Mε δέος και συγκίνηση ανέβαινα τα σκαλιά της Χρήστου Λαδά 3 ένα πρωινό πριν από 48 χρόνια. Αναγνώστης του «Βήματος» από τα μαθητικά χρόνια και με τη φτωχή «επαρχιακή δημοσιογραφική εμπειρία» στην «Εφημερίδα των Ειδήσεων» και στην «Ελευθερία» της Κέρκυρας, τόλμησα να δοκιμαστώ στη Μεγάλη Δημοσιογραφική Σχολή του ΔΟΛ.

Η μεγάλη και ιστορική κληρονομιά του Δημήτρη Λαμπράκη είχε ήδη περάσει στον συνομήλικό μου Χρήστο, που είχε άλλα όνειρα τότε. Το πάθος του, η μεγάλη του αγάπη ήταν η μουσική, με την οποία ήθελε να ασχοληθεί και επαγγελματικά.

Θα περάσουν πολλά χρόνια για να ικανοποιήσει το όνειρό του, όχι βέβαια επαγγελματικά. Οι εκπομπές του για την κλασική μουσική από τη ραδιοφωνική συχνότητα του Τop FΜ είναι μοναδικές και κάποτε πρέπει να γίνουν κτήμα των φίλων της μουσικής. Θα ακολουθήσει το Μέγα Πολιτιστικό Εργο, το Μέγαρο Μουσικής. Οσοι τον γνωρίζαμε καλά είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι δεν απέβλεπε σε προσωπική προβολή και υστεροφημία. Οπως και το πλήθος των νέων εντύπων που εκδόθηκαν στα δικά του χρόνια είχαν ως κίνητρο την προσφορά. Η σεμνότητα και η λιτότητα ήταν τα χαρακτηριστικά της προσωπικής του ζωής. Αλλωστε, νομίζω, με την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου είδαν το φως της δημοσιότητας και οι πρώτες φωτογραφίες του!

K λείνω την παρένθεση και γυρίζω στη Χρήστου Λαδά. Οι πρώτες ημέρες δεν ήταν και εύκολες. Τα είχα χαμένα. Σε όποιο γραφείο και αν κοίταζα- οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές- έβλεπα πρόσωπα που προκαλούσαν δέος, θαυμασμό και σεβασμό. Ποιους να πρωτοθυμηθώ; Τον διευθυντή Γιώργο Συριώτη, τον αρχισυντάκτη Γιώργο Αποστολόπουλο, τον Ανδρέα Δημάκο, που διαδέχθηκε τον Γ. Συριώτη, τον Παύλο Παλαιολόγο, τον Λευτέρη Κοτσαρίδα, τον Αγγελο Τερζάκη, τον Γιώργο Ρούσσο, τον Γιώργο Φτέρη, τον Μιχάλη Κυριακίδη, τον Στέλιο Μούση, τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, τον Χάρη Μπουσμπουρέλη;

Αναφέρομαι στη γενιά των πρώτων χρόνων μου στο «Βήμα». Υψηλό επίπεδο δημοσιογραφίας και ήθους. Μεγάλη Σχολή. Δύο οι δρόμοι για τους μαθητευομένους: ή θα τους «έμοιαζαν» και θα έμεναν, ή θα αναζητούσαν αλλού την τύχη τους…

Τα πρώτα δύο χρόνια της «μαθητείας» έβλεπα, τυχαία, τον Χρήστο- με το μικρό του όνομα τον προσφωνούσαν οι μεγαλύτεροι- στη σκάλα ή στον διάδρομο όταν πήγαινε στο γραφείο του. Οι πρώτες μου εντυπώσεις ήταν ότι επρόκειτο για «κλειστό» άτομο, που δεν έδινε θάρρος για επικοινωνία. Συνομήλικός του ήμουνα, αλλά μαθητευόμενος ακόμη. Ηταν η εποχή που αρχίζαμε από τα διημερεύοντα και διανυκτερεύοντα φαρμακεία, για να περάσουμε στο να γράφουμε τις τηλεφωνικές ανταποκρίσεις από την επαρχία και τις περιλήψεις ανακοινώσεων, προτού βγούμε σε κάποιο ρεπορτάζ.

