Η Βερενίκη είχε στα πόδια της όλο το βασίλειο της Ιουδαίας. Ξακουστή για την ομορφιά της η κόρη του βασιλιά της Συρίας ξελόγιασε μονάρχες, αυτοκράτορες, στρατιώτες. Από το κρεβάτι της παρήλασαν διάφοροι
άνδρες- από τον Ηρώδη έως τον αδελφό της Αγρίππα και τον Ρωμαίο Φλάβιο Βεσπασιανό ή «Τίτο». Οταν τους βαριόταν, τους ξαπόστελνε στον άλλον κόσμο με ισχυρά δηλητήρια.

Η Βερενίκη γεννήθηκε το 18 μ.Χ. στην Ιουδαία και ήταν κόρη του Αγρίππα, βασιλιά της Συρίας. Παντρεύτηκε τον Μάριο, διοικητή των ρωμαϊκών λεγεώνων της Παλαιστίνης, τον οποίο αργότερα δολοφόνησε. Στη συνέχεια συνήψε ερωτική σχέση με τον θείο της, τον Ηρώδη, τον οποίο επίσης διέταξε να δηλητηριάσουν. Συνδέθηκε ερωτικά με τον αδελφό της Αγρίππα ΙΙ, τον τελευταίο ιουδαίο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, και υπήρξε ερωμένη του μελλοντικού αυτοκράτορα Φλαβίου Βεσπασιανού ή Τίτου. Οταν ο Αγρίππας εκθρονίστηκε, η Βερενίκη διέφυγε στην Ιταλία με τον αδελφό της, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής της. Ας ανασυνθέσουμε, λοιπόν, την ιστορία της μέσα από τα μάτια της ίδιας της πρωταγωνίστριας.

«Λίγα είναι τα δειλινά που μπορούν να συγκριθούν σε ομορφιά με αυτά του κόλπου των Σειρήνων, με τον Βεζούβιο να καπνίζει στα δεξιά, τη Νάπολι απέναντι και τις κορυφές του Ανακάπρι στα αριστερά. Εχουν περάσει δύο χρόνια από την τελευταία έκρηξη, αλλά ακόμη μπορείς να μυρίσεις τις δυσώδεις αναθυμιάσεις του ηφαιστείου, να αφουγκραστείς το άγριο τρεμούλιασμά του και να νιώσεις τη θέρμη της καυτής λάβας που σκέπασε το Ερκολάνο και την Πομπηία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το φαντασμαγορικό θέαμα. Ηταν τρεις του Σιβάν, ημέρα της Αφροδίτης. Είχα δεξιωθεί στο σπίτι μου, στο Σορέντο, στενούς φίλους. Ο καιρός ήταν τόσο ευχάριστος ώστε οι σκλάβοι είχαν ετοιμάσει το δείπνο στη βεράντα. Χάρη στην αγάπη μου για τη νύχτα και το πάθος μου για τις σκιές μπόρεσα να απολαύσω εκείνο τον πελώριο πυρακτωμένο καταρράκτη, εκείνο το καλειδοσκόπιο από φωτιές και εκρήξεις, να ακούσω τα ουρλιαχτά του λαού σαν μια μακρινή βοή και να μυρίσω τη δυσωδία της καμένης σάρκας…

