Ο Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη πριν από ένα χρόνο στην προεδρία των ΗΠΑ καταφέρνοντας το ακατόρθωτο· ένα αουτσάιντερ- μαύρος και χωρίς μεγάλη πείρα στην πολιτική- κατατρόπωσε τη Χίλαρι Κλίντον, έλαβε το χρίσμα τού Δημοκρατικού Κόμματος και στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008 έγινε ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου. Η αποδοχή του βρισκόταν στα ύψη τόσο στις ΗΠΑ όσο και παγκοσμίως και οι προσδοκίες από την εκλογή του ήταν πολύ υψηλές. Ο Ομπάμα ήταν ο αντι-Μπους, ο άνθρωπος ο οποίος θα αντέστρεφε τις μονομερείς πολιτικές τού προκατόχου του, θα τερμάτιζε τον πόλεμο στο Ιράκ, θα έδινε μια σαφή κατεύθυνση στη σύγκρουση στο Αφγανιστάν, θα μείωνε τα πυρηνικά, θα χρησιμοποιούσε πιο συναινετικό τόνο προς το Ιράν και
προς τη Βόρεια Κορέα, θα χάριζε ένα καλό σύστημα υγείας στους Αμερικανούς, θα έβγαζε τις ΗΠΑ από την οικονομική κρίση… Σήμερα, η αποδοχή του έχει μειωθεί κατά 12 μονάδες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του και κυμαίνεται στο 51%. Αυτό σπεύδουν να τονίσουν οι εχθροί του, οι οποίοι είναι πολλοί τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του, ξεχνώντας όμως μια σημαντική παράμετρο: στην πολιτική έχει μεγάλη σημασία τι κάνει ο αντίπαλός σου. Και ο «αντίπαλος» του Ομπάμα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, μόλις που πιάνει το 36%, το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας δεκαετίας. Είναι αλήθεια ότι οι προσδοκίες για αυτόν έφθαναν σε δυσθεώρητα ύψη την ώρα της εκλογής του. Σιγά σιγά η «μαγεία» του άρχισε να ξεθωριάζει- κυρίως εντός των ΗΠΑ- χωρίς ο ίδιος να έχει σημειώσει κάποια σημαντική αποτυχία. Γιατί όμως συνέβη αυτό;

O Ομπάμα εξελέγη εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Η βάση των Δημοκρατικών ήταν βαθιά απογοητευμένη από τα στελέχη της Γουόλ Στριτ, τα οποία εισέπρατταν τεράστια μπόνους, ενώ οδηγούσαν το οικονομικό σύστημα στην καταστροφή. Ο πρόεδρος αφιέρωσε ένα «πακέτο» σχεδόν 800 δισ. δολαρίων στην τόνωση της αμερικανικής οικονομίας, η οποία ήδη δείχνει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Τα μέτρα όμως που πήρε ο Ομπάμα εξόργισαν τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι τον κατηγορούν ότι απομακρύνεται από την αμερικανική πρακτική της ελάχιστης ανάμειξης του κράτους στην οικονομία και εισάγει «σοσιαλιστικές μεθόδους», οι οποίες αποτελούν μίασμα γι΄ αυτούς. Δυσαρέστησαν επίσης την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, που τονίζει ότι ένας στους 10 Αμερικανούς είναι άνεργος. Προσφάτως, η πτέρυγα αυτή εξοργίστηκε όταν η Goldman Sachs μοίρασε μπόνους ρεκόρ στα μεγαλοστελέχη της, τη στιγμή που ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί την περικοπή αυτών.

