Αν βρίσκονταν κάποια στιγμή όλα τα αριστουργήματα της τέχνης που έχουν κλαπεί στη διάρκεια των αιώνων και συγκεντρώνονταν σε ένα «Ανάκτορο των κλεμμένων έργων τέχνης», θα ήταν το πιο πλούσιο μουσείο του κόσμου. Δεκάδες πίνακες των Πικάσο, Ρενουάρ, Ρέμπραντ, Τισιανού, άλλοι τόσοι των Μονέ, Ματίς, Γουόρχολ, ανεκτίμητα έργα πριμιτίβ από ιταλούς καλλιτέχνες και όλοι οι μεγάλοι φλαμανδοί ζωγράφοι με τον Βερμέερ επικεφαλής θα κοσμούσαν τις αίθουσές του. Δεκάδες χιλιάδες πίνακες, αλλά και γλυπτά, έπιπλα, αντικείμενα τέχνης, κομμάτια ωρολογοποιίας, μινιατούρες… θα έπιαναν τους τοίχους από κάτω ως το ταβάνι, τοποθετημένα πυκνά δίπλα δίπλα, όμοια με κομμάτια ενός ακανόνιστου παζλ, με το ιστορικό της απίστευτης κλοπής του καθενός σε επίχρυση πλακέτα στο κάτω μέρος του πίνακα και με το όνομα του κλέφτη δίπλα σε αυτό του καλλιτέχνη. Δεν είναι εύκολο να ληστέψεις ένα μουσείο. Και ακόμη δυσκολότερο είναι να μεταπωλήσεις τη λεία σου. Και όμως όλα αυτά τα έργα είτε εκλάπησαν και πουλήθηκαν εκ νέου σε αμφιβόλου ηθικής συλλέκτες και εμπόρους τέχνης, είτε καταστράφηκαν ολοσχερώς ή απλώς… χάθηκαν.

Ο ξαφρισμένος Πικάσο
Ο Νατανιέλ Ερτζμπέργκ, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Le Μonde», αναστήλωσε μια τέτοια φανταστική πινακοθήκη, συνέλαβε νοερώς τους χώρους της, έκανε την επιλογή των έργων της σε ένα βιβλίο με τίτλοLe mus e invisible(Το αόρατο μουσείο). Δεν θα μπορούσε φυσικά να περιλάβει όλα τα κλοπιμαία της ιστορίας. Η διαλογή απέδωσε 120 αριστουργήματα που ξηλώθηκαν κάποια στιγμή από τις θέσεις τους και δεν τα ξαναείδαμε ποτέ. Πρωτοστατεί στο σύνολο ο Πικάσο, με 642 έργα του να έχουν ξαφριστεί μέχρι στιγμής.

Γιατί ο Πικάσο; «Στον κόσμο των απατεώνων της τέχνης το να έχεις κλέψει έναν Πικάσο ισοδυναμεί με επαγγελματική κάρτα εισόδου» είπε ένας υπεύθυνος από το Αρχείο Διώξεως της κλοπής έργων τέχνης, ο οποίος κρατάει τα ντοσιέ για δεκάδες χιλιάδες κλεμμένους πίνακες. Ο Ερτζμπέργκ συνοψίζει τώρα το ιστορικό της κλοπής για τους πίνακες που επέλεξε και συνθέτει επαρκώς το σκηνικό του αόρατου μουσείου του ή, αλλιώς, μια διαφορετική ιστορία της τέχνης.

Η ελίτ των ληστών

«Στου Τορτόνι», έργο του Μανέ (1877-1878)