Το πρώτο αίμα
»Το όνομά μου είναι Βερενίκη. Από τα παιδικά μου χρόνια στον γενέθλιο τόπο μου, την Ιουδαία, έχω λίγες αναμνήσεις: μια γυναίκα με λικνίζει στην αγκαλιά της, ρουφώ από το στήθος της χλιαρό γάλα στη σκιά μιας κιτρινισμένης πέργκολας που κουνιέται από το απαλό αεράκι, νιώθω τη γλυκερή ευοσμία των γαλακτερών εκκρίσεων ανακατεμένη με τη στυφή μυρωδιά του ιδρώτα της, ακούω την τραχιά, αγανακτισμένη φωνή ενός άντρα που προσπαθεί να επιβληθεί και μοιράζει διαταγές. Ημουν το κέντρο του κόσμου, όλα έμοιαζαν να περιστρέφονται γύρω μου. Γρήγορα όμως έμαθα ότι όλα υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας, είναι συμπτωματικά και εφήμερα. Εμαθα, επίσης γρήγορα, ότι τα θηλυκά χαίρουν σεβασμού μόνο όσο είναι μωρά στην κούνια τους. Η μητέρα μου με δίδαξε από μικρή ότι η γυναίκα ευημερεί μόνο με την πονηριά και το σώμα της. Το δικό της δεν ήταν ιδιαίτερα αρμονικό και το πρόσωπό της είχε μια εκλεπτυσμένη ομορφιά που, όμως, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την ομορφιά των παλλακίδων του χαρεμιού. Ο πατέρας μου είχε πάντα καλό γούστο στις γυναίκες: μέχρι και σε εμένα έριχνε λάγνες ματιές. Σε ηλικία εννέα χρόνων τρύπωνα στον γυναικωνίτη για να αιφνιδιάσω τις συζύγους και τις οδαλίσκες και να μελετήσω τα μυστικά τους. Δεν είχα ξαναδεί πιο λεία, απαλά και τέλεια σώματα. Εκεί έμαθα τις τεχνικές του καλλωπισμού, κόλπα, τεχνάσματα, τις βασικές γνώσεις του χορού… Είχα γίνει γυναίκα σχεδόν χωρίς να το αντιληφθώ, προτού ακόμη συμπληρώσω τα δεκατρία. Το κατάλαβα χωρίς να χρειαστεί να κοιταχτώ στον καθρέφτη: ο Δανιήλ, ένας στρατιώτης του παλατιού, ένα πρωί στην αυλή με έγδυνε με τα μάτια του, σε σημείο που με έκανε να κοκκινίσω. Είχα μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι και πήγαινα να πλυθώ στη στέρνα ξυπόλυτη, χωρίς πέπλο, φορώντας τη διάφανη νυχτικιά μου. Εκείνος φορούσε δερμάτινο θώρακα, στρατιωτικά υποδήματα, το γοητευτικό του πρόσωπο ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο. Κάναμε έρωτα το ίδιο εκείνο βράδυ. Ηταν ένας έρωτας φλογερός και παράφορος που κράτησε μετά βίας δεκαπέντε μέρες. Ηδη από την τρίτη φορά είχα σιχαθεί αυτή την έκφραση απαξίωσης που έπαιρνε το πρόσωπό του, αυτό το αυτάρεσκο ύφος που απεχθάνομαι στους άνδρες. Ωστόσο διέταξα τη δολοφονία του όχι λόγω της έπαρσής του αλλά λόγω της αδεξιότητάς του: στις δώδεκα-δεκατρείς φορές που κάναμε έρωτα δεν κατάφερε να με ικανοποιήσει ούτε μία.

»Από τη στιγμή που ανακάλυψα τον έρωτα ακολούθησαν και άλλες ερεθιστικές περιπέτειες με πλήθος εραστών: αρχικά με τον εμφανίσιμο υπεύθυνο εύρεσης καταλύματος των στρατευμάτων, στη συνέχεια με έναν εκατόνταρχο της δέκατης τέταρτης λεγεώνας. Ο πατέρας μου θέλησε να αποκτήσει σχέσεις με τη Ρώμη και αποφάσισε να με παντρέψει με τον ισχυρό πραίτορα Μάριο Λέανδρο. Αν είχα δικαίωμα επιλογής, θα διάλεγα τον μικρότερο αδερφό του, το μάγιστρο Ιούλιο Αλέξανδρο, αλλά οι εβραίες γυναίκες πρέπει να ξέρουμε να σκύβουμε το κεφάλι. Ημουν δεκαπέντε χρόνων όταν δόθηκαν οι γαμήλιοι όρκοι. Ο Μάριος ήταν ένα ευχάριστο πλάσμα με χαριτωμένο πρόσωπο, αλλά αργόστροφος. Δεν με ενοχλούσε η βλακεία του αλλά το γεγονός ότι ξενυχτούσε πίνοντας, παίζοντας ζάρια ή συχνάζοντας σε ρυπαρά πορνεία. Στα διαστήματα που αυτός ξεφάντωνε εγώ έκανα έρωτα με τον μάγιστρο, έναν άντρα καλλιεργημένο, παντρεμένο, που συνέθετε για μένα συγκινητικές ωδές. Αποφάσισα να ξεκάνω τον πρώτο μου σύζυγο για λόγους στοιχειώδους υγιεινής: κατανοώ ότι οι άνδρες ανακουφίζονται με οποιαδήποτε παλλακίδα, αλλά δεν ανέχομαι να με μιαίνουν με τις φλύκταινές τους. Ο Ιούλιος Αλέξανδρος δεν κατάφερε να πενθήσει τον αδελφό του: συνεχίσαμε να κάνουμε έρωτα σαν τρελοί, ώσπου τον κάλεσε ο Τιβέριος και έφυγε για την Ιταλία.

