Μεταφερόμαστε προς στιγμήν, από τους συγγραφείς του βιβλίου Μεγάλη Απάτη,στη δεκαετία του 1920, εποχή γέννησης της μαζικής παραγωγής, της μαζικής επικοινωνίας, του μαζικού καταναλωτισμού, της πίστης στην τεχνολογική πρόοδο ως νέας θρησκείας, των ψυχοσεξουαλικών θεωριών του Σίγκμουντ Φρόιντ. Ολα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας πεποίθησης, την οποία ανέπτυξε ο Εντουαρντ Μπέρνεϊς, ανιψιός του Φρόιντ, ότι «αν κατανοήσουμε τον μηχανισμό και τα κίνητρα βάσει των οποίων λειτουργεί το μυαλό μιας ομάδας, θα μπορέσουμε να ελέγξουμε και να κυβερνήσουμε τις μάζες σύμφωνα με τη θέλησή μας, χωρίς εκείνες να το γνωρίζουν…».Τα ελατήρια του ανιψιού ήταν βέβαια αγαθά: ήδη στην πρωτόγονη τεχνολογικά εποχή του έκρινε ότι κανένας απ΄ όσους ζουν και κινούνται στον σημερινό, πολύπλοκο κόσμο δεν είναι σε θέση να βασίσει εξ ολοκλήρου την κρίση του στην προσωπική εξέταση και αξιολόγηση των ενδείξεων. Θα βασιστεί στη γνώμη κάποιου πιο«έξυπνου».Συνεπώς, ένας αρχηγός για κάθε ομάδα (βλέπε, «ανεξάρτητος ειδικός»,σήμερα) αναλαμβάνει να διαμορφώσει την κοινή γνώμη.

Οι δημόσιες σχέσεις
Η ιδέα ενθουσίασε τον δημοσιογράφο και σύμβουλο του υπουργού Πολέμου των ΗΠΑ, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Ουόλτερ Λίπμαν, ο οποίος πρότεινε το 1921 τη δημιουργία«γραφείων ειδικών»,επιχορηγούμενων από το κράτος, τα μέλη των οποίων θα είναι ισόβια. Τα γραφεία αυτά, χρήσιμα για όλες τις υπηρεσίες του κράτους, θα τείνουν να οργανώνουν ομάδες έρευνας και πληροφοριών, οι οποίες θα απλώνουν τα πλοκάμια τους και θα επεκτείνονται όπως κάνουν οι μυστικές υπηρεσίες του στρατού κάθε κράτους. Και παρ΄ ότι η φιλοσοφία του Μπέρνεϊς διαψεύστηκε περίτρανα με τη μεγάλη ύφεση που ακολούθησε το 1929 και κανείς από τους οικονομικούς και πολιτικούς ειδικούς της εποχής δεν την είχε προβλέψει, ακολούθησαν ημέρες δόξας για την ακμάζουσα βιομηχανία δημοσίων σχέσεων.«Η συνειδητή και έξυπνη χειραγώγηση των οργανωμένων συνηθειών και των απόψεων των μαζών είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Οσοι χειραγωγούν αυτό τον αόρατο μηχανισμό της εξουσίαςαποτελούν μια αόρατη κυβέρνηση,που είναι η πραγματική διοικούσα δύναμη της χώρας μας», αποφάνθηκε ο πρώτος διδάξας Εντουαρντ Μπέρνεϊς στο κλασικό πλέον δοκίμιό τουΠροπαγάνδα (1928). Αποτέλεσμα αυτού του κληροδοτήματος ψυχολογίας και μάρκετινγκ είναι η ατέρμονη προσπάθεια έκτοτε να αποδειχτεί ο παραλογισμός της κοινής γνώμης. Παραλογίζονται όσοι εναντιώνονται στη βιοτεχνολογία, στα μεταλλαγμένα τρόφιμα, στην τοξικότητα των βιομηχανικών αποβλήτων, στις περί τούτων επιστημονικές αλήθειες που προβάλλουν οι «ειδικοί».

