Η ιστορία του Κυπριακού αποτελεί, με την ιδιότυπη εξαίρεση των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ένα σπανιότατο παράδειγμα για το πώς η δικτατορία μιας χώρας μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην καταστροφή μιας άλλης. Γι΄ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη εικόνα τού τι άφησαν πίσω τους οι απριλιανοί συνταγματάρχες αν η έρευνα δεν επεκταθεί και στην Κύπρο. Ερευνα που αποδίδει όλο και περισσότερους καρπούς τα τελευταία χρόνια, όπως εκείνους στο νέο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη. Ενα βιβλίο που, όπως άλλωστε υπονοεί και ο τίτλος του, θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο πολιτικού θρίλερ που θα έκοβε την ανάσα. Μα που δυστυχώς πραγματεύεται γεγονότα τα οποία άλλαξαν δραματικά την πορεία της κυπριακής και της ελληνικής Ιστορίας.

Το βιβλίο του Δρουσιώτη δεν αφορά το πιο γνωστό τραγικό σκέλος του τι σήμαινε η χούντα για την Κύπρο από το 1973 και μετά, αλλά το πώς φτάσαμε μέχρι εκεί, ή τουλάχιστον ένα καθοριστικό κομμάτι από αυτό το «πώς»: τις σχέσεις της Λευκωσίας με τη χούντα κατά την πρώτη περίοδό της, από το 1967 ως το 1970. Είναι ένα βιβλίο συναρπαστικό, αλλά και ιδιαίτερα «δύσπεπτο» ψυχολογικά. Μα απαραίτητο, καθώς ανατέμνει βήμα βήμα τη στάση και τις ευθύνες της Αθήνας και της Λευκωσίας σε μια περίοδο καθοριστικής σημασίας για την τελική διαμόρφωση του προβλήματος. Ευθύνες που ξεκινούν άλλωστε πριν από τα χρόνια της χούντας. Μέσα από την ανατομία των σχέσεων των δύο κυβερνήσεων το βιβλίο ουσιαστικά επιχειρεί να επανατοποθετήσει το Κυπριακό μέσα από μια άλλη, πιο σύνθετη οπτική γωνία: ως δυνητικό πρόβλημα μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Σοβιετικής Ενωσης λόγω της φιλικής προς τη Μόσχα στάσης του Μακαρίου στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου- άλλωστε ο Μακάριος μετά την υπογραφή των ιδρυτικών συμφωνιών της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε απορρίψει τις έντονες παραινέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή να υποβάλει η Κύπρος αμέσως υποψηφιότητα για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Οι δύο φάσεις
Ανάμεσα στους ανθρώπους της δικτατορίας δεν είναι λίγοι εκείνοι που δημόσια έχουν επιχειρήσει να τη «χωρίσουν» σε δύο «φάσεις» ως προς το Κυπριακό, υποστηρίζοντας ότι η άνοδος του Ιωαννίδη στην εξουσία αποτελεί περίοδο διαφορετική από εκείνη του Παπαδόπουλου, επιχειρώντας έτσι να αποποιηθούν τις ευθύνες για την καταστροφή του καλοκαιριού του ΄74. Ομως, πριν από το ΄74, είχε υπάρξει η αποχώρηση της περίφημης ελληνικής «Μεραρχίας» κάτω από πίεση του Σάιρους Βανς στον Παπαδόπουλο. Το γιατί, ερμηνεύεται τώρα πληρέστερα, καθώς κατά τον Δρουσιώτη και τις πηγές του η «Μεραρχία» δεν είχε φτάσει το 1964 στο νησί ούτε μυστικά ούτε για να αντιπαρατεθεί δυνητικά στον τουρκικό στρατό:«Στην πραγματικότητα ο ελληνικός στρατός στάλθηκε με τη συγκατάβαση των ΗΠΑ και την ανοχή της Τουρκίας για να είναι η εγγύηση του ΝΑΤΟ στα ανοίγματα του Μακαρίου προς τη Σοβιετική Ενωση.Για τον ίδιο λόγο έφτασε στην Κύπρο και ο Γεώργιος Γρίβας,ο οποίος ανέλαβε εξουσίες στρατιωτικού διοικητή της Κύπρου».Και ο συγγραφέας πάει ένα βήμα πιο πέρα: «Μια πιο βαθιά ανάλυση των δεδομένων τείνει να αποδείξει ότι η άφιξη και όχι η απόσυρση της μεραρχίας ήταν το μοιραίο σφάλμα της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό»…