Συνάντηση με τον Ιησού
»Εκείνη την εποχή η Παλαιστίνη συνταρασσόταν από τα κηρύγματα και τις περιπέτειες ενός παρανοημένου οραματιστή που τον αποκαλούσαν Ιησού από τη Γαλιλαία, αν και ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Οι οπαδοί του υποστήριζαν με βεβαιότητα ότι ήταν ο Μεσσίας, ο Εκλεκτός, αυτός που αναγγέλλεται στις Γραφές μας. Κάτι από όλα αυτά πρέπει να ίσχυε, αφού μορφωμένοι γραφείς και σχολιαστές του Νόμου καταπιάνονταν με αυτή την υπόθεση, ξεφωνίζοντας μέσα στον Ναό. Αυτόν τον τσαρλατάνο συνόδευε μια ομάδα από κουρελήδες, τρελούς όσο και ο ίδιος. Μόνο μια φορά τον είδα: ήταν Πάσχα, λίγες μέρες προτού τον συλλάβουν και τον δικάσουν. Προχωρούσε καθισμένος πάνω σε έναν γάιδαρο, περιστοιχισμένος από ολόκληρη την ακολουθία του, ακόμη και από γυναίκες που τον επευφημούσαν θριαμβολογώντας. Καταλαβαίνω γιατί τον εξυμνούσαν οι γυναίκες κάθε ηλικίας: ποτέ δεν ξανάδα άντρα τόσο ευγενικό και όμορφο, με εκείνα τα μαύρα σγουρά μαλλιά, τα τρομαγμένα τεράστια πράσινα μάτια και εκείνο το μικρό στόμα που σε καλούσε να το γευτείς… Η μορφή του απέπνεε κάτι απροσδιόριστα μαγικό. Θυμάμαι ότι για μία μόνο στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και τότε ένιωσα θλίψη, αυτό το συναίσθημα που ένιωθα όταν ήμουν μικρή και η μητέρα μου με πίεζε ή με επέπληττε. Δύο μέρες αργότερα, τη μέρα που ξέσπασε η σφοδρότερη καταιγίδα που έχω δει ποτέ, τον σταύρωσαν στον Γολγοθά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με όλους αυτούς τους παλαβούς. Εναν χρόνο πριν, όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων, παρευρέθηκα στον θάνατο ενός από τους ομοϊδεάτες του, δεν ξέρω αν ήταν αδερφός του, ξάδερφος ή μακρινός συγγενής. Λεγόταν Ιωάννης, αλλά τον αποκαλούσαν Βαπτιστή, γιατί περνούσε τον καιρό του βαφτίζοντας διάφορους παράφρονες οπαδούς στα νερά του Ιορδάνη. Τον είχαν φέρει στο παλάτι του θείου μου του Ηρώδη Αντύππα, του ίδιου που οδήγησε τον Γαλιλαίο στον Πιλάτο, τον ρωμαίο κυβερνήτη, για να δώσει την άδεια να θανατωθεί. Ο Ηρώδης Αντύππας είχε διώξει τον αδερφό του Ηρώδη Φίλιππο στην Κιλικία και διατηρούσε επιδεικτικά ερωτική σχέση με τη γυναίκα του αδελφού του, την Ηρωδιάδα. Τον καταλαβαίνω: η Ηρωδιάδα ήταν τότε μια γυναίκα ικανή να αναστατώσει οποιονδήποτε άντρα. Ο Ηρώδης τη συνόδευε κάθε τρεις και λίγο στην Ιερουσαλήμ, με ξεσκέπαστη άμαξα, ή την επεδείκνυε ημίγυμνη στους υπηρέτες και στους σκλάβους, στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους. Τότε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε συλληφθεί, επειδή διεκήρυττε συνεχώς εναντίον του Ηρώδη και καταδίκαζε την παράνομη συμβίωσή του με τη γυναίκα του αδελφού του. Ο Ιωάννης δεν δίσταζε να ασκεί την κριτική του φωνάζοντας μέσα από τη φυλακή του, ένα φρέαρ, μια κοιλότητα στο έδαφος που δεν χρησιμοποιούνταν πια ως δεξαμενή νερού, και ο Ηρώδης απολάμβανε να χρησιμοποιεί για να βασανίζει τους εχθρούς του, ειδικά τους πολιτικούς αντιπάλους του. Συνήθως δεν τον ενοχλούσαν, αλλά όταν το έκαναν διέταζε να τους κόψουν τη γλώσσα.

Δείπνο με τον Βαπτιστή

Η γαλλίδα ηθοποιός Αντριέν Λεκουβρέρ (1692-1730) στον ρόλο της Βερενίκης στην ομώνυμη τραγωδία του Ρακίνα, γκραβούρα του Μισέλ Λιοτάρ βασισμένη σε πίνακα του Αντουάν Βατό

»Ενα βράδυ δειπνούσαμε αποκλειστικά τα μέλη της οικογένειας: η Ηρωδιάδα και ο Ηρώδης, ο Ηρώδης της Χαλκίδας και η γυναίκα του Ρεβέκκα, η Σαλώμη και εγώ. Η ξαδέρφη μου η Σαλώμη, έναν χρόνο μικρότερη από μένα, ήταν κόρη της Ηρωδιάδας και του εκθρονισμένου Φιλίππου. Συνηθίζαμε να περνάμε πολλά βράδια μαζί μετά το φαγητό, την πιο ζεστή ώρα της μέρας, συζητώντας γυμνές στο κρεβάτι, κάνοντας λάγνα σχέδια, χαλαρώνοντας ή απλώς ερευνώντας τα σώματά μας. Σε ηλικία μόλις δεκατριών χρόνων το σώμα της Σαλώμης είχε την τελειότητα μιας Νύμφης. Ηταν πολύ ψηλή, σχεδόν πλήρως σχηματισμένη, με στητό στήθος Χίμαιρας που δεν έμοιαζε να ανήκει σε έφηβη αλλά σε ολοκληρωμένη γυναίκα. Είχε μητρικούς γοφούς, μέση γαζέλας και πολύ μικρά αισθησιακά πέλματα, το πρότυπο του ερωτισμού. Το πρόσωπό της, ασχημάτιστο ακόμη, προσέδιδε σε εκείνο το σώμα μια άγουρη και εξωτική όψη. Το γαλακτερό και απαλό της δέρμα, αρωματισμένο με νάρδους, διάφανο σαν κεχριμπάρι, σε καλούσε σε έναν διακριτικό έρωτα…

Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το δείπνο. Ξεκινήσαμε με τυρί κατσίκας, χουρμάδες και κρασί φοινικιάς, συνεχίσαμε με σκυλόψαρο από τη θάλασσα της Τιβεριάδας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Τιβέριου, και τελειώσαμε με αρνί μαγειρεμένο με τον παλαιστινιακό τρόπο: ψητό στα κάρβουνα με πολλά μπαχαρικά, το οποίο φάγαμε με το χέρι, σύμφωνα με το έθιμο. Ηπιαμε κάθε λογής κρασί από τη Σαμάρεια και την Ιουδαία και για επιδόρπιο φάγαμε υπέροχα αμυγδαλωτά με αράκ, ένα δυνατό λικέρ από ρίζα φοινικιάς. Ηδη από το δεύτερο πιάτο ο Βαπτιστής δεν έπαψε να κάνει αισθητή την παρουσία του, φωνάζοντας απλοϊκές και ανόητες ηθικολογίες: “Ηρωδιάδα ζεις με κάποιον που δεν είναι σύζυγός σου!”. “Βρωμερή πόρνη, θα καείς στην κόλαση!”. “Ο Γιαχβέ βλέπει τα αμαρτήματά σου, σκληρέ Ηρώδη!”. ΄Η “Αμαρτωλή γυναίκα, έχεις ακόμη χρόνο να μετανοήσεις!”. Στην πραγματικότητα οι αλήθειες αυτές ήταν γροθιά στο στομάχι, αλλά σε εκείνη την ξεδιάντροπη ομήγυρη ακούγονταν βαρετές και κουραστικές. Η καημένη η Ηρωδιάδα, κύρια αποδέκτρια των βελών του, ίδρωνε και ξεΐδρωνε.

«Ζήτα μου ό,τι θες»
“Δεν αντέχω άλλο” είπε στραβοκαταπίνοντας ένα κομμάτι αρνί. “Κάνε κάτι… Διέταξε να του βουλώσουν το στόμα…”.

“Με διασκεδάζει” απάντησε ο Ηρώδης. “Μέχρι τώρα δεν είπε κάτι που να μην το ξέρουμε…”.

“Δεν τον αντέχω! ” είπε η Ηρωδιάδα εξοργισμένη, με τα δύο υπέροχα στήθη της ορθωμένα από την οργή. “Αν δεν κάνεις κάτι, θα αποσυρθώ στα διαμερίσματά μου και δεν θα με ξαναδείς για τις επόμενες τέσσερις μέρες. Επιπλέον, το αρνί είναι απαράδεκτο…”.

Οι υπόλοιποι, ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρά μας, παρακολουθούσαμε τη σκηνή με ευχαρίστηση και προσμονή. Ο Βαπτιστής επιδείνωνε τις προσβολές του. Τότε η Σαλώμη, με ένα νεύμα της μητέρας της, πλησίασε και της έτεινε το αφτί. Κανείς δεν μπόρεσε να ακούσει τι της ζήτησε η μητέρα. Η ξαδέρφη μου εξαφανίστηκε, επέστρεψε όμως έπειτα από λίγο ξυπόλυτη, φορώντας ένα hijab που κάλυπτε τα μάτια της και έναν τούλινο χιτώνα, χωρίς τίποτε άλλο από κάτω. Ενα χρυσό βραχιόλι στον αστράγαλό της προσπαθούσε να καλύψει τη γύμνια της. Το φύλο της σκούραινε στο φως των δαυλών και στις θηλές της άστραφταν ταλαντευόμενες δύο ακουαμαρίνες. Η Ηρωδιάδα έκανε νεύμα στους μουσικούς και εκείνοι άρχισαν να παίζουν έναν χορό. Επεσε σιωπή. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί να χορεύουν με τέτοια χάρη. Η Σαλώμη κουνιόταν σαν φίδι, επεδείκνυε σπάνια επιδεξιότητα στα τερτίπια της Τερψιχόρης, περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της σαν ανεμοστρόβιλος, ανεμίζοντας τα τούλια που αποκάλυπταν προεξοχές και περιγράμματα. Αρκετές φορές πλησίασε πονηρά τον Ηρώδη και στάθηκε μπροστά του, λικνίζοντας τους γοφούς και τη λεκάνη της… Εκείνου του κόπηκε η ανάσα.

“Ζήτησέ μου ό,τι θες και εγώ θα σου το δώσω” είπε ο τετράρχης.