Αυτό το οποίο μας διαφεύγει είναι ότι έχουμε πλέον δύο είδη ειδικών: τους ορατούς, που βλέπουμε παντού, και τους αόρατους. Λίγοι τους γνωρίζουν κατ΄ όνομα και ακόμα λιγότεροι στην όψη, αφού, παρ΄ ότι κυρίαρχοι του παιχνιδιού, οφείλουν να κρατούν κρυφή την προσωπική τους ανάμειξη αν θέλουν να πετύχουν τις οφθαλμαπάτες τους. Αν και οι ίδιοι ποτέ δεν κέρδισαν τη δημόσια εκτίμηση («Ολα είναι δημόσιες σχέσεις…» λέμε απαξιωτικά), τα δημιουργήματά τους- οι «ειδικοί» σε κάθε υπόθεση- είναι η πρώτη μας προτίμηση. Ποντάρουμε στη γνώμη τους όταν μας λένε ποιον να ψηφίσουμε, τι να φάμε, πώς να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Τους παρακολουθούμε στην τηλεόραση, τους ακούμε στο ραδιόφωνο, τους διαβάζουμε στα περιοδικά και στις εφημερίδες και σε επιστολές τους προς την εκάστοτε εξουσία. Τους εμπιστευόμαστε όταν μας λένε τι να πιστέψουμε, γιατί είναι τόση η πληθώρα των πληροφοριών γύρω μας που δεν μας φτάνει ο χρόνος να ξεκαθαρίσουμε τι αξίζει από όλα αυτά. Πλούσιοι και διάσημοι δεν δείχνουν να είναι καλύτερα ενημερωμένοι για να ξεχωρίζουν τους δήθεν ειδικούς από ό,τι όλοι οι υπόλοιποι, ενώ και τα πολιτικά πρόσωπα συνήθως περνούν ακριβώς τα μηνύματα που έχουν αναπτύξει οι ειδικοί των δημοσίων σχέσεων για αυτούς.

Οι συγγραφείς Τζον Στάιμπερ, διευθυντής του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Center for Μedia and Democracy, και Σέλντον Ράμπτον, συντάκτης μαζί με τον πρώτο της τριμηνιαίας έκδοσης «ΡR Watch», αποκαλύπτουν στο βιβλίο τους τον τρόπο με τον οποίο ασκείται σήμερα η χειραγώγηση της κοινής γνώμης προς όφελος των συμφερόντων της βιομηχανίας. Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η εποχή των ψευδαισθήσεων» συναντάμε την κυρίαρχη στρατηγική των δημοσίων σχέσεων, τη λεγόμενη «τεχνική υπέρ τρίτων» ή «βάλε κάποιον άλλον να το πει»: όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης άρχισε την έρευνα για τις αντιμονοπωλιακές πρακτικές, η εταιρεία δημοσίων σχέσεων της Μicrosoft πέρασε στην αντεπίθεση με ένα κύμα δημοσιεύσεων υπέρ της σε άρθρα, επιστολές προς τον διευθυντή και καταθέσεις απόψεων απ΄ άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα, δεξιοτεχνικά γραμμένων από επαγγελματίες της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, με τρόπο όμως που να φαίνονται σαν πρόχειρες καταγραφές, μαρτυρίες από καρδιάς, απόψεις του «απλού κόσμου». Ηταν παιχνίδι γι΄ αυτούς να το κάνουν και ανησυχητικά εύκολο για τους ελεγκτές να πειστούν. Αν ο «κάποιος άλλος» είναι επιστήμονας βέβαια, ακόμα καλύτερα. Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, καπνοβιομηχανίες κατέβαλαν μυστικά σε δεκατρείς επιστήμονες το συνολικό ποσό των 156.000 δολαρίων ΗΠΑ για να γράψουν κάποιες επιστολές σε ιατρικές επιφυλλίδες επιρροής. Ενας ερευνητής του καρκίνου έλαβε 20.137 δολάρια ΗΠΑ για να συνθέσει τέσσερις επιστολές για τοLancet, τηνJournal of the Νational Cancer Ιnstituteκαι τηWall Street Journal. Δύσκολο να απορρίψει κάποιος τέτοια δουλειά, ιδίως όταν οι επιστήμονες δεν χρειάζεται καν να γράψουν τις επιστολές οι ίδιοι. Δύο νομικές εταιρείες από μέρους των καπνοβιομηχανιών είχαν αναλάβει τη συγγραφή και προώθηση των επιστολών.

Επικίνδυνες αποστολές
Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Επικίνδυνες αποστολές», βλέπουμε πώς μεταβλήθηκε η έννοια του κινδύνου στην εποχή μας και τον τρόπο με τον οποίο τα οικονομικά συμφέροντα μπορούν να επιβάλουν στο κοινό την άποψή τους για το τι το απειλεί και τι όχι. Με την εμφάνιση του παγκόσμιου καπιταλισμού προέκυψαν οι λεγόμενες «επαγγελματικές ασθένειες», οι οποίες δεν ήταν καθόλου θεόσταλτες τελικά: πυριτίαση, δηλητηρίαση από μόλυβδο, προβλήματα που δημιουργεί η άσβεστος, καρκίνος που οφείλεται στην έκθεση σε επικίνδυνα υλικά στον χώρο εργασίας, θέματα ζωτικής σημασίας για πληθυσμούς ολόκληρους, έφεραν τις επιχειρήσεις προ των ευθυνών τους. Ασφαλώς, δεν διανοήθηκαν να κλείσουν, αλλά να καταρτίσουν εκθέσεις για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να παραδεχτούν τους θανατηφόρους κινδύνους που συνεπάγεται η επέκταση της βιομηχανοποίησης. Παραλογίζονται όσοι εναντιώνονται στη βιοτεχνολογία, στα μεταλλαγμένα τρόφιμα, στην τοξικότητα των βιομηχανικών αποβλήτων, στις περί τούτων επιστημονικές αλήθειες που προβάλλουν οι «ειδικοί». Για κάτι τέτοιο χρειαζόταν μόνο η κατάλληλη επιστημονική τεκμηρίωση και θα επιστρατεύονταν για άλλη μία φορά οι επιστήμονες από τις εταιρείες δημοσίων σχέσεων.

