Ενα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα για όσα στοιχειώνουν το παρελθόν μας στη σημερινή Ευρώπη είναιΗ εβραία νύφη του Νίκου Δαββέτα. Η ηρωίδα κινείται με άνεση ανάμεσα στην Αθήνα, το Βερολίνο, τη Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχει πάντα κάτι που της διαφεύγει: πώς είχε αναμειχθεί ο πατέρας της στον αφανισμό των ελλήνων εβραίων; Υπήρξε τέτοια εμπλοκή, και πώς χαράσσεται το λεπτό όριο ανάμεσα στη ζωή που ζούμε και στη ζωή που επινοούμε εμείς οι ίδιοι; Ο συγγραφέας θέλησε να μας διαφωτίσει σχετικά:

– Στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας καταπιαστήκατε με τον εμφύλιο πόλεμο,τώρα με τον αφανισμό των ελλήνων εβραίων.Είναι αρνητική η στάση σας απέναντι στο παρόν;

«ΗΕβραία νύφη, μαζί με τα μυθιστορήματα Το Θήραματο 2004 και Λευκή πετσέτα στο ριγκτο 2006, συγκροτούν μιαν άτυπη τριλογία με φόντο τη μεταπολεμική μας Ιστορία. Ωστόσο και τα τρία βιβλία μου διαδραματίζονται στο παρόν. Από το παρόν ξεκινά η πλοκή τους για να κατα γράψει μέσα από διαδοχικά φλας μπακ τον αντίκτυπο συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων στις νεότερες γενιές. Και επιδιώκω αυτή την προσέγγιση γιατί πιστεύω πως μόνο κατανοώντας το παρελθόν μας μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν. Μου κάνει μάλιστα τρομερή εντύπωση η απαξιωτική στάση ορισμένων Ελλήνων σχετικά με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν μας, τη στιγμή που σε ολόκληρη την Ευρώπη γράφονται και διαβάζονται παρόμοιας θεματολογίας βιβλία. Από τους νομπελίστες Γκύντερ Γκρας, Ιμρε Κέρτες και Χέρτα Μίλερ, ως τον Σεμπάστιαν Μπάρι, τον Πιέρ Ασουλίν, τον Χαβιέρ Θέρκας, τον Αντόνιο Μολίνας και τον Αλεσάντρο Μπάρικο, η Ιστορία πρωταγωνιστεί. Θυμηθείτε την περσινή διπλή επιτυχία- ως κείμενο και ως φιλμ – του Μπέρχαρντ Σλινκ με το “Διαβάζοντας στη Χάννα”. Και προβληματίζομαι γιατί στη χώρα μας ένα βιβλίο π.χ. για τον ιρλανδικό ή τον ισπανικό εμφύλιο φαίνεται πως ενδιαφέρει περισσότερους αναγνώστες από ό,τι ένα βιβλίο για τον ελληνικό. Μήπως κάποιοι συμπατριώτες μας φοβούνται να κοιτάξουν το είδωλό τους στον καθρέφτη;».

– Ποιο είναι το κριτήριο ότι μια ιστορία είναι καλή; Να μπορείτε να την επαναλάβετε,να την πείτε σε έναν τρίτο; «Κατ΄ αρχήν να μπορώ να την πω στον εαυτό μου. Να “καίει” εμένα. Οπως η ιστορία του αφανισμού των ελλήνων εβραίων, που είχα πρωτοακούσει πολύ μικρός, στον οικογενειακό μου περίγυρο».

– Θεωρείται πως το μυθιστόρημά σας είναι ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα; «Οχι. Το Ολοκαύτωμα υπάρχει βέβαια ως ιστορικό γεγονός σε δυο κεφάλαια, όμως κατά βάση είναι μια ερωτική ιστορία, μια ιστορία απώλειας και προδοσίας, μέσα σε δυο ελληνικές οικογένειες, που κλονίζονται από το παρελθόν τους».

– Χρειάζεται ένας πλούτος βιωμάτων, η αποθησαύριση του βιωματικού υλικού,για να γίνει λογοτεχνία;

«Κάποια βιώματα, όπως λέτε, είναι η πρώτη-πρώτη ύλη, μα δεν φτάνουν για να κάνεις λογοτεχνία. ΣτηνΕβραία νύφηγια να στηρίξω αφηγηματικά κάποιες ιστορίες έπρεπε να δανειστώ “θραύσματα πραγματικότητας”, να ταξιδέψω σε συγκεκριμένα μέρη, να συναντήσω ερευνητές κ.λπ. Ομως και η πλοκή και τα πρόσωπα του βιβλίου είναι προϊόντα μυθοπλασίας. Ολα έχουν επινοηθεί και υπακούουν στους νόμους της λογοτεχνίας, όχι της ιστορικής μαρτυρίας».

– Επειτα από επτά ποιητικές συλλογές από το 1983 ως το 1999,στραφήκατε στην πεζογραφία.Γιατί;

«Σε ένα οξυδερκές κείμενό του ο Δ. Ν. Μαρωνίτης έγραφε πως “στη λογοτεχνία το βάρος της εμπειρίας υπαγορεύει τη φόρμα”. Θα πρόσθετα λοιπόν πως στράφηκα στην πεζογραφία γιατί ορισμένες εμπειρίες μου ή τραυματικά βιώματα, μου επέβαλαν τη ρεαλιστική καταγραφή τους. Παράλληλα αισθανόμουν ότι ένα ποιητικό ιδίωμα απαλλαγμένο από την ευθύνη να λέει τα πράγματα με το όνομά τους δεν μου ήταν πια αρκετό. Ισως κι εγώ να μην ήμουν ικανός για να εκφραστώ σε αυτό το ιδίωμα, όπου η αφαίρεση έχει τον πρώτο λόγο».