“Ο,τι θέλει; ” ρώτησε η μητέρα της. “Ο,τι θέλει εκτός από τον θρόνο μου…”.

Η περιέργειά μου, όπως και όλων των άλλων, είχε φουντώσει. Την προηγούμενη μέρα είχα μιλήσει με τη Σαλώμη και ήξερα ότι λαχταρούσε ένα μεγάλο σμαράγδι, πράσινο σαν τα μάτια της, που είχε φτάσει πρόσφατα από τα ορυχεία του όρους Τζαμάλ Ζουμπάρα, δώρο ενός άραβα σεΐχη. Η ξαδέρφη μου πλησίασε τη μητέρα της και εκείνη της υπαγόρευσε στο αφτί το αίτημά της. Επειτα η Σαλώμη με τεντωμένο σώμα και θεατρική φωνή αναφώνησε δείχνοντας με το δάχτυλό της τη φυλακή:

“Θέλω το κεφάλι του Βαπτιστή!”.

Επόμενο θύμα ο Ηρώδης
Νομίζω ότι ο θείος μου ο Ηρώδης της Χαλκίδας με ερωτεύτηκε εκείνη ακριβώς τη νύχτα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έπειτα από ένα τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα θα ήταν δυνατόν να νιώσει κανείς κάτι άλλο πέρα από αποστροφή και αηδία· όμως έτσι έγινε. Εγώ αναγκάστηκα να συγκρατήσω τη ναυτία μου, αν και αργότερα, στο δωμάτιό μου, δεν σταμάτησα να κάνω εμετό. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Εχουν περάσει τριάντα εφτά χρόνια από τότε και ακόμη βλέπω στον ύπνο μου εκείνα τα γυάλινα μάτια να έχουν πεταχτεί από τις κόγχες τους, τα παλλόμενα μηνίγγια, τη γλώσσα να κρέμεται όπως στα αποκεφαλισμένα μοσχάρια, πηχτό μιαρό αίμα να αναβλύζει από τον λαιμό και χοντρούς θρόμβους μενεξελί αίματος να γεμίζουν τον ασημένιο δίσκο.

Δεν μου έκανε εντύπωση που την επόμενη μέρα ο θείος μου ήρθε να με επισκεφθεί. Μου έκανε έρωτα πολύ γλυκά, με την τέχνη ενός έμπειρου άντρα και με κατέκτησε. Εζησα μαζί του δεκαπέντε γαλήνια χρόνια. Αφού αποκήρυξε τη Ρεβέκκα, τη νόμιμη σύζυγό του, με πήρε μαζί του στο παλάτι του στην Ιερουσαλήμ. Ηταν ένας άντρας προχωρημένης ηλικίας, ιδιότροπος όπως όλοι οι γέροι, αλλά καταδεκτικός και απέραντα πλούσιος. Ο μικρότερος γιος του θα μπορούσε να είναι πατέρας μου. Με λάτρευε. Τον έκανα πραγματικά ό,τι ήθελα. Με γέμισε χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες, μου χάρισε την ομορφότερη λευκή φοράδα των στάβλων του, παρήγγειλε για μένα τα καλύτερα μετάξια από την Παλμύρα και το ωραιότερο λινό από το Σοχάγκ, στην όχθη του Νείλου. Με επισκεπτόταν σχεδόν κάθε νύχτα, αλλά τον άφηνα να με αγγίζει μόνο μια στις τόσες. Με το που έφευγε από το δωμάτιό μου έμπαιναν οι εραστές μου, δύο ευπαρουσίαστοι νέοι της δέκατης πέμπτης λεγεώνας, που μου χάριζαν ηδονή εκ περιτροπής… Στο τέλος, παρ΄ όλο που δεν μου έκανε τη ζωή δύσκολη, ο Ηρώδης έγινε φορτικός. Κατά τη γνώμη μου είχε αρχίσει να υποψιάζεται την κινητικότητα της κλίνης μου. Οταν αποφάσισα να ξεμπερδεύω μαζί του, επέλεξα το κώνειο. Πέθανε χωρίς να το καταλάβει. Εκείνο τον καιρό με είχε ήδη βάλει στο μάτι ο αδελφός μου, ο βασιλιάς Αγρίππας ΙΙ. Η ζωή μου στο πλευρό του Αγρίππα υπήρξε επί