Πώς φθάσαμε πάλι σε τέτοια έκπτωση των αξιών της επιστήμης, αυτής που ήταν πάντα η αντικειμενική κυνηγός της αλήθειας; Ατυχώς, η άνοδος της βιομηχανίας των δημοσίων σχέσεων συνέπεσε με την εποχή της μεγάλης επιστήμης, ήτοι με την ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση της επιστήμης από την κυβερνητική χρηματοδότηση και τη βιομηχανία. Η γνώση τώρα κατηγοριοποιήθηκε σε βαθμίδες- άκρως απόρρητο, εμπιστευτικό, κτλ.-, κατηγοριοποίηση που επεκτάθηκε πέρα από τα θέματα άμεσης στρατιωτικής σημασίας, όπου ήταν λογικό να υπάρχει, σε θέματα δημοσίων σχέσεων ή «ντροπής», καθώς και στη νομική ευθύνη. Ακόμα και θέματα ιατρικά περιήλθαν στα απόρρητα του κράτους. Και όταν όλος ο κόσμος ανησύχησε σοβαρά μετά τις βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, η Αtomic Εnergy Commission στράφηκε στους ειδικούς της διανοητικής υγείας για να στείλει την κοινή γνώμη στον καναπέ των ψυχιάτρων.

Η μοναδική άμυνα
Στην τρίτη ενότητα του βιβλίου παρουσιάζεται η μοναδική άμυνα που μας έχει απομείνει απέναντι σε αυτό το φαινόμενο: να το αναγνωρίζουμε. Υποπτευόμαστε βέβαια ότι υπάρχει η «ψευδοεπιστήμη» παράλληλα με την «υγιή επιστήμη», αλλά κατάφεραν πάλι οι ειδικοί των δημοσίων σχέσεων να θολώσουν τα νερά και ουσιαστικά αποκαλούνται σήμερα «ψευδοεπιστήμονες» όσοι αντιτίθενται στα συμφέροντα της βιομηχανίας. Ο παραδοσιακός τρόπος αναγνώρισης της ψευδοεπιστήμης, για όσους έχουν το κουράγιο να εξερευνήσουν το θέμα, είναι αυτός που πρότεινε ο Robert Υoungson στο βιβλίο τουΒlunders: Α Βrief Ηistory of how Wrong Scientists can Sometimes be: «Η διαφορά ανάμεσα στην επιστήμη και την ψευδοεπιστήμη είναι πως οι επιστημονικές ανακοινώσεις μπορούν να αποδειχθούν λανθασμένες, ενώ οι ψευδοεπιστημονικές δεν μπορούν».

Το πιο δυνατό χαρτί της νέας αυτής εξουσίας, η ιδέα της «κηδεμονίας» από κάποιον εξυπνότερο- λες και πρέπει να ρωτάμε για το κάθε τι σαν να είμαστε παιδιά-, μολονότι βρίσκει ένα κοινό ακόμα πιο ευάλωτο σήμερα, στη βάση του «κορεσμού της πληροφόρησης», έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις. Φυσικά χρειαζόμαστε αυθεντίες στη ζωή μαςανθρώπους που εμπιστευόμαστε για να φτιάξουν το αυτοκίνητο ή το κομπιούτερ μας και να μας βοηθήσουν όταν αρρωσταίνουμε-, αλλά το ερώτημα είναι τι είδους σχέση θα έχουμε με αυτές τις αυθεντίες. Θα είναι η σχέση όπου η αυθεντία μάς θεωρεί «αγέλη για καθοδήγηση»,κατά τη διατύπωση του Εντουαρντ Μπέρνεϊς, ή μια σχέση όπου οι αυθεντίες θεωρούνται υπηρέτες του κοινού; Το ζήτημα εν τέλει δεν είναι αν πρέπει να υπάρχουν «ειδικοί», αλλά πώς να τους καθιστούμε υπόλογους.