ΟΚΤΩ χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας καλά κρατεί. Το ίδιο και η τρομοκρατία. Αν και η Αλ Κάιντα δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει τρομοκρατικές επιθέσεις τόσο εντυπωσιακές όσο αυτές που πραγματοποίησε στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου του 2001, ούτε οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν καταφέρει να εξαρθρώσουν το «Δίκτυό» της ή να εξουδετερώσουν την απειλή ότι κάποια ημέρα μπορεί να ξημερώσει μια νέα 11η Σεπτεμβρίου.
Ο πλανήτης ολόκληρος πολύ απέχει από το να είναι ασφαλής από τους τζιχαντιστές. Μέσα σε αυτά τα οκτώ χρόνια το κέντρο βάρους του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έχει μετατοπιστεί από το Αφγανιστάν στο Ιράκ και πάλι πίσω στο Αφγανιστάν. Οι επικριτές του όμως υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν έχει κανένα νόημα διότι η ίδια η Αλ Κάιντα έχει μεταφέρει την έδρα της στο Πακιστάν. «Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είναι ένας πολιτικός πόλεμος που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Δεν
έχει νόημα, διότι η Αλ Κάιντα δεν βρίσκεται πια εκεί, εξαλείφθηκε από το Αφγανιστάν πριν από επτά χρόνια. Ο,τι απομένει από την Αλ Κάιντα βρίσκεται στο Πακιστάν» λέει ο πρώην πράκτορας της CΙΑ Μαρκ Σέιτζμαν μιλώντας στη γαλλική εφημερίδα «Le Μonde». Ο ίδιος συμβουλεύει τον αμερικανό πρόεδρο ότι «αν επιθυμεί να κάνει ασφαλέστερες τις ΗΠΑ, δεν πρέπει να συνεχίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Οι αφγανοί αντάρτες δεν ταξιδεύουν. Τοποθετούν βόμβες στη χώρα τους».

Oι μυστικές υπηρεσίες των δυτικών κρατών που αποτελούν τους κυριότερους στόχους των ισλαμιστών εξτρεμιστών υποστηρίζουν ότι χάρη στις δικές τους ενέργειες έχουν αποφευχθεί αρκετά τρομοκρατικά χτυπήματα. Η αλήθεια είναι ότι μετά τις επιθέσεις της 11ης Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη και της 7ης Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο, πιο εντυπωσιακή ήταν η επίθεση στη Βομβάη τον περασμένο Νοέμβριο.

Το πεδίο της μάχης έχει σαφέστατα μετατοπιστεί σήμερα εκτός Δύσης. Ωστόσο η ιδεολογία της Αλ Κάιντα έχει εξελιχθεί και έχει βρει χιλιάδες οπαδούς σε όλον τον κόσμο.

Η Αλ Κάιντα και οι μιμητές της έχουν τελικά καταφέρει να αλλάξουν τον τρόπο ζωής στη Δύση, παρά τις πομπώδεις δηλώσεις που ακούγονταν πριν από οκτώ χρόνια ότι «δεν θα επιτρέψουμε στην τρομοκρατία να μας υπαγορεύσει πώς θα ζούμε». Σήμερα τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας σε αεροδρόμια και αλλού θεωρούνται δεδομένα. Οπως και τα αυξημένα κονδύλια για την ασφάλεια, γεγονός που διαπίστωσε και η ίδια η Ελλάδα όταν είδε να διογκώνονται τα έξοδα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Επίσης έχουν αλλάξει οι μέθοδοι σύλληψης και ανάκρισης υπόπτων- βλ. παράνομες μεταφορές συλληφθέντων σε χώρες με χαλαρή νομοθεσία για τα βασανιστήρια, Γκουαντάναμο κτλ. Τέλος, τα μέτωπα που άνοιξαν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν έχουν προκαλέσει και συνεχίζουν να προκαλούν επιπτώσεις τις οποίες θα υφίσταται η διεθνής κοινότητα για πολλά χρόνια ακόμη.

Είναι αλήθεια ότι μετά το 2004 μειώθηκαν οι πιθανότητες ενός χτυπήματος της Αλ Κάιντα στη Δύση, σύμφωνα με τον Σέιτζμαν. «Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται κάτι καινούργιο:η αύξηση των μεμονωμένων πρωτοβουλιών» , δηλαδή οι τρομοκρατικές ενέργειες που διαπράττονται «από “μεμονωμένους τρελούς”, από ανθρώπους που δεν έχουν καμία επαφή με άτομα του τζιχαντικού κινήματος. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη».

Οι ειδικοί έχουν υπολογίσει ακριβώς πόσα τρομοκρατικά χτυπήματα έχουν πραγματοποιηθεί με επιτυχία στη Δύση την τελευταία εικοσαετία, παίρνοντας ως αφετηρία τη δημιουργία της Αλ Κάιντα το 1989. Είναι μόνο 14, από τα οποία τα δύο μόνο έχει διαπράξει η Αλ Κάιντα (την 11η Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ και την 7η Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο)· άλλα τρία πραγματοποιήθηκαν από μιμητές της οργάνωσης (οι επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 1993 και στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 2004, καθώς και η δολοφονία του ολλανδού σκηνοθέτη Τέο βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ τον Νοέμβριο του 2004), ενώ τα υπόλοιπα εννέα έχουν πραγματοποιηθεί από την αλγερινή οργάνωση GΙΑ.