σης ήρεμη. Δεν απαρνήθηκε τη σύζυγό του, μια απλοϊκή γυναίκα που διατηρούσε σχέση με έναν παλιό μου εραστή. Η νύφη μου και εγώ τα πηγαίναμε καλά και συμβιώναμε αρμονικά, ακόμη και κάτω από τα σεντόνια. Με τον αδελφό μου δεν είχαμε μυστικά. Εκείνος γνώριζε το σώμα μου, αφού από μικρά παιδιά συνηθίζαμε να κοιμόμαστε μαζί, και εγώ λάτρευα το δικό του: δυνατό, μυώδες, γενναιόδωρα προικισμένο για την τέχνη της Αφροδίτης. Τα μέλη του, ακόμη και το μόριό του, ήταν συμμετρικά. Τα μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και ονειροπόλα και όταν περπατούσε τα κόκαλά του έτριζαν. Ελάχιστες φορές τον απάτησα, αφού πάντα φρόντιζε να με ικανοποιεί ηδονικά. Μόνο όταν έφθασε στην Ιουδαία ο Φλάβιος Βεσπασιανός, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Τίτος, έχασα το ενδιαφέρον μου για εκείνον. Οσο για τη Σαλώμη, αυτή είχε τραγικό τέλος. Αρχικά παντρεύτηκε τον αδελφό του παππού της, τον τετράρχη Φίλιππο, έναν ασθενικό και κακεντρεχή γέρο σοδομίτη που πέθανε δηλητηριασμένος έπειτα από λίγα χρόνια. Ο κόσμος κατηγόρησε την ξαδέλφη μου για τον θάνατό του, αλλά είμαι βέβαιη ότι ήταν αθώα. Η Σαλώμη δεν ήταν ικανή να σκοτώσει ούτε μύγα… Υπεύθυνος για το δηλητήριο ήταν ο Αριστόβουλος, ένας ξάδελφός της με τον οποίο ήταν τρελά ερωτευμένη. Παντρεύτηκαν προτού παρέλθει η περίοδος πένθους και έφυγαν για την Αρμενία, την ορεινή εκείνη χώρα της οποίας ο Αριστόβουλος είχε χριστεί βασιλιάς από τον Νέρωνα. Εναν δριμύ χειμώνα, καθώς διέσχιζε κάποιο παγωμένο ποτάμι κυνηγώντας μια ελαφίνα, το στρώμα του πάγου έσπασε, η Σαλώμη έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο νερό. Ηταν πολύ άτυχη γιατί οι παγωμένες πλάκες ξανάκλεισαν γρήγορα και την αποκεφάλισαν. Τότε κόντευε να κλείσει τα είκοσι πέντε. Ακόμη τη θυμάμαι να χορεύει γυμνή εκείνη τη νύχτα, προσφέροντας στην Ηρωδιάδα, πάνω σε ασημένιο δίσκο, το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, κομμένο, όπως αργότερα κόπηκε και το δικό της.

