Η προεκλογική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων έχει επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στη φορολογική πολιτική που θα ασκήσει το κόμμα το οποίο θα γίνει κυβέρνηση. Τις τελευταίες ημέρες η διαμάχη κινήθηκε στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας, με το ΠαΣοΚ από τη μια μεριά να δεσμεύεται ότι θα επαναφέρει τη φορολογία της Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) με παράλληλη κατάργηση του ενιαίου τέλους ακινήτων (ΕΤΑΚ) διότι καθώς υποστηρίζει με το τέλος ακινήτων η μεγάλη ακίνητη περιουσία φορολογείται ήπια ως χαριστικά.

Από την άλλη μεριά, η ΝΔ τάσσεται υπέρ του ενιαίου τέλους διότι αυτή η φορολογία αποφέρει στο Δημόσιο σημαντικά έσοδα.

Ας δούμε πώς έχουν τα πράγματα με τις δύο αυτές φορολογίες και τι προτείνεται από τους ειδικούς να αλλάξει ώστε η φορολογία της ακίνητης περιουσίας να γίνει πιο δίκαιη και πιο αποτελεσματική. Και όλα αυτά μακράν κάθε πολιτικής σκοπιμότητας.

Η φορολογία της ακίνητης περιουσίας εισήχθη (Ν.

11/1975) για πρώτη φορά στην Ελλάδα το οικονομικό έτος 1975 με την πρώτη μετά τη μεταπολίτευση κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Οικονομικών τον καθηγητή Ευάγγελο Δεβλέτογλου. Σε φόρο υπόκειτο η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας που ανήκε σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. Προβλεπόταν αφορολόγητο ποσό 10 εκατ. δρχ. και συντελεστές φόρου 0,5% για αξία ακίνητης περιουσίας πάνω από το ποσό αυτό, 0,75% για αξία ακίνητης περιουσίας πάνω από 20 εκατ. δραχμές και συντελεστής 1% για αξία ακίνητης περιουσίας πάνω από 30 εκατ. δραχμές. Με την προοδευτικότητα των συντελεστών φόρου η σχετικά μεγάλη ακίνητη περιουσία εφορολογείτο σημαντικά. Ωστόσο η φορολογία αυτή στη διαδρομή του χρόνου πέρασε από «σαράντα κύματα». Καταργήθηκε τρεις φορές και επαναφέρθηκε άλλες τόσες. Επί κυβερνήσεως του Κ. Σημίτη νομοθετήθηκε η φορολογία της μεγάλης ακίνητης περιουσίας η οποία δέκα χρόνια μετά καταργήθηκε με τη θέσπιση του ενιαίου τέλους ακινήτων. Η αλήθεια είναι ότι η φορολογία της ακίνητης περιουσίας δεν απέδιδε στο Δημόσιο σημαντικά έσοδα και τούτο διότι υπήρχε μεγάλη φοροδιαφυγή. Από τους πολίτες που υπάγονταν στη φορολογία αυτή ελάχιστοι ήταν εκείνοι που υπέβαλλαν δηλώσεις, ενώ ο έλεγχος και η ανεύρεση από τις ελεγκτικές υπηρεσίες εκείνων που φοροδιέφευγαν ήταν σχεδόν ανέφικτα διότι δεν υπήρχε περιουσιολόγιο.

Το ενιαίο τέλος ακινήτων εισήχθη από 1ης Ιανουαρίου 2008 με παράλληλη κατάργηση του ΦΜΠΑ και επιβλήθηκε στην ακίνητη περιουσία των φυσικών και νομικών προσώπων που υπάρχει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. Τη θέσπιση της φορολογίας αυτής είχε προτείνει η επιτροπή του αείμνηστου καθηγητή Θ. Γεωργακόπουλου η οποία είχε συσταθεί από τον τότε υπουργό Οικονομίας κ. Ν. Χριστοδουλάκη. Η πρόταση της επιτροπής δεν έγινε δεκτή από την τότε κυβέρνηση. Νομοθετήθηκε, ωστόσο, δεκαέξι χρόνια μετά, από την κυβέρνηση της ΝΔ.

Χαρακτηριστικά της νέας φορολογίας είναι: η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η θέσπιση μικρού αφορολόγητου ποσού με συνέπεια να φορολογούνται οι μικρές ιδιοκτησίες και ακόμη η θέσπιση ενιαίου αναλογικού συντελεστή (1) ανεξαρτήτως μεγέθους περιουσίας, με συνέπεια η μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία να φορολογείται πολύ ελαφρύτερα από ό,τι εφορολογείτο με τον ΦΜΠΑ.

Ανακεφαλαιώνοντας τίθεται το ερώτημα: Επαναφορά του ΦΜΠΑ ή αναμόρφωση του ΕΤΑΚ; Αποψη των ειδικών είναι ότι, εφόσον γίνουν στο ενιαίο τέλος ακινήτων οι αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις, μπορεί να φορολογηθεί ουσιαστικά η μεγάλη ακίνητη περιουσία χωρίς να επιβαρύνεται υπέρμετρα η μικρή ιδιοκτησία. Τώρα πλέον υπάρχει περιουσιολόγιο και δεν πρόκειται να φοροδιαφύγει κανείς.