Πίσω από κάθε τέτοια υπεξαίρεση θησαυρών κρύβεται ένας παράξενος κόσμος, όπου η ελίτ των ληστών συναγελάζεται με μετριότητες και ασήμαντους κλεφτάκους, και όπου το πάθος ωχριά μπροστά στο δέλεαρ του κέρδους. Είχαμε την ευκαιρία προ ετών να δούμε πόσο συναρπαστικό είναι αυτό το κύκλωμα παρανομίας στο μπεστ σέλερ του Ολιβερ ΜπανκςΗ μανία με τον Καραβάτζοσε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη από τις εκδόσεις Αγρα. Είναι η μόνη περίπτωση διεθνούς οργανωμένου εγκλήματοςτου τέταρτου σε έκταση μετά τα ναρκωτικά, το εμπόριο όπλων και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος-, όπου είναι περισσότερο σημαντικό να ανευρεθούν τα κλοπιμαία παρά να συλληφθούν οι κλέφτες. Οι απειλές για ποινική δίωξη ξεχνιούνται γρήγορα και το μόνο που μας απομένει είναι να απολαύσουμε τα χαμένα έργα όπως ήταν τον καιρό που βρίσκονταν ακόμη στη θέση τους, σε φωτογραφική ανατύπωση. Μια γεύση αυτού του ευφάνταστου εγχειρήματος παρουσίασε η γαλλική εβδομαδιαία επιθεώρηση «Le Ρoint» στο φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 2009.

Η κλοπή στη Βοστώνη
Στις 18 Μαρτίου 1990, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δύο άντρες ντυμένοι σαν αστυνομικοί χτύπησαν το κουδούνι του Μουσείου Γκάρντνερ στη Βοστώνη: μία ώρα αργότερα είχε πραγματοποιηθεί η πιο σημαίνουσα κλοπή έργων τέχνης στην αμερικανική ιστορία. Οι ληστές πήραν το «Στου Τορτόνι» του Εντουάρ Μανέ, εξαίσια προσωπογραφία ενός άνδρα καθισμένου στο καφέ Τορτόνι του Παρισιού, και τρεις πίνακες του Ρέμπραντ, μεταξύ των οποίων το «Μια γυναίκα και ένας ευγενής στα μαύρα» και το «Καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας». Προπαντός εκλάπη ένα από τα 36 έργα του Βερμέερ, το «Κοντσέρτο», το οποίο κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου του Ερτζμπέργκ. Περιέργως οι ληστές του Μουσείου Γκάρντνερ αμέλησαν να πάρουν έναν Ραφαέλ, έναν Ρούμπενς και έναν Τισιανό. Παρά την επικήρυξη με αμοιβή 5 εκατομμύρια δολάρια, τα 13 απολεσθέντα έργα τέχνης, τα οποία δεν ήταν ασφαλισμένα, δεν βρέθηκαν ποτέ. Η αφαίρεσή τους ήταν υπόθεση να ξεβιδωθούν μερικές βίδες. Οι κορνίζες τους παραμένουν κρεμασμένες στους τοίχους του μουσείου. Αδειες.

Εργο της Μαφίας

«Ο Λουδοβίκος Λεπίκιος και οι κόρες του»,έργο του Ντεγκά (1870)

Ηταν έργο της Μαφίας η κατα στροφή αυτού του Καραβάτζιο; Ετσι διαβεβαίωσε πρόσφατα στη διάρκεια μιας δίκης μέλος της Κόζα Νόστρα στο Παλέρμο, όπου φιλοτεχνήθηκε η «Νativit » (Γέννηση) στις αρχές του 17ου αιώνα. Εξοχο δείγμα γραφής του Καραβάτζιο, ένα μείγμα ρεαλισμού και θρησκευτικότητας, το έργο ολοκληρώθηκε λίγους μήνες πριν από τον θάνατο του καλλιτέχνη. Ο φημισμένος για την τεχνική του κιαροσκούρο ζωγράφος είχε εγκαταλείψει τη Ρώμη, βαριά πληγωμένος αφού σκότωσε κάποιον που τον είχε προκαλέσει σε καβγά, και κατέφυγε το 1608 στη Σικελία, μετά στη Νάπολι και στη Μάλτα.

Ο πίνακας εξαφανίστηκε τη νύχτα της 17ης προς 18η Οκτωβρίου 1969. Αυτή η κλοπή προκάλεσε στην Ιταλία οδυνηρό ξάφνιασμα και επέφερε τη δημιουργία ενός οργανισμού, του πρώτου στη χώρα, για να διαχειρίζεται αποκλειστικά υποθέσεις κλοπής έργων τέχνης σε όλον τον κόσμο. Εκτοτε οι επιθεωρητές δεν μπορούν να βάλουν φρένο στις αναζητήσεις τους. Με ένταλμα έρευνας πριν από τέσσερα χρόνια ανεσκάφησαν όλοι οι τοίχοι του εξοχικού σπιτιού ενός ιταλού δικηγόρου. Αποτέλεσμα μηδέν. Στην ιταλική χερσόνησο που κόπτεται για την ιερή ιταλική καλλιτεχνική της κληρονομιά κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ένας συμπατριώτης τους θα τολμούσε να καταστρέψει ποτέ τέτοιο αριστούργημα.