Το 1963 τέθηκε συνταγματικό θέμα. Το 1964 τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό και τουρκοκύπριοι πολίτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Τον Μάρτιο του 1964 ανταλλάχθηκαν σκληρές επιστολές μεταξύ του αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κιουτσούκ και του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, με τις οποίες ο δεύτερος ζητούσε από τον πρώτο να επανέλθουν οι τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι στις θέσεις τους και οι κάτοικοι στα χωριά τους. Ο Κιουτσούκ αρνήθηκε, ενώ«η ελληνοκυπριακή ηγεσία όχι μόνο δεν προσπάθησε να τους συγκρατήσει,αλλά τους εξωθούσε στην απομόνωση και εφάρμοσε πολιτική οικονομικού αποκλεισμού των τουρκοκυπριακών θυλάκων… Η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία μετέτρεψε το μεικτό δικοινοτικό κράτος σε αμιγώς ελληνικό και επανέφερε τον στόχο της ένωσης με την Ελλάδα».

Τουρκική εισβολή
Την ίδια χρονιά, και ενώ οι Τούρκοι είχαν εν τω μεταξύ βομβαρδίσει θέσεις στην Κύπρο, απετράπη σχεδόν την τελευταία στιγμή μια τουρκική εισβολή στο νησί έπειτα και από καθοριστικής σημασίας παρέμβαση του αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής Ιακώβου στον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο Τζόνσον. Και τον Μάιο του 1965 η Ελλάδα και η Τουρκία επιχειρούν διάλογο στο περιθώριο της εαρινής υπουργικής σύσκεψης του ΝΑΤΟ με τις συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου και Χασάν Εσάτ Ισίκ. Η πολιτική/ πολιτειακή κρίση που ξεσπά στην Αθήνα καθιστά αδύνατη την ουσιαστική συνέχιση εκείνων των συνομιλιών.

Εν τω μεταξύ στην Κύπρο η σύγκρουση Μακαρίου- Γρίβα για το ποιος έχει τον έλεγχο της στρατιωτικής ισχύος κορυφώνεται: «Το λεγόμενο “στρατιωτικό ζήτημα” εξελίχθηκε σε βαθμιαία ελλαδοκυπριακή κρίση με αντανακλάσεις στην ίδια την κυπριακή κοινωνία που είχε αρχίσει να αποστρέφεται τον ελληνικό στρατό στην Κύπρο λόγω και των επεμβάσεών του στην εσωτερική πολιτική ζωή και την ενίοτε αλαζονική προς την κοινωνία συμπεριφορά των εξ Ελλάδος αξιωματικών».

Η εξιστόρηση των όσων ακολούθησαν είναι εντυπωσιακή, μα και πικρή ταυτόχρονα, ώσπου φτάνει στην 21η Απριλίου 1967:«Στην Κύπροο μόνος που είχε επαφή και γνώριζε προσωπικά τους ηγέτες της χούντας ήταν ο(σ.σ.: υπουργός Εσωτερικών και Αμυνας του Μακαρίου) Πολύκαρπος Γιωρκάτζης.Οταν έγινε γνωστό ότι ο Παπαδόπουλος ήταν ο αρχηγός της χούντας,ο Γιωρκάτζης φρόντισε και μοίρασε τη φωτογραφία του για δημοσίευση στον Τύπο.Ο Γιωρκάτζης γνώρισε τον Παπαδόπουλο αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.Τότε ο Παπαδόπουλος υπηρετούσε στην ελληνική ΚΥΠ και επισκέφθηκε ινκόγκνιτο την Κύπρο για να βοηθήσει τον Γιωρκάτζη στην ίδρυση και οργάνωση της κυπριακής ΚΥΠ».

