Στις 21 Απριλίου 2009 η Ρώμη είχεγενέθλια. Γιόρταζε τα 2.762 χρόνια της, εφόσον, σύμφωνα με τον μύθο, η «αιώνια πόλη» ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Ο εορτασμός περιλάμβανε παρελάσεις ρωμαίων στρατιωτών και μονομάχων και εικαστικές παρεμβάσεις με θέμα τη λύκαινα- προφανή αναφορά στον μύθο του Ρώμου και του Ρωμύλου. Λίγους μήνες αργότερα, στη μακρινή Αρμενία, η πρωτεύουσά της Ερεβάν θα αμφισβητούσε τα πρωτεία της αρχαιότερης πόλης από τη Ρώμη. Στις 11 Οκτωβρίου 2009 γιόρτασε τα δικά της γενέθλια για τα 2.791 χρόνια από την ίδρυσή της. Το 782 π.Χ., 29 χρόνια πριν από τη Ρώμη, χτίστηκε το κάστρο Ερμπούνι, το οποίο θεωρείται από την αρμενική ιστοριογραφία ως η πρώτη μορφή (και ετυμολογικά) του Ερεβάν. Τα γενέθλια του Ερεβάν γιορτάστηκαν με τη γλώσσα μιας σύγχρονης λαϊκής γιορτής, με ροκ συναυλίες, μπάντες και χορευτικά σε όλη την πόλη και με τον κόσμο να έχει κατακλύσει το κέντρο φορώντας «τα καλά του» και ανεμίζοντας σημαίες.

Αν ο εορτασμός των γενεθλίων της Ρώμης είχε τα χαρακτηριστικά μιας τουριστικής φιέστας (άλλωστε υπήρχαν πάμπολλες προσφορές «τουριστικών πακέτων» για τη συγκεκριμένη επέτειο), τα γενέθλια του Ερεβάν βιώθηκαν ως εθνική επέτειος. Η πόλη ταυτιζόταν με το έθνος και τα γενέθλιά της ανακαλούσαν τη δική του αρχαιότητα. Η σύνδεση αυτή είναι εξάλλου απαραίτητη για μια πόλη όπου δεν υπάρχει κανένα αρχαίο μνημείο· αντίθετα, μοιάζει να μην είναι ούτε καν εκατό ετών. Η προβολή όμως της ιδέας του έθνους σε όσο το δυνατόν παλαιότερη εποχή την καθιστά «ολιστική», εφόσον μόνο έτσι μπορεί να περιλάβει όλα τα δυνάμει μέλη του έθνους ανά τους αιώνες και σε όλες τις ηπείρους. Για έθνη με μεγάλη διασπορά, όπως το αρμενικό, το στοιχείο της αρχαιότητας της καταγωγής αποτελεί ισχυρό συνεκτικό δεσμό.

Τον Οκτώβριο του 2009 γιορτάστηκαν και κάποια άλλα γενέθλια, αρκετά διαφορετικά από τα γενέθλια της Ρώμης και του Ερεβάν, τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο Αστερίξ, η γνωστή γαλλική φιγούρα κόμικ των Uderzo και Goscinny, έγινε 50 ετών. Γιγάντια μενίρ, ποικίλα σύμβολα και διάσημες ατάκες από τη σειρά γέμισαν το Παρίσι, σε κεντρικά σημεία, όπως η πλατεία Ομονοίας και ο Πύργος του Αϊφελ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του επετειακού εορτασμού υπήρξε ωστόσο η ιστορική αναφορά: στο μουσείο Κλυνύ, το οποίο είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια ρωμαϊκών λουτρών του 3ου μ.Χ. αιώνα, οργανώθηκε έκθεση ιστορικών τεκμηρίων που συνδέουν το κόμικ με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής όπου διαδραματίζεται. Παρ΄ όλο που κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει τη συγκεκριμένη έκθεση αντιεπιστημονική, η σύνδεσή της με τον Αστερίξ επιβεβαιώνει έστω και ακούσια ή ασυνείδητα τη στρεβλή ανάγνωση της ιστορίας. Γενιές Γάλλων έχουν ανατραφεί με την ιδέα «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες», ενσωματώνοντας τον Αστερίξ και τον Οβελίξ στην εθνική τους ταυτότητα- ακόμη και στις περιπτώσεις της ειρωνικής ανατροπής της.