Το στίγμα της στειρότητας
Οι γονείς μου διάλεξαν για μένα το όνομα Βερενίκη επιθυμώντας να αποκτήσω την ομορφιά που είχαν εκείνες οι βασίλισσες της δυναστείας των Λαγιδών. Ως προς αυτό δεν έχω κανένα παράπονο: πάντα ήμουν πολύ όμορφη. Ισως όχι τόσο όσο η Βερενίκη, η σύζυγος του Πτολεμαίου ΙΙ, της οποίας η ομορφιά ενέπνευσε ποιητές και προς τιμήν της οποίας ανεγέρθηκαν ναοί και μαρμάρινοι οβελίσκοι, ενώ για χάρη της ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος έγραψε το ποίημα Η Κόμη της Βερενίκης, το οποίο της χάρισε υστεροφημία. Ισως να μην υπήρξα ούτε τόσο όμορφη όσο η Βερενίκη, η κόρη του βασιλιά Μάγα της Κυρήνης, σύζυγος του Πτολεμαίου ΙΙΙ, ο οποίος έδωσε τό όνομά της σε ένα αστέρι, παρ΄ όλα αυτά υπήρξα πολύ όμορφη. Κατέκτησα αμέτρητους άντρες και είχα στο κρεβάτι μου οποιοδήποτε αρσενικό μού έκανε κέφι: βασιλιάδες, αυτοκράτορες, αξιωματούχους, λευίτες, υπηρέτες ή μέλη του στρατού. Προτού ακόμη κλείσω τα σαράντα κατέκτησα τον Φλάβιο Βεσπασιανό, μελλοντικό αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν τότε μόλις είκοσι οκτώ χρόνων. Σήμερα έχω περάσει τα εξήντα και κοιμάμαι μόνη μου μονάχα επειδή το θέλω. Ωστόσο, ο Γιαχβέ- στον οποίο δεν πιστεύωδεν θέλησε να με ευλογήσει με παιδιά. Δεν μου κοστίζει να πω ότι είμαι στείρα, αν και αυτό αποτελεί τρομερό στίγμα για τους ανθρώπους της φυλής μου. »Προσπαθώντας να αποτινάξω από πάνω μου αυτή την κατάρα προσέτρεξα στο Μαντείο της Σίβα, λίγο καιρό αφότου είχα συνάψει σχέση με τον Ηρώδη της Χαλκίδας. Το Μαντείο είχε τόσο καλή φήμη όσο εκείνο των Δελφών ή της Σίβυλλας της Κύμης. Ηταν χειμώνας. Ο Ηρώδης δεν ήθελε να με ακολουθήσει και τον καταλάβαινα: είχαν ήδη αρχίσει να τον καταβάλλουν διάφορες ασθένειες και τα κυβερνητικά του καθήκοντα μονοπωλούσαν τον χρόνο του. Το βέβαιο είναι ότι εκμεταλλεύτηκα την ελευθερία των κινήσεών μου και έπραξα αναλόγως: απόλαυσα τη συνοδεία των δύο εραστών μου εκείνη την εποχή, του Κλαύδιου, ενός όμορφου λεγεωνάριου, παντρεμένου, με τα ομορφότερα γαλανά μάτια που είχα δει ποτέ σε άντρα, και του Λουκιανού Κάγιου, ενός ρομαντικού ρωμαίου αξιωματούχου της αυλής του κυβερνήτη της Ιουδαίας, ο οποίος είχε το σφρίγος ισπανικού ταύρου και έκανε έρωτα σαν Ηρακλής. Πήγαμε με πλοίο από τη Χάιφα στην Αλεξάνδρεια και από εκεί μέχρι την Οαση της Σίβα με δικό μας καραβάνι με καμήλες. Ηταν τριάντα αξέχαστες μέρες στην καυτή άμμο της ερήμου, με λαμπερά φεγγάρια και μαγικά αστέρια. Εκανα έρωτα σε φλογερούς αμμόλοφους στο φως της μέρας ή τα δειλινά, μέσα στη σκηνή, ξαπλωμένη πάνω σε δέρματα λιονταριών της Νουβίας. Ο αέρας της ερήμου, χλιαρός την εποχή που κάνει κρύο, ήταν εξαντλητικός και σε ωθούσε στον έρωτα. Οταν έφτασα στην όαση, με υποδέχτηκε αμέσως ο μάγος. Ηταν ένας ξεδοντιάρης χλωμός Αραβας ο οποίος φορούσε έναν βρώμικο χιτώνα που σερνόταν ως το πάτωμα και που κάποτε ήταν χρυσαφένιος. Ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του μάντη που είχε προφητέψει το μέλλον στον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και ίσως έλεγε αλήθεια αφού, όπως έμαθα, ο πολυπόθητος τίτλος του Μάντη του Αμμωνος Δία κληροδοτείται από γενεά σε γενεά, όπως η βασιλεία. Ο νεκρομάντης, ύστερα από ένα κωμικό τελετουργικό, ζέστανε μια σκούρα πέτρα που βρωμοκοπούσε, έκαψε στην μποτίλια μερικές τρίχες, κουνελιού ίσως, μαζί με άλλα άγνωστα υλικά, διέταξε ένα άσχημο μαυροπούλι με κίτρινο ράμφος να προφέρει καθαρά το όνομά μου και έβαλε τα ροζιασμένα και μαυρισμένα χέρια του πάνω στο μέτωπό μου με μια θεατρική κίνηση. Υστερα από μερικά λεπτά σιωπής και προσμονής προφήτεψε για μένα μακροχρόνια ζωή, προέβλεψε ένα μακρινό ταξίδι διά θαλάσσης και με διαβεβαίωσε στα εβραϊκά ότι η στειρότητά μου θα θεραπευόταν αν έπινα το γιατρικό που θα μου έδινε.

»Ο μάντης πάντως βγήκε σωστός σε όλες τις προβλέψεις του: είμαι πλέον εξήντα τεσσάρων χρόνων, έκανα τον μακρινό περίπλου που είχε προμαντέψει και όσο για εκείνο το υγρό ποτέ μου δεν κατάφερα να εξακριβώσω την αποτελεσματικότητά του. Σκέφτηκα ότι θα έκανα παιδιά μόνο όταν θα ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα ποιος ήταν ο πατέρας. Πάντα είχα το μαγικό καταπότι μαζί μου, αλλά ποτέ μου δεν το χρησιμοποίησα…

Στη Ρώμη με τον Νέρωνα

Απεικόνιση της Βερενίκης εμπνευσμένη από την ομώνυμη τραγωδία του Ρακίνα (τέλος 17ου-αρχές 18ου αιώνα) (RΟGΕRVΙΟLLΕΤ/WWW.ΙΜL.GR)

