Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για τις μεταβολές που πρόκειται να γίνουν στη νομοθεσία η οποία διέπει τον θεσμό των τεκμηρίων και ειδικότερα στη δεύτερη ομάδα των τεκμηρίων, το λεγόμενο «πόθεν έσχες». Σύμφωνα με τη νομοθεσία όταν ο φορολογούμενος αποκτά ορισμένα περιουσιακά στοιχεία περιοριστικά αναφερόμενα στον σχετικό νόμο, θα πρέπει να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων τα οποία δαπάνησε για την απόκτηση τους. Πρέπει δηλαδή το εισόδημα που ο φορολογούμενος απέκτησε κατά τον χρόνο της αγοράς των περιουσιακών στοιχείων, το οποίο ανέγραψε στη φορολογική του δήλωση, να επαρκεί για να δικαιολογήσει τη δαπάνη που πραγματοποίησε. Αν το εισόδημα αυτό δεν επαρκεί, ο φορολογικός νομοθέτης δίνει τη δυνατότητα στον φορολογούμενο να δικαιολογήσει τη δαπάνη που πραγματοποίησε, με επίκληση χρηματικού κεφαλαίου που σχηματίστηκε τα προηγούμενα χρόνια, να επικαλεστεί δάνειο που έχει πάρει, ή γονική παροχή χρημάτων ή χρήματα που κέρδισε σε λαχνό, ή να επικαλεστεί οποιοδήποτε άλλο έσοδο που δεν φορολογείται ή εισόδημα που φορολογήθηκε με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, εφόσον αυτά τα ποσά των εσόδων ή εισοδημάτων τα έχει γράψει στη φορολογική του δήλωση.

Αν με βάση τις πιο πάνω δυνατότητες που προσφέρει στον φορολογούμενο η νομοθεσία, αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δαπάνη, θα φορολογηθεί με βάση το ύψος της δαπάνης αυτής. Ετσι αν ο φορολογούμενος αγόρασε ακίνητο (οικόπεδο, αγροτεμάχιο, κατοικία, υποθήκη κ.λπ.), αν αγόρασε επιβατικό αυτοκίνητο ή σκάφος αναψυχής ή αεροσκάφος ή πράγματα μεγάλης αξίας ή ανήγειρε οικοδομή θα πρέπει να δικαιολογήσει τη δαπάνη που πραγματοποίησε, με βάση τις πιο πάνω δυνατότητες που του προσφέρει ο φορολογικός νόμος. Αν δεν μπορέσει να δικαιολογήσει τη δαπάνη που πραγματοποίησε, η δαπάνη αυτή θα θεωρηθεί εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα και θα υπαχθεί σε φόρο.

Ο φορολογικός νομοθέτης έχει ωστόσο αφήσει δικλίδες διαφυγής από το «πόθεν έσχες» με ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες επιτρέπουν την άνετη διακίνηση μαύρου χρήματος. Ετσι εξαιρούνται από το «πόθεν έσχες» η αγορά μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο, η αγορά χρεογράφων, εταιρικών μεριδίων, η συμμετοχή στην αύξηση του κεφαλαίου των εταιρειών, η αγορά πρώτης κατοικίας εμβαδού ως 120 τ.μ. Οι εξαιρέσεις αυτές έχουν κάποια δικαιολογική βάση, η οποία όμως υπό τις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μάλλον δεν θεωρείται επαρκής. Ακόμη το σύστημα των τεκμηρίων έχει και τις αντιφάσεις του. Η αγορά μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εξαιρείται του τεκμηρίου, τα κέρδη όμως από την αγοραπωλησία μετοχών εισηγμένων στο ΧΑ μπορούν να δικαιολογήσουν οποιοδήποτε τεκμήριο.

Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι το «πόθεν έσχες» το οποίο έχει θεσπιστεί πριν από 30 χρόνια βρίσκεται σε λειτουργία, συμβάλλει ως έναν βαθμό στην περιστολή της φοροδιαφυγής, οπωσδήποτε όμως έχει ελλείψεις και χρειάζεται βελτιώσεις. Για να γίνει πιο αποτελεσματικό θα πρέπει να καταργηθούν όλες οι εξαιρέσεις οι οποίες επιτρέπουν τη διακίνηση του μαύρου χρήματος και ακόμη να καταργηθεί το τραπεζικό απόρρητο, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος των μεταβολών της περιουσιακής κατάστασης των φορολογουμένων.