Εμφανίστηκε σε μόλις 27 ταινίες, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ζωντανός θρύλος· ένα από τα πρόσωπα που σημάδεψαν με την παρουσία και τις ταινίες τους τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Ισως βέβαια το μέλλον της όμορφης, σέξι και ταλαντούχας Φίλις Λι Αϊσλι, όπως ήταν το πραγματικό όνομα τής Τζένιφερ Τζόουνς, η οποία πέθανε την περασμένη Πέμπτη στο Λος Αντζελες σε ηλικία 90 ετών, να μην ήταν το ίδιο αν δεν είχε πέσει στην αγκαλιά του παραγωγού Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ , του «εγκεφάλου» της ταινίας «Οσα παίρνει ο άνεμος». Ο Σέλζνικ αφοσιώθηκε με πάθος στο κτίσιμο της εικόνας της και τη μετέτρεψε σε σταρ, παραμένοντας στο πλευρό της ως τον θάνατό του, το 1965.

Συμπτωματικά, η χρονιά που το «Οσα παίρνει ο άνεμος» βγήκε στις αίθουσες, το 1939, συμπίπτει με την εποχή που η Τζόουνς είχε καταλήξει στο Χόλιγουντ επιδιώκοντας να γίνει ηθοποιός, έχοντας αφήσει τη γενέτειρά της, την Τούλσα της Οκλαχόμα. Είχε προηγηθεί ένα πέρασμά της από το Σικάγο, όπου έκανε τον πρώτο της γάμο με τον επίσης άγνωστο τότε ηθοποιό Ρόμπερτ Γουόκερ. Ο Γουόκερ, του οποίου ο πιο χαρακτηριστικός ρόλος θα γινόταν εκείνος του ψυχοπαθούς δολοφόνου Μπρούνο Αντονι στον «Αγνωστο του εξπρές» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, είχε παρόμοιες φιλοδοξίες με την Τζόουνς.

Το όνομά της ήταν ακόμη Φίλις Λι Αϊσλι όταν γνώρισε τον Σέλζνικ. Λέγεται ότι ο έρωτάς του υπήρξε κεραυνοβόλος. Ο κατά 17 χρόνια μεγαλύτερός της πανίσχυρος παραγωγός γοητεύτηκε από τη σοκολατένια ομορφιά και από το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της Φίλις και έγινε ο απόλυτος μέντορας, δάσκαλος και σύντροφός της. Με τον Σέλζνικ η Τζόουνς απέκτησε το τρίτο της παιδί, τη Μαίρη Τζένιφερ Σέλζνικ, η οποία αυτοκτόνησε το 1976 (η Τζόουνς είχε αποκτήσει δύο αγόρια με τον Ρόμπερτ Γουόκερ).

Η μεταμόρφωσή της φάνηκε από την πρώτη κιόλας ταινία στην οποία η ηθοποιός εμφανίστηκε με το ψευδώνυμο Τζένιφερ Τζόουνς: ήταν το 1943, στο «Τραγούδι της Μπερναντέτ». Ενα αστέρι είχε (ξανα)γεννηθεί. Στα Οσκαρ της επόμενης χρονιάς η Τζόουνς συναγωνίστηκε με την Τζόαν Φοντέν, την Γκριρ Γκάρσον, την Τζιν Αρθουρ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν και κέρδισε το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου. Την ίδια ημέρα της απονομής, στις 2 Μαρτίου του 1944, η Τζόουνς γιόρταζε τα 25α γενέθλιά της.

Α υτή δεν θα ήταν η μοναδική φορά που η Τζόουνς θα εμφανιζόταν στην πεντάδα των υποψηφίων για το Οσκαρ. Αντιθέτως, ανήκει στους ελάχιστους ηθοποιούς που έχουν κατορθώσει να προταθούν τέσσερις συνεχόμενες χρονιές- ανάμεσά τους ο Μάρλον Μπράντο και ο Αλ Πατσίνο: το 1945 προτάθηκε για το Οσκαρ β΄ ρόλου για το «Απ΄ όταν έφυγες» του Τζον Κρόμγουελ. Το 1946 βρέθηκε στην πεντάδα για το Οσκαρ α΄ ρόλου έχοντας παίξει στα «Ερωτικά γράμματα» του Γουίλιαμ Ντίτερλε και έναν χρόνο αργότερα διεκδίκησε και πάλι το α΄ ρόλου στο αριστουργηματικό γουέστερν του Κινγκ Βίντορ «Μονομαχία στον ήλιο». Μια τελευταία υποψηφιότητα την περίμενε το 1965, όταν ξαναβρέθηκε στην πεντάδα για το Οσκαρ α΄ ρόλου για την ταινία του Χένρι Κινγκ «Εκστασις και πάθος».

Εναν χρόνο μετά τα «Ερωτικά γράμματα», η Τζόουνς κράτησε τον ρόλο του τίτλου μιας ακόμη ταινίας του Ντίτερλε, που θεωρείται η καλύτερη και των δύο- αν όχι και η γνωστότερη. Πρόκειται φυσικά για το μεταφυσικών διαστάσεων αισθηματικό δράμα «Το πορτρέτο της Τζένη», ο μοντερνισμός του οποίου είναι ακόμη και σήμερα εμφανής. Η Τζόουνς υπήρξε επίσης υπέροχη στο ερωτικό δράμα «Ο τελευταίος σταθμός» (1953) του Βιτόριο ντε Σίκα (δίπλα στον Μοντγκόμερι Κλιφτ ) και το 1957 στάθηκε δίπλα στον Ροκ Χάντσον παίζοντας τη νοσοκόμα στο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» του Χένρι Κινγκ.

Σ ε αντίθεση με άλλες ηθοποιούς της γενιάς της, η Τζένιφερ Τζόουνς ήταν πολύ κλειστή στην προσωπική της ζωή και προτιμούσε να μην κάνει δημόσιες εμφανίσεις. Στη δεκαετία του 1960, και κυρίως μετά τον θάνατο του Σέλζνικ, οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις μειώθηκαν δραματικά με κίνδυνο το όνομά της να ξεχαστεί. Τελευταία της ταινία υπήρξε η περιπέτεια καταστροφής «Ο πύργος της κολάσεως» του Ιρβινγκ Αλεν, το 1974. Δεν έπαψε όμως να προσπαθεί να παραμένει ενεργή. Μάλιστα, στη δεκαετία του 1980 αγόρασε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος «Τerms of Εndearment» του Λάρι Μακ Μέρτι, προκειμένου να παίξει στην ταινία που θα γυριζόταν- και η οποία προβλήθηκε στην Ελλάδα ως «Σχέσεις στοργής». Ωστόσο, η Τζόουνς ήταν πια πολύ μεγάλη για τον βασικό ρόλο. Τελικά προτιμήθηκε η Σίρλεϊ Μακ Λέιν. Για τη συγκεκριμένη ερμηνεία η Λέιν απέσπασε βραβείο Οσκαρ.