Ο σάκος με τα εκρηκτικά
Ακόμα πιο πικρή είναι η αναλυτική εξιστόρηση για τα όσα συνέβησαν από την 21η Απριλίου ως τα γεγονότα της Κοφίνου στα τέλη του 1967. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που καταθέτει ο Δρουσιώτης (ανάμεσα στις πηγές του βρίσκεται και υλικό που βλέπει για πρώτη φορά το φως, από το προσωπικό αρχείο του τέως διευθυντή της ΚΥΠ Γεωργίου Τομπάζου), αυτοί οι πρώτοι μήνες της συνύπαρξης χούντας- Μακαρίου υπήρξαν τραγικά καθοριστικοί για το μέλλον. Εξίσου καθοριστικό υπήρξε όμως ένα άλλο γεγονός: το μυθιστορηματικό πέρασμα του Αλέκου Παναγούλη από την Κύπρο και, κυρίως, η γνωριμία του με τον Γιωρκάτζη. Ο Δρουσιώτης είναι εξαντλητικός και εδώ: η «διπλή σχέση» του Γιωρκάτζη με τον Παπαδόπουλο, από τη μία, και με τον άνθρωπο που έβαλε στόχο να τον σκοτώσει, από την άλλη, ανατέμνεται συγκλονιστικά:«Ο Γιωρκάτζης θα έστελνε στην Αθήνα, μέσω του διπλωματικού σάκου της κυπριακής πρεσβείας,τα εκρηκτικά,τις προκηρύξεις και χρήματα…Ο Παναγούλης κατασκεύασε μια νάρκη με ηλεκτρικό πυροκροτητή με βάση τις οδηγίες που του έδωσαν στην Κύπρο οι άνθρωποι του Γιωρκάτζη».Σε συνάντησή του με τον Μακάριο στην Αθήνα, λίγο καιρό μετά την απόπειρα, ο Παπαδόπουλος είπε στον πρόεδρο και αρχιεπίσκοπο της Κύπρου για τον υπουργό Εσωτερικών του:«Ερχόταν και με συναντούσε εμένα και μετά πήγαινε και τα έλεγε όλα στον Παναγούλη»…

Λίγο μετά ο Γιωρκάτζης φεύγει από την κυβέρνηση και τον Μάρτιο του 1970 δολοφονείται. Μέρες πριν, είχε γίνει η απόπειρα του Εθνικού Μετώπου κατά Μακαρίου, της οποίας εγκέφαλος θεωρήθηκε ο Γιωρκάτζης. Κατά τον Δρουσιώτη, «οι δραματικές εξελίξεις του 1974 ήταν κατά κάποιον τρόπο εξ αναβολής,καθώς θα μπορούσαν να είχαν συμβεί από το 1970 εάν πετύχαινε η δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου.Η ΕΟΚΑ Β Δ που ιδρύθηκε το 1971 και προετοίμασε το κλίμα για το πραξικόπημα του 1974 ήταν η συνέχεια του αποτυχημένου εγχειρήματος του Εθνικού Μετώπου».

Συμβαίνει σπάνια, αλλά να που συμβαίνει: να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο όπου καταγράφονται και εν πολλοίς τεκμηριώνονται τα γεγονότα πίσω και «πλάι» από την «επίσημη» Ιστορία. Και τελικά, αφού πάρει ως αναγνώστης αυτά που είχε να πάρει, ακριβώς γι΄ αυτό να σκέφτεται ότι ίσως να ήταν καλύτερα να μην το είχε διαβάσει.