Οι τρεις περιπτώσεις επετειακών εορτασμών που ανέφερα αποτελούν μικρό μόνο δείγμα του καταπληκτικού πολλαπλασιασμού των γενεθλίων και των κάθε είδους επετείων σε παγκόσμιο επίπεδο, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ενα είδος «αναβιωτισμού», σύμφωνα με τον όρο του Raphael Samuel, που ανιχνεύεται στη συλλεκτική μανία, τη μόδα της αντίκας, τον πολλαπλασιασμό των μουσείων κάθε είδους, στις εκστρατείες διάσωσης των ιστορικών μνημείων αλλά και του περιβάλλοντος (ως οιονεί «ιστορικού μνημείου») καθώς και στον εορτασμό όλο και περισσοτέρων επετείων, διαπιστώνεται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η οικογενειακή ιστορία, με την οποία καταπιάνονται όλο και περισσότεροι μη επαγγελματίες ιστορικοί, σε μια επιχείρηση ιστορικής έρευνας «κάν΄ το μόνος σου», αποτελεί ένα ακόμη δείγμα αυτής της νέας τάσης ιστορικισμού.

Η έκρηξη επετειακών εορτασμών μπορεί να εξηγηθεί αφενός σε συνδυασμό με τον επικοινωνιακό και καταναλωτικό αντίκτυπο αυτών των γεγονότων, εφόσον ενισχύουν την παραγωγή πλήθους πολιτισμικών αγαθών, από αναμνηστικές κονκάρδες και μπλουζάκια μέχρι ντοκιμαντέρ και ειδικές αφιερωματικές εκδόσεις. Αφετέρου εξαρτάται από την κεντρική θέση που έχει καταλάβει η μνήμη στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της «μεταμοντέρνας συνθήκης» και του «τέλους της ιστορίας», η μνήμη έχει αναδειχτεί σε κεντρικό τόπο ταυτότητας, απάντηση στο ερώτημα ποιοι είμαστε και πώς τοποθετούμαστε μέσα στον χρόνο. Πρόκειται για τη «νοσταλγία του παρόντος», σύμφωνα με τη διατύπωση του Fredric Jameson, όπου η στροφή προς τη μνήμη προσφέρει καταφύγιο μέσα σε έναν κόσμο γρήγορης και ευρείας αλλαγής, στο πλαίσιο του οποίου εξαφανίζονται τα σημεία αναφοράς και ανατρέπονται οι βεβαιότητες. Ολες αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούν λοιπόν απάντηση στο αίσθημα ότι δεν έχουμε «ρίζες» και στη συνακόλουθη ανασφάλεια που αυτό δημιουργεί.

Oι εσωτερικοί μετανάστες της αγροτικής εξόδου αναζητούν, γενιές μετά, το χωριό της καταγωγής τους. Το ίδιο και οι οικονομικοί μετανάστες των υπερπόντιων διαδρομών. Οι «ρίζες» είναι η ανακούφιση του μετακινούμενου, αυτό που του δίνει ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Η απελπισμένη ανάγκη να γαντζωθούμε πάνω σε κόσμους που εξαφανίζονται μας κάνει να φτιάχνουμε μνημεία για το εύθραυστο του παρόντος μάλλον παρά του παρελθόντος. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η επετειακή υπερβολή αποτελεί διεθνικό φαινόμενο που κινητοποιεί μάζες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Από τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και τα πενήντα χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα γενέθλια του Αστερίξ και τα μουσεία για τον Ελβις Πρίσλεϊ ή τον Χοντρό και τον Λιγνό, με τη συμμετοχή των μέσων επικοινωνίας και της πολιτιστικής βιομηχανίας, ένα τεράστιο, πολυεθνικό πλήθος καταναλωτών επιβεβαιώνει την επιλεκτική σχέση του με το παρελθόν και τη μνήμη και εν τέλει με την Ιστορία.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.