Ακούστηκε πως ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, σε συζήτηση που διεξήχθη σε ραδιοφωνικό σταθμό των Αθηνών στην οποία συμμετείχε, παραδέχθηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως πολλές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εκπροσωπεί δηλώνουν καθαρά κέρδη κατώτερα του ποσού των ετήσιων αποδοχών ενός εκ των υπαλλήλων τους. Ομολογία που συγκλονίζει όχι μόνο διότι εκφράστηκε από άνθρωπο δυναμικό και ευφυή ο οποίος εκπροσωπεί χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως διότι αναδεικνύει με πολύ παραστατικό και εύγλωττο τρόπο το μέγεθος του προβλήματος που αποκαλείται φοροδιαφυγή. Αναδεικνύει την οικονομική και κοινωνική διάσταση αυτού του προβλήματος. Ο μισθωτός της μικρομεσαίας επιχείρησης, του οποίου το εισόδημα από την εργασία ίσα που επαρκεί για να συντηρηθεί, πληρώνει τους φόρους που οφείλει και μάλιστα προκαταβολικά αφού αυτοί οι φόροι παρακρατούνται στην πηγή, ενώ ο επιχειρηματίας, ο οποίος κατά τεκμήριο διαβιοί πιο άνετα από τον μισθωτό του, φοροδιαφεύγει και ίσως δεν πληρώνει καθόλου φόρους.

Εχει διαπιστωθεί και καταγραφεί ότι η μεγάλη φοροδιαφυγή διαπιστώνεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες, και τούτο διότι ο ελεγκτικός μηχανισμός που εδώ και χρόνια βρίσκεται σε αδράνεια δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήθος φορολογουμένων που υπερβαίνουν το ένα εκατομμύριο. Η φοροδιαφυγή στις κατηγορίες αυτές των φορολογουμένων είναι αναμφισβήτητη. Από τη διασταύρωση φορολογικών στοιχείων που έγινε από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων διαπιστώθηκε ότι, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009, 55.639 μικρές επιχειρήσεις δεν υπέβαλαν περιοδική δήλωση ΦΠΑ, γεγονός που υποδηλώνει πρόθεση φοροδιαφυγής και παράλληλα φοροκλοπή. Σύμφωνα εξάλλου με στοιχεία της ίδιας υπηρεσίας του υπουργείου Οικονομικών, στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 80% του συνολικού φόρου το καταβάλλουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και το υπόλοιπο 20% οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ατομικές επιχειρήσεις. Εδώ και μία πεντηκονταετία το κύριο φορολογικό βάρος το σηκώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και τούτο διότι δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν αφού ο φόρος παρακρατείται στην πηγή.

Το 1994 η τότε κυβέρνηση αντιμετώπισε πολύ δύσκολο δημοσιονομικό πρόβλημα, όπως και η σημερινή, το οποίο και αυτή κληρονόμησε από την προηγούμενη. Η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ήταν και τότε κρίσιμη, ενώ ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις ήταν ορατός, γεγονός που είχε καταστήσει επείγουσα την ανάγκη λήψης φορολογικών μέτρων με περιορισμό της φοροδιαφυγής. Ο τότε υπουργός των Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος, τολμηρός πολιτικός, εισήγαγε ένα σύστημα προσδιορισμού του ελαχίστου εισοδήματος των μικρών επιχειρήσεων και ορισμένων ελευθέρων επαγγελματιών με αντικειμενικά κριτήρια. Αναμφίβολα «ανορθόδοξος» τρόπος υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος, αλλά αρκετά αποτελεσματικός στην προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Το σύστημα αυτό συνέβαλε σημαντικά στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας, ενώ η κοινή γνώμη το αντιμετώπισε με ανοχή.

Μήπως είναι καιρός να σκεφθεί σοβαρά η κυβέρνηση την επαναφορά ενός τέτοιου συστήματος, έστω για περιορισμένο χρόνο;