Η άλλη μεγάλη πηγή αντιπαράθεσης είναι το περίφημο νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση, το οποίο θέλει να περάσει ο πρόεδρος. Οι Αριστεροί τον κατηγορούν ότι κατέληξε να στείλει στο Κογκρέσο προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο… σκιά του αρχικού εαυτού του, επειδή ενέδωσε στα διάφορα συμφέροντα. Μέχρι στιγμής το νομοσχέδιο αυτό, που θα χάριζε πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας σε εκατομμύρια μη προνομιούχους Αμερικανούς, δεν φαίνεται να ενώνει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο. Η μόνη Ρεπουμπλικανή γερουσιαστής που έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα το υπερψηφίσει είναι η ελληνικής καταγωγής Ολυμπία Σνόου . Οσο για τους Δεξιούς, αυτοί έχουν εξαγριωθεί και μόνο στην ιδέα ότι το κράτος πρόκειται να παρέχει περίθαλψη σε μια μερίδα πολιτών και ξεσπαθώνουν κατηγορώντας τον Ομπάμα ως «σοσιαλιστή» – μεγάλη βρισιά στους κύκλους τους.

Η αλήθεια είναι ότι ο αμερικανός πρόεδρος πληρώνει εν μέρει το τίμημα της πολύ υψηλής δημοτικότητάς του. Ανήλθε στην εξουσία αφενός μεν χαρίζοντας την ελπίδα σε πολλούς Αμερικανούς, όπως είχε συμβεί με τον Τζον Φ. Κένεντι στο παρελθόν, και αφετέρου δε εκμεταλλευόμενος το συλλογικό αίσθημα ενοχής των Αμερικανών για τη σκλαβιά. Είναι επίσης αλήθεια ότι και μόνο το κατόρθωμα της εκλογής στον Λευκό Οίκο ενός μιγά, με πατέρα από την Κένυα που δεν ανήκει σε κανένα πολιτικό ή οικονομικό «τζάκι» και έχει ένα όνομα που μόνο αγγλοσαξονικό δεν ακούγεται, θα γραφτεί στην Ιστορία, όποιος κι αν είναι ο απολογισμός της διακυβέρνησής του.

Μια μερίδα της Δεξιάς, η οποία εκφράζεται από το κανάλι Fox Νews, έχει συνέλθει από το σοκ της εκλογής του Ομπάμα και έχει ξαναβρεί τη φωνή της, αποκαλώντας τον «Χίτλερ», «Στάλιν»

Ενας άνδρας, θύμα της κρίσης στην Ινδιανάπολη, προχωρεί σε πικετοφορία ζητώντας την πρόσληψή του

, «αντιαμερικανό», ακόμη και «πλαστογράφο» που παραποίησε το πιστοποιητικό γέννησής του για να φανεί ότι γεννήθηκε στις ΗΠΑ και να έχει δικαίωμα εκλογής στην προεδρία (πρόκειται για μεγάλο ψέμα, ο Ομπάμα έχει όντως γεννηθεί στις ΗΠΑ). Από την άλλη πλευρά, οι Αριστεροί επικριτές του τον αποκαλούν «μαύρο Μπους» και προδότη των αριστερών ιδεών.

Αν δεν υπήρχαν όλες εκείνες οι μεγάλες προσδοκίες που συνόδευαν την εκλογή του, ο πρώτος χρόνος στην εξουσία του Ομπάμα δεν θα ήταν ούτε θρίαμβος ούτε απογοήτευση, αλλά ένας κανονικός πρώτος χρόνος ενός προέδρου που ανέλαβε την εξουσία και μαθαίνει τη δουλειά στην πράξη. Ο κίνδυνος που διατρέχει είναι ότι ενώ είχε υπερτιμηθεί προεκλογικά, μπορεί εξίσου εύκολα να υποτιμηθεί. Αυτός όμως είναι ο κίνδυνος οποιουδήποτε πολιτικού αποθεώνεται: να πέσει εξίσου εύκολα σε δυσμένεια.

