«Η κριτική είναι ένας λόγος πάνω σε έναν άλλον λόγο και ο πρώτος λόγος είναι ένας λόγος πλήρης, ο λόγος της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το καλλιτέχνημα, μια κινηματογραφική ταινία, είναι ένας μικρός κόσμος που ζει μια αυτόνομη ζωή και απέναντί του ο θεατής διασταυρώνεται μαζί του. Τι σημασία μπορεί να έχει ο δεύτερος λόγος, αυτή η “μεταγλώσσα” της κριτικής και μάλιστα ένας λόγος με λέξεις που αναφέρονται σε εικόνες και ήχους; Η κριτική γεννιέται μέσα σε μια απουσία του σώματος του κινηματογράφου,δηλαδή σε ένα πεδίο στέρησης.Αλλά η κριτική δείχνει προς τον δρόμο της απόλαυσης…».
Το ταλέντο του κριτικού κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλου να σε καθηλώνει με τη γωνία προσέγγισης των πραγμάτων και τον λόγο του, να σου προκαλεί εικόνες και μέσα από τις εικόνες σκέψη, λειτούργησε για μία ακόμη φορά με αποτελεσματικότητα κατά την προχθεσινή τιμητική βράβευσή του από τον δήμαρχο Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη η οποία πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84. Η βράβευση του κ. Μπακογιαννόπουλου, στην οποία παρέστησαν επώνυμοι φίλοι (ανάμεσά τους οι σκηνοθέτες Νίκος Παναγιωτόπουλος, Βασίλης Βαφέας, Κώστας Βρεττάκος,Μάνος Ζαχαρίας και η ηθοποιός Εύα Κοταμανίδου ) ήταν ενταγμένη στο βασικό θέμα της βραδιάς, την παρουσίαση του βιβλίου «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη»: Μια επιλογή των 100 καλύτερων ταινιών, που έγινε υπό την αιγίδα του θρυλικού περιοδικού «Cahiers du Cinema» και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο κ. Μπακογιαννόπουλος κατάφερε, όμως, χωρίς να το επιδιώξει, να γίνει ο ίδιος το θέμα της βραδιάς. Ολη η αίθουσα κρεμόταν από τα χείλη του ακούγοντάς τον να χρησιμοποιεί δύσκολους αλλά εύστοχους όρους και να επιλέγει σπάνιες αλλά καίριες λέξεις, ενώ έφτιαχνε ένα σύντομο αλλά τόσο πυκνό χρονικό για την ιστορία και την εξέλιξη της κινηματογραφικής κριτικής από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, στη δεκαετία του 1910, ως τις ημέρες μας. Διόλου τυχαία ο κ. Κακλαμάνης τον παρομοίωσε με « πυξίδα όλων στο ταξίδι της Εβδομης Τέχνης » μέσα από την 25ετή παρουσία του στην «Κινηματογραφική λέσχη» της ΕΡΤ (που συνεχίζεται ακόμη) αλλά και από τα κείμενά του, εκατομμύρια λέξεις στοχασμού, ενημέρωσης και μελέτης σε μια περίοδο περίπου μισού αιώνα, με σημαίνοντες σταθμούς τη συνεργασία του στον Σύγχρονο Κινηματογράφο και κυρίως τη στήλη της κινηματογραφικής κριτικής στην εφημερίδα «Καθημερινή». « Του είμαστε ευγνώμονες γιατί μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι ο καθρέφτης που αντανακλά την πόλη μας. Γιατί ο καλός κινηματογράφος είναι πολιτισμός ».
«Προαγωγός της ψυχικής ανάτασης»
« Πολλοί αποκάλεσαν την κριτική άχρηστο λόγο,όμως η πραγματικότητα, η Ιστορία απέδειξε το αντίθετο » σημείωσε ο κ. Μπακογιαννόπουλος. « Η κριτική ασκήθηκε από τους αιώνες και ασκείται πάντοτε έμπρακτα.Κριτικός είναι ο κάθε άνθρωπος την ώρα που αντιμετωπίζει ένα έργο. Κάποιοι όμως ανέλαβαν να ασκούν συστηματικά αυτή τη δουλειά,ερευνώντας το πεδίο του κινηματογράφου. Μιλούν πριν από τους άλλους, προτείνουν μια ερμηνεία και ενδεχόμενα ένα συμπέρασμα . Η κριτική όμως δεν έχει νόημα αν είναι μόνο χρονικό.Ενας καλός κριτικός είναι εκείνος που αγαπά τόσο το έργο όσο και τον θεατή, ένας προαγωγός της ψυχικής ανάτασης ».