Η αντιγραφή του Μονέ
Επί σειρά ημερών τον Σεπτέμβριο του 2000 ένας κατά τα φαινόμενα σπουδαστής Καλών Τεχνών φιλοτεχνούσε το αντίγραφο του θαυμάσιου πίνακα του Κλοντ Μονέ «Η παραλία του Πουρβίλ» στο Μουσείο του Πόζναν στην Πολωνία. Μια στιγμιαία απουσία του φύλακα ήταν αρκετή για τον υπερφίαλο κλέφτη ώστε να κατεβάσει τον πίνακα, να τοποθετήσει την απομίμηση μέσα στην κορνίζα, να κρύψει το πρωτότυπο κάτω από το παλτό που δεν αποχωριζόταν ποτέ, και να εγκαταλείψει το μουσείο. Κάποιες ημέρες αργότερα, όταν ξεκόλλησε μια γωνία από τον μουσαμά, έγινε αντιληπτή η υπεξαίρεση. Η «Παραλία του Πουρβίλ» ήταν το μοναδικό έργο του Μονέ που βρισκόταν σε δημόσια έκθεση στη χώρα.

Στην καρδιά του μυστηρίου

«Το αγόρι με το κόκκινο γιλέκο», έργο του Σεζάν (1890)

Ηταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 2008. Τρεις ληστές με όπλα και κουκούλες εισόρμησαν στις γκαλερί του Ιδρύματος Β hrle απειλώντας επισκέπτες και υπαλλήλους. Ξεκρέμασαν τέσσερις μουσαμάδες, τους μετέφεραν στο πορτ-μπαγκάζ ενός αμαξιού και αποχώρησαν. Θα πρέπει να βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά όταν έφτασε η αστυνομία έπειτα από λίγα λεπτά. Τα λάφυρα εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 115 εκατ. ευρώ. Εκτός από το «Αγόρι με το κόκκινο γιλέκο» του Πολ Σεζάν και το «Ο Λουδοβίκος Λεπίκιος και οι κόρες του» του Εντγκάρ Ντεγκά, οι κακοποιοί πήραν το «Ο κάμπος με τα σκυλάκια κοντά στο Βερτέιγ» του Κλοντ Μονέ και το «Ανθισμένη καστανιά» του Βαν Γκογκ. Για ποιο λόγο τα δύο τελευταία έργα βρέθηκαν ξανά μέσα σε ένα αυτοκίνητο λίγες ημέρες αργότερα; Μυστήριο. Αποδόθηκαν τα λύτρα γι΄ αυτά τα δύο έργα; Ηθελαν οι γκάνγκστερ να δώσουν ένα δείγμα των δυνατοτήτων τους προτού αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις με την αστυνομία; Υπήρξε διαφωνία στα ενδότερα της συμμορίας για τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν; Ουδέν σχόλιον από την αστυνομική διεύθυνση της Ελβετίας.

Φιλοτεχνημένο το 1432 στον Καθεδρικό της Γάνδης, το εκκλησιαστικό πολύπτυχο «Ο μυστικός αμνός» των αδελφών Βαν Αϊκ υπέμεινε τέσσερις αιώνες αναταράξεων. Ο Αδάμ και η Εύα, πιο γυμνοί από ποτέ, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης για 80 χρόνια. Βρέθηκαν στο Λούβρο το 1794, ενώ τα τέσσερα κεντρικά μέρη του πίνακα επιστράφηκαν το 1816 στον τόπο καταγωγής τους, ήτοι το Βέλγιο. Η Γερμανία, η οποία τα είχε αγοράσει, εξαναγκάστηκε να αποκαταστήσει τις ζημιές τους, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Αλλά το 1934 οι Βέλγοι αρνήθηκαν να καταβάλουν λύτρα στον κλέφτη του ενός μέρους του πίνακα, το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Σήμερα το τμήμα αυτό του πίνακα αποτελεί αντίγραφο.