Μεθαύριο στήνονται κάλπες για την εκλογή κυβερνήτη σε δύο Πολιτείες, στο Νιου Τζέρσεϊ και στη Βιρτζίνια. Το αποτέλεσμά τους αναμένεται με ενδιαφέρον ως ένα πρώτο «δημοψήφισμα» για τον Ομπάμα. Και στις δύο Πολιτείες οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι κάθε άλλο παρά «περίπατο» θα κάνουν. Αλλά και τη μία από αυτές να χάσουν θα θεωρηθεί πλήγμα. Ο πρόεδρος, του οποίου η δημοτικότητα παραμένει υψηλή στο εξωτερικό, έχει δύσκολο δρόμο για να συνεχίσει να συναρπάζει τους Αμερικανούς που περιμένουν από αυτόν σχεδόν το ακατόρθωτο: ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Εκτός ΗΠΑ, ο μήνας του μέλιτος συνεχίζεται, αλλά και εκεί θα αρχίσει ο κόσμος να απαιτεί αποτελέσματα: το κλείσιμο του Γκουαντάναμο (που πήρε παράταση από την αρχική ημερομηνία τον Ιανουάριο), οι σχέσεις με το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Ιράκ, το Μεσανατολικό, το κλίμα, τα πυρηνικά… δεν υπάρχει κανένας τομέας για τον οποίο να μην υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες από τον αμερικανό πρόεδρο.

Γιατί δεν μπορεί να γίνει Ρούζβελτ
Οι λόγοι για τους οποίους ο Μπαράκ Ομπάμα δεν μπορεί να γίνει ένας νέος Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ και να φέρει ένα νέο Νew Deal είναι πολλοί, σύμφωνα με τον Φεντερίκο Ραμπίνι, ανταποκριτή της ιταλικής εφημερίδας «La Repubblica» στις ΗΠΑ. Ο «FDR», ο πρόεδρος του Νew Deal, ήταν ένας πατρίκιος, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες οικογένειες του αμερικανικού κατεστημένου. Χάρη στο γενεαλογικό του δέντρο, μπορούσε να επιτεθεί στα ισχυρά συμφέροντα του καπιταλισμού που ήταν υπεύθυνα για το Κραχ του 1929 και να αντιμετωπίσει με το κεφάλι ψηλά τις κατηγορίες για «σοσιαλισμό». Στον Ομπάμα, αντιθέτως, ένα τμήμα του αμερικανικού λαού δεν έχει συγχωρέσει ακόμη το μαύρο χρώμα του δέρματός του, το ότι ο πατέρας του ήταν από την Κένυα, το ότι έχει μουσουλμανικό όνομα (Μπαράκ ΧουσεΐνΟμπάμα) και έζησε την παιδική του ηλικία στη σκιά των μιναρέδων της Ινδονησίας.

Η άλλη διαφορά με τον Ρούζβελτ είναι ότι Νew Deal έχει ήδη υπάρξει μια φορά. Από εκείνη την εκπληκτική εποχή των μεταρρυθμίσεων, σήμερα, 70 χρόνια αργότερα, παραμένει μια τεράστια ομοσπονδιακή γραφειοκρατία, όχι ιδιαιτέρως αποτελεσματική ούτε αγαπητή στην πλειονότητα των Αμερικανών. Το Κράτος Πρόνοιας (Welfare State), για παράδειγμα, που επέζησε από τον «διωγμό» της εποχής του προέδρου Ρίγκαν, δεν είναι με κανέναν τρόπο ένας «Ρομπέν των Δασών» που κόβει από τους πλούσιους για να δώσει στους φτωχούς, αλλά μια περίπλοκη αναδιανεμητική μηχανή της οποίας το βάρος βρίσκεται στους ώμους της μεσαίας τάξης.

Το Νew Deal (δηλαδή, «Νέο Συμβόλαιο») του Ρούζβελτ πραγματοποιήθηκε σε μια κοινωνία πολύ πιο απλή από τη σημερινή, στην οποία τα όρια ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς ήταν πολύ πιο ευδιάκριτα. Στον τομέα της Υγείας ο Ομπάμα επέλεξε να αποκαλέσει τις μεταρρυθμίσεις που εισάγει «Νext Deal» (δηλαδή, «Επόμενο Συμβόλαιο»). Πρόκειται για ένα πολύ φιλόδοξο έργο το οποίο πρέπει να συνδυάσει την αποτελεσματικότητα με την ισότητα ανάμεσα στις γενιές και τις προσδοκίες του 21ου αιώνα για την ποιότητα ζωής. Ο Ρούζβελτ λάτρευε τις αντιπαραθέσεις, ο Ομπάμα προτιμά τη συναίνεση. Το δικό του Νext Deal δεν μπορεί να επιβληθεί μέσω ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Ο ρόλος του προέδρου είναι να αναζητήσει τον δρόμο προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.