Η σημασία του μοντάζ, οι ρώσοι θεωρητικοί, οι Γερμανοί που μίλησαν πρώτοι για τα φαντάσματα του υποσυνείδητου, ο Αντρέ Μπαζέν, ο Ρολάν Μπαρτ, η nouvelle vague, ο μαρξισμός, η ψυχανάλυση, η σημειολογία, η αναζήτηση της ιδεολογίας στις ταινίες αλλά και το πόσο οι αξίες υποχώρησαν τα τελευταία χρόνια, όταν ο βερμπαλισμός και η υπεροψία έφεραν στο σημείο την κριτική να ξεχάσει το ζωντανό σώμα της ταινίας μετατρέποντας την ανάλυση σε νεκροψία, ανήκουν στα ίχνη που άφησε με τον μεστό λόγο του ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος που δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει ότι ο κριτικός οφείλει να είναι εκείνος « που κρατά τον φακό στο σκοτάδι ».
Λίστα με αρετές… και αναπηρίες
« Για εμάς το σχέδιο ήταν σαφές » γράφει στην εισαγωγή του «Ενα έργο για την αιωνιότητα» ο Ζαν-Κλοντ Φιλίπ, επιμελητής της έκδοσης «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη». « Ενας κατάλογος με δέκα τίτλους θα προκαλούσε αμέτρητες απογοητεύσεις. Ο αριθμός 100 θα διαφύλασσε τον πλούτο της παγκόσμιας κληρονομιάς, αλλά για έναν προφανή λόγο έπρεπε να σταματήσουμε εκεί. Πέραν αυτού, θα χανόμαστε σε μια απαρίθμηση εντελώς αντίθετη με αυτή καθαυτή την έννοια του “καταλόγου ”».
Αρχική επιθυμία για τη σύνθεση των 100 ταινιών ήταν να είναι 100 και οι συμμετέχοντες. Τελικά περιορίστηκαν σε 78- κατ΄ ουσίαν 76, αφού οι τρεις υπεύθυνοι της Ταινιοθήκης της Τουλούζης παρέδωσαν λίστα καταρτισθείσα από κοινού. Εκτός από έγκριτους κινηματογραφικούς κριτικούς της Γαλλίας όπως ο Μισέλ Σιμάν, ο Ζαν Κολέτ και ο Ζαν-Ζακ Μπερνάρ, στους συμμετέχοντες βρίσκουμε τον πρώην κριτικό, νυν πρόεδρο του Φεστιβάλ Καννών Ζυλ Ζακόμπ, τον σεναριογράφο Ζαν-Κλοντ Καριέρ και τον σκηνοθέτη Κλοντ Μιλέρ. Ομόφωνη συμφωνία των συμμετεχόντων ήταν σε κάθε λίστα να μην αναφέρονται περισσότερες από πέντε ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη.
« Φαίνεται ότι οι 100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη έχουν την αρετή και την αναπηρία όλων των αντίστοιχων επιλογών και κατατάξεων » επεσήμανε στην παρουσίαση του βιβλίου ο συγγραφέας-κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Μπράμος , καθήμενος δίπλα στον κ. Ανταίο Χρυσοστομίδη, υπεύθυνο των εκδόσεων Καστανιώτη. « Αρετή γιατί αναφέρονται ταινίες που όρισαν τον κινηματογραφικό πολιτισμό και κατάρα γιατί παραλείπονται ταινίες που κάποτε διεύρυναν τα όρια αυτού του πολιτισμού και δημιούργησαν στην εποχή τους μια ταραχή στα δεδομένα της τέχνης του σινεμά».
Πραγματικά είναι εντυπωσιακό ότι από την έκδοση των «Cahiers» απουσιάζουν έργα σκηνοθετών όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε,ο ΠιερΠάολο Παζολίνι και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. «Αυτή η σχετικότητα των επιλογών όμως είναι που κάθε φορά δίνει το στίγμα για την αντίληψη του τι είναι και πώς είναι ο κινηματογράφος. Ανάμεσα στην πολυμορφία,την αναθεώρηση,τον αναστοχασμό, την αδικία, τη λησμονιά και τη συγκυρία, οι κατατάξεις που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό επιβεβαιώνουν περισσότερο την υπαρξιακή αγωνία της κινηματογραφικής τέχνης, τόσο έκθετης στην εμπορική της σκοπιμότητα και στο δημιουργικό της όραμα ».