μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, κορυφαία εκδήλωση των οποίων είναι τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα και χρέη. Επιπλέον, η χωρίς προηγούμενο απόκλιση της εξέλιξης των δημοσιονομικών μεγεθών στη διάρκεια του 2009 τόσο από τους αρχικούς στόχους όσο και από τις επίσημες προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί μόλις λίγες εβδομάδες ή λίγους μήνες νωρίτερα επέτεινε δραματικά ένα προϋπάρχον πρόβλημα αξιοπιστίας της χώρας. Η κατάσταση αυτή αντανακλάται βεβαίως στη στάση των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην κλιμάκωση της «διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος» στην οποία έχει υπαχθεί η Ελλάδα. Αντανακλάται επίσης, σε καθημερινή βάση, στις αντιδράσεις των αγορών, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και εμμέσως το κόστος δανεισμού των τραπεζών και του υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα- επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε;
Ε ίναι κοινώς αποδεκτό ότι όσες χώρες χαρακτηρίζονται από «δίδυμα» ελλείμματα και χρέη αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο να είναι πολύ δυσχερέστερη και πιο αργή η έξοδος από την κρίση και να υπάρξει έτσι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Γι΄ αυτό επείγει η εφαρμογή ενός συγκροτημένου μεσοπρόθεσμου σχεδίου, βασικός άξονας του οποίου πρέπει να είναι: «φρένο στα ελλείμματα- επιτάχυνση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να έχει στόχο από το 2010 τη σημαντική μείωση του «διαρθρωτικού» δημοσιονομικού ελλείμματος, και μάλιστα με εντονότερο ρυθμό τη διετία 2010-2011, ώστε να υπάρξει αισθητή και γρήγορη βελτίωση και να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα. Επιπλέον, χρειάζεται να επιτευχθούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για να μειωθεί ουσιαστικά το δημόσιο χρέος σε λογικό βάθος χρόνου. Οπως κατά προσέγγιση έχει υπολογιστεί, αν επιτευχθεί εξάλειψη της σπατάλης και της φοροδιαφυγής σταδιακά εντός 10 ετών, το δημοσιονομικό όφελος θα μπορούσε να είναι της τάξεως των 3- 5 δισ. ευρώ ή 1,2%- 2,2% του ΑΕΠ ετησίως.
Σ ύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται κυρίως στον περιορισμό και εξορθολογισμό των δαπανών είναι πιο αποτελεσματική και βιώσιμη. Στην Ελλάδα η διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν επομένως σκόπιμο να προέρχεται μεσοπρόθεσμα περίπου κατά τα δύο τρίτα από την πλευρά των δαπανών και κατά το ένα τρίτο από την πλευρά των εσόδων. Φυσικά, σήμερα, που ξεκινάμε από μια κατάσταση εκτεταμένης φοροδιαφυγής, η συμβολή της πλευράς των εσόδων, μέσω της μείωσης της φοροδιαφυγής, μπορεί και πρέπει να είναι μεγαλύτερη. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται και η αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών υπέρ των κατηγοριών εκείνων που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη. Είναι θετικό ότι αρχίζει πλέον να γίνεται και ευρύτερα αποδεκτό ότι το ελληνικό κράτος είναι ανορθολογικά οργανωμένο και υπερτροφικό, ότι η τερατώδης γραφειοκρατία υποθάλπει τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τη διαφθορά και την αδιαφάνεια, ενώ συντελεί στη σπατάλη των περιορισμένων δημόσιων πόρων, θέτοντας εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και υποβαθμίζοντας τις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι να σπαταλώνται πόροι (σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικά διατιθέμενων), χωρίς να προσφέρονται προς τους πολίτες αντίστοιχες υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα σωρεύονται τεράστια ελλείμματα και χρέη.
Ακόμη, πρέπει να αξιοποιηθεί η διαδικασία που έχει ήδη τεθεί σε κίνηση από την κυβέρνηση, ώστε η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος να προχωρήσει με τολμηρά βήματα, καθώς μακροπρόθεσμα οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού αποτελούν οξύτατο πρόβλημα.
Ε ίναι αυτονόητο ότι οι προσανατολισμοί πολιτικής, όπως αυτοί που ενδεικτικά ανέφερα, πρέπει να συνοδευθούν από ενέργειες για την άμεση αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας- αρχίζοντας φυσικά από τον τομέα των στατιστικών στοιχείων. Οι μέχρι στιγμής εξαγγελίες της κυβέρνησης, λ.χ. για τη δημιουργία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (που θα διαδεχθεί την ΕΣΥΕ) ή για ζητήματα διαφάνειας στον δημόσιο τομέα, ασφαλώς αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.