«Την Τρίτη το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου 1967, ο Γιώργος και η Φρόσω Κορυζή,κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αννας-Μαρίας,δίνουν μια μεγάλη δεξίωση στο διαμέρισμά τους στους Αμπελοκήπους».Ετσι αρχίζει το χρονικό της δημοσιογράφου Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου για το αποτυχημένο κίνημα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967. Στη δεξίωση παρίσταντο το βασιλικό ζεύγος, ο πρέσβης των ΗΠΑ Μπ. Τάλμποτ και η αφρόκρεμα της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Την επομένη ο ισχυρός άνδρας της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος, υπουργός τότε Προεδρίας, δεχόταν στις 10.30 το πρωί στο γραφείο του τον πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Κώστα Ασημακόπουλο που είχε ζητήσει να τον δει για να του εκθέσει τα προβλήματα του κλάδου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος που φανερά ταραγμένος λέει χαμηλόφωνα στον Παπαδόπουλο «Ο βασιλιάς έκανε πραξικόπημα». Ο Παπαδόπουλος παραμένει ανέκφραστος, κάνει νόημα στον αγγελιαφόρο να αποχωρήσει και συνεχίζει τη συζήτηση με τον Ασημακόπουλο.

Τι συμπέρασμα βγαίνει από το περιστατικό; Ή ο Παπαδόπουλος γνώριζε ήδη για το κίνημα του βασιλιά ή το περίμενε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Πάντως αυτό που προκύπτει από τη συνέχεια της ιστορίας είναι ότι θεωρούσε πως τα πάντα ήταν υπό τον έλεγχό του- και ας μην ήταν απολύτως ακριβές. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι το βασιλικό κίνημα εκδηλώθηκε το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου και εκφυλίστηκε σε λιγότερες από 12 ώρες αποδεικνύει πως δεν ήταν παρά ένα πρωτοφανές φιάσκο. Τέτοιας έκτασης μάλιστα, που ελάχιστους απασχόλησε τη μεταπολιτευτική περίοδο. Αδίκως ωστόσο, σύμφωνα με το βιβλίο. Αν μη τι άλλο, το τέλος της βασιλείας επήλθε κατ΄ ουσίαν το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου. Πέραν αυτού όμως, το χρονικό της Στεφανοπούλου βοηθά, έστω και εμμέσως, στο να ξανασκεφθούμε τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών και κυρίως γιατί διήρκεσε τόσο πολύ. Πέραν αυτών- και ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων της συγγραφέως- να αντιληφθούμε τις τεράστιες ευθύνες της μετεμφυλιακής Δεξιάς από την οποία προέκυψαν οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου, που εκμεταλλεύθηκαν τον «αλληλοσπαραγμό» αυτής της παράταξης κατά τη δεκαετία του ΄60 και άρπαξαν την εξουσία προλαβαίνοντας το πραξικόπημα που ετοίμαζαν οι στρατηγοί.

Ενθουσιασμός και ερασιτεχνισμός
Η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου είναι ικανότατη ρεπόρτερ και από το βιβλίο της παρελαύνουν όλοι οι πρωταγωνιστές εκείνης της ημέρας- αλλά και της εποχής γενικότερα. Οι στενές σχέσεις της με τη βασιλική οικογένεια τη βοήθησαν να γνωρίζει εκ των έσω πρόσωπα και πράγματα και να συλλέξει πληροφορίες και λεπτομέρειες, ορισμένες από τις οποίες παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Υπάρχει και η σχετική δραματοποίηση στην αφήγηση, όπως και κάποιος συναισθηματισμός (ο Κωνσταντίνος λ.χ. πάντοτε αναφέρεται ως «βασιλεύς» και όχι βασιλιάς), αλλά αυτά μπορεί κανείς να τα παραμερίσει και να μείνει στα γεγονότα που καταγράφονται λεπτό προς λεπτό και αποκαλύπτουν το πώς συνωμοτούσαν οι πιστοί στον βασιλιά ανώτατοι αξιωματικοί, πώς σχεδιάστηκε το κίνημα, πόσο ερασιτεχνικά και απρόσεκτα εκδηλώθηκε, πώς εξελίχθηκε και τελικά πώς έληξε άδοξα σε χρόνο μηδέν.