Σήμερα η Αλ Κάιντα και οι μιμητές της είναι πιο δραστήριοι στο Πακιστάν, στην Ινδία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στο Μαρόκο, στην Αλγερία, στην Ινδονησία, στην Τσετσενία και στη Σομαλία. Το παράδοξο είναι ότι, αν και οι αναφορές στο Παλαιστινιακό δεν λείπουν από καμία ομιλία ή μήνυμα του Οσάμα μπιν Λάντεν, το διεθνές δίκτυο των τζιχαντιστών δεν έχει πραγματοποιήσει καμία επίθεση στο Ισραήλ. Εκεί είναι το πεδίο δράσης της παλαιστινιακής Χαμάς και της λιβανέζικης Χεζμπολάχ, οι οποίες δεν έχουν καμία ιδεολογική συνάφεια με την Αλ Κάιντα.

Σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων Stratfor, οι τρομοκράτες έχουν αλλάξει σήμερα τη στρατηγική τους: αντί για εντυπωσιακά χτυπήματα, όπως η αεροπειρατεία των αεροπλάνων που έπληξαν τους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο, επικεντρώνονται σε πιο μαλακούς στόχους, όπως ξενοδοχεία, εστιατόρια και τουριστικά αξιοθέατα. Εχουν εγκαταλείψει ακόμη και τις βλέψεις να πλήττουν στρατιωτικές ή κυβερνητικές εγκαταστάσεις, διότι αυτές φυλάσσονται όλο και καλύτερα.

Εκτός από την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας, ένας άλλος λόγος για τη σαφή αυτή στροφή είναι ότι η στρόφιγγα του χρήματος που έρρεε αφειδώς από πλούσιους Σαουδάραβες προς την Αλ Κάιντα έχει κλείσει και δράση έχουν αναλάβει μικρότερες τοπικές οργανώσεις, με πιο περιορισμένους πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα. Αυτό μειώνει τις βλέψεις τους. Ενδεικτικός είναι ο υπολογισμός του κόστους των τρομοκρατικών ενεργειών που κάνει ο καθηγητής Ζαν-Πιερ Φιλιού στο βιβλίο του «Οι εννέα ζωές της Αλ Κάιντα»: η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στοίχισε 500.000 δολάρια, στη Μαδρίτη το 2004 10.000 δολάρια και στο Λονδίνο το 2005 μόλις 1.000 δολάρια.

Η Stratfor υπολόγισε ότι οι επιθέσεις σε ξενοδοχεία έχουν υπερδιπλασιαστεί σήμερα σε σχέση με το 2001, ενώ τα θύματα που προκαλούν έχουν εξαπλασιαστεί. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι τρομοκράτες μπορούν άνετα να κλείσουν δωμάτιο και να μπαινοβγαίνουν σαν κύριοι στο ξενοδοχείο- όπως έκαναν οι βομβιστές αυτοκτονίας που πραγματοποίησαν τις επιθέσεις στα ξενοδοχεία Μarriott και Ritz-Carltonστην Τζακάρτα στις 17 Ιουλίου.

Τα οκτώ χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δεν είναι πολλά. Οι εξελίξεις όμως που παρατηρούνται στο κίνημα των τζιχαντιστών είναι σημαντικές. Οι κυριότερες είναι ότι οι τρομοκράτες που απειλούν σήμερα τη Δύση έχουν μεγαλώσει στη Δύση (ενώ για παράδειγμα οι αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν Σαουδάραβες), η μέση ηλικία τους έχει μειωθεί από τα 26 χρόνια στα 20-21, ενώ και η… μόρφωσή τους έχει περιοριστεί: από τους φοιτητές δυτικών πανεπιστημίων που ανέλαβαν τα χτυπήματα στους Δίδυμους Πύργους έχουμε περάσει σε νεαρούς περιθωριακούς. Ο πόλεμος στο Ιράκ αποτέλεσε την κυριότερη αιτία για την οποία η τρομοκρατία μετατοπίστηκε από το πανεπιστήμιο στον δρόμο.

Τελικά πόσο κίνδυνο διατρέχουμε να πραγματοποιηθεί μια τρομοκρατική επίθεση στην Ευρώπη σήμερα; Πολύ μικρότερο από τον κίνδυνο να προκαλέσουμε μια «σύγκρουση πολιτισμών», δεδομένου ότι οι τζιχαντιστές που έδρασαν στην ήπειρο τα τελευταία 20 χρόνια δεν ξεπερνούν τους 400, ενώ οι μουσουλμάνοι που ζουν στην ίδια περιοχή είναι 20 εκατομμύρια. Ο κίνδυνος πηγάζει από τις πολιτικές που ακολουθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως από το πώς συμπεριφέρονται στους μετανάστες και πόσο περιθωριοποιούν τη δεύτερη γενιά των μουσουλμάνων.