Οι αυταπάτες των Αμερικανών
Από καιρού εις καιρόν, οι Αμερικανοί πέφτουν σε μια μαζική αυταπάτη για το πώς λειτουργεί η κυβέρνησή τους, γράφει η Αννα Κουίντλεν στο τελευταίο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «Νewsweek». Μια παρόμοια αυταπάτη συνέβη ακριβώς πριν από έναν χρόνο, όταν ένας 47χρονος Αφροαμερικανός, στον οποίον αρχικά έδιναν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ.

Η Ιστορία θα κρίνει τον Μπαράκ Ομπάμα σε βάθος χρόνου. Αλλά βραχυχρόνια οι Αμερικανοί ήδη έχουν μάθει κάτι που είναι απλό, προφανές και έχει να κάνει λιγότερο με τον ίδιο και περισσότερο με τους ιδρυτικούς πατέρες των ΗΠΑ. Η χώρα έχει συχνά μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες οι οποίες είναι δύσκολο να εφαρμοστούν λόγω συστήματος, είναι μια χώρα που χτίστηκε πάνω σε μια επανάσταση και μετά έλαβε τα μέτρα της ώστε οτιδήποτε επαναστατικό σπανίως να μπορεί να επικρατήσει.

Ελεγχοι και ισορροπίες (checks and balances): Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και θεωρητικά στόχος τους είναι η προφύλαξη απέναντι σε έναν δεσποτικό πρόεδρο, ένα «τρελαμένο» Κογκρέσο, μια υπερφίαλη δικαστική εξουσία. Στόχος τους είναι επίσης η διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων. Στην πράξη όμως- όπως έδειξε ο δηλητηριώδης εμφύλιος ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα που έχει παραλύσει την Ουάσιγκτον τα τελευταία χρόνια- πολύ λίγα από τα σημαντικά πράγματα γίνονται εν τέλει. Απλώς δεν είναι δυνατόν να γίνουν.

Ο πρόεδρος υποσχέθηκε να χειριστεί τα σπουδαία προβλήματα γρήγορα, αποφασιστικά και με κατηγορηματικό τρόπο και οι ψηφοφόροι πήραν την υπόσχεσή του κατά γράμμα πριν από έναν χρόνο. Είχε ιδιαίτερη απήχηση σε εκείνους που διψούσαν για μια προοδευτική πολιτική ατζέντα η οποία θα άλλαζε το πεδίο, διευκολύνοντας τους μη προνομιούχους.

Η Υγεία είναι ο τομέας στον οποίον το χάσμα ανάμεσα στο αναγκαίο και στο εφικτό είναι ευρύτερο και οι περιορισμοί της εξουσίας του προέδρου πιο εμφανείς. Είναι αποκαρδιωτικό για τους Αμερικανούς να βλέπουν τους υπερασπιστές της αμερικανικής «ιδιαιτερότητας» να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη το είδος του Συστήματος Υγείας που σχεδόν κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο θεωρεί βέλτιστο. Στις ΗΠΑ οικογένειες χρεοκοπούν από τα έξοδα για την υγεία και παραλείπουν τις θεραπευτικές αγωγές τις οποίες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Οι στατιστικές για την εθνική υγεία, από το προσδόκιμο ζωής ως τη βρεφική θνησιμότητα, παραμένουν κάτω του μετρίου. Και επειδή οι ΗΠΑ έχουν ένα σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών», στο οποίο η διακυβέρνηση πραγματοποιείται αργά και σποραδικά, η μεγάλη ανάγκη για σαρωτική μεταρρύθμιση αντιμετωπίζεται συχνά με ένα «μαγειρεμένο» νομοσχέδιο, με όχι αρκετό βάθος ή εύρος, το οποίο ενδεχομένως κάποια ημέρα θα δώσει τη θέση του σε ένα καλύτερο και τελικά σε ένα πραγματικά καλό.