Στην αρχή απορεί κανείς πώς την «πάτησαν» ανώτατοι αξιωματικοί όπως ο αντιστράτηγος Περίδης λ.χ. ή ο ταξίαρχος Ερσελμαν, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η πλειονότητα των αξιωματικών του Στρατού Ξηράς με βαθμό συνταγματάρχη και κάτω ήταν πιστοί στη χούντα. Και όχι μόνο πιστοί, αλλά και αποφασισμένοι. Ενας άλλος σοβαρός λόγος αποτυχίας ήταν βεβαίως το ότι το κίνημα του Κωνσταντίνου δεν άγγιξε τον λαό της Βόρειας Ελλάδας. Ο γράφων ήταν μαθητής στις τελευταίες τάξεις του εξαταξίου γυμνασίου και ζούσε τότε στην Κομοτηνή, όπου παίχτηκε μεγάλο μέρος του «δράματος». Δράματος ωστόσο για ποιους; Ή μήπως οπερέτας; Η δικτατορία είχε στήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο έναν πολύπλοκο μηχανισμό με τον οποίο ήλεγχε τι γινόταν και στο πιο απομονωμένο χωριό. Παρά το ότι η Στεφανοπούλου θέλει να πιστεύει ότι ο Κωνσταντίνος ήταν δημοφιλής. Στη Βόρεια Ελλάδα όμως, και ιδιαίτερα στη Θράκη, όπου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι (πλην της μουσουλμανικής μειονότητας) ήταν προσφυγικής καταγωγής- και στη μεγάλη πλειονότητα βενιζελικοί-, ο βασιλιάς εθεωρείτο υπεύθυνος για την απομάκρυνση ενός λαοπρόβλητου πολιτικού ηγέτη (του Γ. Παπανδρέου) και κατά συνέπεια για το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, που το θεωρούσαν επακόλουθο των Ιουλιανών και του βασιλικού πραξικοπήματος. Οσο για τον ερασιτεχνισμό αξιωματικών της κλάσης του Ερσελμαν, του Περίδη ή του Μανέττα, αρκεί να αναφερθεί ένα μόνο περιστατικό: οι κινηματίες είχαν κανονίσει ο αντιστράτηγος Μανέττας, γενικός επιθεωρητής Στρατού, να μεταβεί στο Πεντάγωνο έχοντας μαζί του το βασιλικό διάταγμα που διέτασσε τον χουντικό αντιστράτηγο Αγγελή να του παραδώσει τη διοίκηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το σχέδιο προέβλεπε ότι αμέσως με την επίδοση του διατάγματος θα κόβονταν οι τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ Νότιας και Βόρειας Ελλάδας (όπου θα βρισκόταν ο βασιλιάς). Ο ενθουσιώδης Μανέττας βιάστηκε και μπήκε στο γραφείο του Αγγελή μισή ώρα νωρίτερα. Ο Αγγελής διέταξε και τον συνέλαβαν την ίδια στιγμή και ως τις 11, οπότε ο ΟΤΕ έκοψε τα καλώδια στο ύψος της Λαμίας, είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με τις μονάδες της Βόρειας Ελλάδας και να τους ανακοινώσει ότι διαταγές θα δέχονταν μόνον από αυτόν.

Η χούντα ήλεγχε το Πεντάγωνο
Ηξερε η χούντα των συνταγματαρχών ότι οι φίλα προσκείμενοι στον Κωνσταντίνο αξιωματικοί συνωμοτούσαν; Η συγγραφέας επιβεβαιώνει το αυτονόητο. Πώς ήταν δυνατόν εκείνοι οι έμπειροι συνωμότες να μη γνώριζαν; Ασφαλώς και γνώριζαν, απόδειξη ότι μολονότι η Αεροπορία και το Ναυτικό είχαν πάρει το μέρος του Κωνσταντίνου, οι Απριλιανοί δεν έχασαν ούτε για ένα λεπτό τον έλεγχο του Πενταγώνου. Μπορεί να μην ήλεγχαν το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων, ήλεγχαν όμως τον Στρατό Ξηράς, τα Σώματα Ασφαλείας και τον κρατικό μηχανισμό. Γι΄ αυτό και εκείνη την ημέρα παρατηρήθηκαν απίστευτα πράγματα: λοχαγοί, ταγματάρχες και συνταγματάρχες να παίρνουν γραπτές διαταγές από τον βασιλιά και από ανωτέρους τους και να τις βάζουν στην τσέπη σαν να ήταν παλιόχαρτα.

Το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα ο Παπαδόπουλος το «αξιοποίησε» για να στερεώσει το δικτατορικό καθεστώς προβαίνοντας σε βαθιές εκκαθαρίσεις στην κορυφή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου παρουσιάζει τα γεγονότα εκ των έσω, και με την έννοια αυτή βοηθά τους ιστορικούς που ασχολούνται ή θα ασχοληθούν με την περίοδο αυτή. Στο εξαιρετικά καλογραμμένο και εμπεριστατωμένο βιβλίο της εν τούτοις υπάρχει ένα μεγάλο κενό: ποιος ήταν ο ρόλος της Φρειδερίκης εκείνη την περίοδο;