Γρήγορα διαπίστωσα ότι ο Χρήστος, έστω και αν δεν εμφανιζόταν συχνά στα γραφεία και αν δεν επικοινωνούσε με όλους, είχε την ικανότητα να επιλέγει με απόλυτα αξιοκρατικά κριτήρια τα στελέχη και να τα περιβάλλει με απόλυτη εμπιστοσύνη. Τα κριτήρια αυτά είχαν απολύτως ενστερνισθεί στις επιλογές τους και τα διευθυντικά στελέχη. Στην εσωτερική δημοκρατία και στην αξιοκρατία, που είχε εμπνεύσει και επιβάλει ο Χρήστος, οφείλω κι εγώ τη γρήγορη άνοδο σε όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στο «Βήμα». Από αρχισυντάκτης και διευθυντής Συντάξεως στο καθημερινό «Βήμα» σε διευθυντή στο «Βήμα της Κυριακής».

Οταν άρχισαν οι πρώτες προσωπικές συνεργασίες άλλαξε και η εικόνα που είχα σχηματίσει. Δεν «το ‘παιζε» αφεντικό. Φιλικός και ανοικτός στη συζήτηση. Ανοικτός στις προτάσεις και τις απόψεις των άλλων. Δεν θυμάμαι να με κάλεσε ποτέ για να μου δώσει εντολές. Είχε απόψεις, προτάσεις και παρατηρήσεις. Συζητούσαμε. Δεν συμφωνούσαμε πάντοτε. Αλλά όταν ακολουθούσαμε τη δική του άποψη δεν νιώθαμε συμβιβασμένοι, γιατί υπήρχαν και άλλες περιπτώσεις, που είχε υιοθετηθεί η δική μας άποψη. Εχω πολλά να θυμηθώ και να γράψω για την «εσωτερική δημοκρατία» που βιώναμε στο «Βήμα», για το ήθος του Χρήστου Λαμπράκη και την εκτίμηση και εμπιστοσύνη του προς τους συνεργάτες του.

Ο Χρ. Λαμπράκης νεαρός, όταν σπούδαζε στην Αγγλία

Θ α καταθέσω σήμερα, στη μνήμη του, δύο περιστατικά, τα οποία εξηγούν και αποδεικνύουν την κατάθεσή μου ότι την εποχή του Χρήστου Λαμπράκη βίωσα την αξιοκρατία, τη δημοσιογραφική ελευθερία και την εσωτερική δημοκρατία.

Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, με τα τανκς της χούντας στους δρόμους, έπρεπε να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση: θα συνεχίζαμε την έκδοση της εφημερίδας υπό καθεστώς λογοκρισίας ή θα την «κλείναμε»; Ηταν μια δύσκολη απόφαση. Το κλείσιμο ήταν ο ευκολότερος δρόμος, ο ηρωικός. Ο Χρήστος Λαμπράκης συζήτησε όλες τις πτυχές με τους βασικούς συνεργάτες του και αυτοί με όσους συντάκτες μπόρεσαν να περάσουν τα μπλόκα και να φθάσουν στη Χρήστου Λαδά.