Ολα αυτά απέχουν πολύ από την ατζέντα για την Υγεία την οποία υποσχόταν ο Μπαράκ Ομπάμα στην προεκλογική του εκστρατεία. Ωστόσο οι εκστρατείες αυτές απευθύνονται στις μεγάλες προσδοκίες, ενώ η διακυβέρνηση πραγματοποιείται με το σταγονόμετρο. Ο πρόεδρος υποσχέθηκε τον Ιανουάριο ότι θα κλείσει το Γκουαντάναμο. Ενας αξιέπαινος στόχος, ευκολότερος στη διατύπωση παρά στην εφαρμογή του: με περισσότερους από 200 κρατουμένους και την απαγόρευση του Κογκρέσου να μεταφερθούν στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ξένες κυβερνήσεις να τους δεχτούν. Καμία δεν σπεύδει να βοηθήσει.

Μια άλλη υπόσχεση του προέδρου ήταν ότι θα τερμάτιζε την πολιτική τού «μη ρωτάς, μη λες» που εφαρμόζει ο στρατός, αποκλείοντας από τις τάξεις του χιλιάδες ικανά στελέχη επειδή είναι ομοφυλόφιλοι. Σε αυτό το θέμα, ο πρόεδρος δεν χρειάζεται να πείσει τη δεξιά πτέρυγα του Κογκρέσου, όπως για τη μεταρρύθμιση της Υγείας. Εδώ η μεταρρύθμιση είναι εντός των δυνατοτήτων του: απαιτεί ένα στιλό και μια υπογραφή.

Γιατί δεν συνέβη; Ενας λόγος είναι ο ουσιαστικός χαρακτήρας του προέδρου, ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με την προσωπικότητα που ανέπτυξε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ισως λόγω του χρώματος του δέρματός του και της ηλικίας του, μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων, ιδίως των πιο φιλελεύθερων, υπέκυψε στο στερεότυπο και υπέθεσε ότι είναι μαχητικός. Εναν χρόνο μετά, οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι ξεγέλασαν τους εαυτούς τους. Είναι μεθοδικός, στοχαστικός, εγκεφαλικός, πιστός στη συναίνεση και στη διαδικασία. Αυτά καθιστούν παράλογες τις κατηγορίες εναντίον του ότι είναι «ριζοσπαστικός» ή «σοσιαλιστής», για να μην πούμε γελοιωδώς παρωχημένες. Ο πρόεδρος είναι άνθρωπος των αποχρώσεων. Αλλά και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, οι αποχρώσεις φαντάζουν νερόβραστες.

Στη σύγχρονη εποχή, οι περισσότερες πραγματικές μεταρρυθμίσεις έχουν προκύψει από τη δικαστική εξουσία. Αυτό ίσως συμβαίνει διότι η συναίνεση στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι εφικτή, καθώς χρειάζονται μόνο πέντε από τις εννέα ψήφους, ή επειδή τα μέλη του είναι ισόβια και δεν έχουν το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές και στις δημοσκοπήσεις.

Ηιστορικός Ντόρις Κιρνς Γκούντγουιν παρατηρεί ότι οι πρόεδροι οι οποίοι έφεραν πραγματική αλλαγή τα κατάφερναν πάντα με τον ίδιο τρόπο: «Καθένας από αυτούς είχε τη χώρα να σπρώχνει το Κογκρέσο να δράσει, τόσο τον λαό όσο και τον Τύπο. Η πίεση πρέπει να έλθει απ΄ έξω». Συνεπώς αν οι αμερικανοί ψηφοφόροι επιθυμούν ο πρόεδρος να γίνει περισσότερο σαν τον Μπαράκ Ομπάμα που εξέλεξαν, τότε ίσως πρέπει και εκείνοι να αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν τους ψηφοφόρους που τον εξέλεξαν, που μετακίνησαν με δύναμη και σαφήνεια το πολιτικό κατεστημένο προς τα εκεί όπου δεν ήθελε να πάει.