Το πρώτο σοκ οδηγούσε την πλειοψηφία στο κλείσιμο. Τέθηκαν όμως προς συζήτηση δύο προβληματισμοί. Ο πρώτος τέθηκε διαζευκτικά: Η συνέχιση της έκδοσης, έστω και υπό λογοκρισία, θα διατηρούσε την επαφή των δημοκρατικών πολιτών με ένα δημοκρατικό δημοσιογραφικό όργανο, ενώ το κλείσιμο δεν επρόκειτο να προσφέρει τίποτε στην αντίσταση, που ήταν αδιανόητη τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας. Ενισχυτικό επιχείρημα στην πρώτη εκδοχή ήταν ότι πάντοτε θα βρισκόταν τρόπος με τις εξωτερικές ειδήσεις ή τους τίτλους να διατηρείται άσβεστη η ελπίδα της απελευθέρωσης. Και ακόμη, αν οι εξελίξεις οδηγούσαν σε άρση της λογοκρισίας, η εφημερίδα θα ήταν έτοιμη να μπει στην πρωτοπορία του αντιστασιακού αγώνα.

Τέθηκε και ένας δεύτερος προβληματισμός: Τι θα απογίνονταν οι εκατοντάδες εργαζόμενοι στις εφημερίδες του ΔΟΛ; Δουλειά αλλού δεν επρόκειτο να βρουν. Σοβαρό το πρόβλημα. Αλλά πρέπει να βεβαιώσω ότι όλοι οι εργαζόμενοι δηλώσαμε πρόθυμοι να στηρίξουμε τη διακοπή αν αυτή θα ήταν η απόφαση.

Τελικά αποφασίστηκε η συνέχιση της έκδοσης. Ηταν απόφαση συλλογική. Απόφαση πολιτική. Και ήταν η σωστή. Επιβεβαιώθηκε η ορθότητα αυτής της απόφασης και στα χρόνια της λογοκρισίας και κυρίως στους κρίσιμους σταθμούς- εξέγερση της Νομικής, του Πολυτεχνείου, δίκη της Δημοκρατικής Αμυνας, πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, τουρκική εισβολή και πολλά άλλα γεγονότα.

Το 1968 απονεμήθηκε στον Χρήστο Λαμπράκη η «Χρυσή Πένα της Ελευθερίας» από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Εφημερίδων. T ο δεύτερο περιστατικό αφορά προσωπική διαφωνία με τον Χρήστο Λαμπράκη. Το 1979 αποφασίσαμε να εντάξουμε στο «Βήμα της Κυριακής» το πρώτο ένθετο περιοδικό, την «Εβδομάδα». Οι συζητήσεις για το «κασέ» και τη θεματογραφία ήταν πολλές και συνεχείς, με τη συμμετοχή και του αξέχαστου φίλου, διευθυντή τότε του καθημερινού «Βήματος» Χάρη Μπουσμπουρέλη. Ο Χρήστος, όπως κι εμείς, ζούσε με ενθουσιασμό τον σχεδιασμό. Του άρεσε να δημιουργεί νέα έντυπα. Δεν ήταν η επιχειρηματική πτυχή που τον ενθουσίαζε, αλλά η δημιουργία, η προσφορά.

Κάποτε φθάσαμε στην ημέρα που έπρεπε να αποφασίσουμε για το πρώτο θέμα και την εικονογράφηση του εξωφύλλου. Στο σημείο αυτό ανέκυψε η διαφωνία. Είχαμε διαφορετική προσέγγιση της «ταυτότητας» που θα έπρεπε να σηματοδοτήσει το εξώφυλλο. Δεν υπήρχαν και περιθώρια «συμβιβασμού». Επρεπε να υποχωρήσω. Ακόμη και τώρα, ύστερα από 30 χρόνια, διερωτώμαι πώς «μου ‘ρθε» και του είπα ότι αν επιμείνει στη δική του εκδοχή θα πρέπει να φύγει και το όνομά μου από το καρεδάκι της εφημερίδας. Δεν φάνηκε να του άρεσε αυτή η αντίδρασή μου. Εγώ ήμουνα έτοιμος να «τα μαζέψω»… Και η αναπάντεχη απάντηση: «Εσύ διευθύνεις την εφημερίδα, κάνε ό,τι νομίζεις». Δεν το κράτησε. Συνεχίστηκε φιλικά η συνεργασία μας.

Ευπατρίδης ο Χρήστος Λαμπράκης.