Δύσκολοι καιροί για την Αυτοκρατορία. Εφθασα στην Ιταλία εγκαίρως για να δω τα θεάματα του Νέρωνα. Ο ανόητος προσπαθούσε να καλύψει την κατάρρευση της ρωμαϊκής κυριαρχίας με αγώνες στην αρένα, με τίγρεις και λιοντάρια να κατασπαράζουν χριστιανούς. Ναι, μιλάω για τους οπαδούς του ίδιου του Χριστού που είδα να σταυρώνουν, εκείνου του άντρα με την αρχετυπική ομορφιά, που ήταν προικισμένος και με τέτοια πειθώ ώστε οι επίγονοί του να αντιμετωπίζουν τον θάνατο τραγουδώντας χαμογελαστοί. Ημουν στη Ρώμη όταν ο διάδοχός του, ένας άντρας πελώριος σαν αρκούδα και με εξίσου ζωντανό πνεύμα, σταυρώθηκε ανάποδα χωρίς να βγάλει λέξη. Λένε ότι οι χριστιανοί ξεπετάγονται όπως τα μανιτάρια μετά τη βροχή, ότι βρίσκονται παντού. Η Κλαύδια Παυλίνα, η γειτόνισσά μου στο Σορέντο, ανακάλυψε πριν από λίγο καιρό ότι οι μισοί της σκλάβοι ανήκαν στην περίεργη αυτή σέχτα. Περίεργη; Καμιά φορά αναρωτιέμαι βλέποντας την πραότητα με την οποία πεθαίνουν στην αρένα και την πυρετώδη αποφασιστικότητα στο βλέμμα τους μήπως πράγματι κατέχουν την αλήθεια. Αραγε ο Χριστός που είδα εγώ εκείνο το απόγευμα να ήταν όντως ο Μεσσίας, ο Εκλεκτός που προσμένουν όλοι οι εύπιστοι εβραίοι; Να έλεγαν ψέματα αυτοί που υποστήριζαν ότι χάρισε σε τυφλό το φως του, ότι θεράπευσε λεπρούς και ότι ανέστησε τον καλύτερο του φίλο; Γεγονός πάντως είναι ότι οι μελετητές του Νόμου συμφωνούν ότι πληρούσε όλες τις προφητικές ερμηνείες των Γραφών μας: γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ήταν απόγονος του Αβραάμ, ανήκε στη φυλή του Ιούδα και στο γένος του Δαβίδ…

Ο θάνατος των χριστιανών στην αρένα με άφηνε εντελώς αδιάφορη, με την εξαίρεση ίσως μιας δυσάρεστης οσμής φρέσκου αίματος που κολλούσε στα ρουθούνια μου. Αλλά ο αγώνας των μονομάχων στην αρένα με τις κερκίδες του Κολοσσαίου ασφυκτικά γεμάτες από τον όχλο που φώναζε και έζεχνε με συνάρπαζε. Καθισμένη στην εξέδρα των επισήμων, πολύ κοντά στον Νέρωνα, παρακολουθούσα τις θεατρικές κινήσεις αυτού του κρετίνου, τις ψιθυριστές συνομιλίες του με την αυτοκράτειρα, ένα θέαμα σχεδόν τόσο διασκεδαστικό όσο και οι ίδιοι οι αγώνες. Ηξερα ότι πριν από τον αγώνα των μονομάχων, ακριβώς το προηγούμενο βράδυ, η Μεσσαλίνα κοιμόταν με τους πιο ρωμαλέους από αυτούς. Καθόλου άσχημος τρόπος για έναν άντρα να πεθάνει: να αφήσει την τελευταία του πνοή έχοντας γευτεί προηγουμένως αυτή τη θεά, την ομορφότερη γυναίκα που είδα ποτέ.

Χριστιανοί και απατεώνες
Μετά τον Νέρωνα η Ρώμη έγινε αφόρητα πληκτική με τον Γάλβα και τον Βεσπασιανό. Το πράγμα ζωντάνεψε κάπως με τον Τίτο, αν και μόνο χάρη στην ανάμνηση των καυτών και παθιασμένων ερωτικών μας στιγμών. Ο δεύτερος αυτοκράτορας του γένους των Φλαβίων ήταν σπουδαίος εραστής. Η έκρηξη του Βεζουβίου και η μαύρη πανούκλα του 80 που ισοπέδωσε τη Ρώμη, ήρθε να κλονίσει την αυτοκρατορία, της οποίας αποκαλούνταν Ρater gineris humani (γενάρχης του γένους των ανθρώπων). Για τον Δομιτιανό, τον τωρινό αυτοκράτορα, τι να πω; Είναι αδέξιος, ξενέρωτος, αργόστροφος και αφόρητα πληκτικός. Για να καλύψει τη μετριότητά του έδιωξε τους φιλοσόφους από τη Ρώμη. Θλιβερός. Μείωσε τους αγώνες των μονομάχων, αλλά συνεχίζει ακάθεκτος τον διωγμό των χριστιανών. Αυτοί, καταπώς φαίνεται, βρίσκουν καταφύγιο σε βαθιές κατακόμβες που διατρέχουν κατά μήκος όλη την Αππία οδό. Η αλήθεια είναι ότι όλη αυτή η αποφασιστικότητα, η γενναιότητα και η ανιδιοτέλεια αυτών των άτυχων ονειροπαρμένων μού εξάπτουν την περιέργεια. Ενας από τους απελεύθερους σκλάβους μου, ο Νικόλαος, ένας έντιμος άνθρωπος γαλατικής καταγωγής, τις προάλλες μού άνοιξε την καρδιά του και μου αποκάλυψε ότι προσχώρησε στη νέα θρησκεία. Την επόμενη μέρα του Αρεως θα συναντήσει στη συγκέντρωση που θα γίνει σε έναν από τους κρυψώνες τους κάποιο μαθητή ενός από τους αποστόλους του Χριστού, έναν εβραίο ονόματι Κλεόπα, που δρα στην Ισπανία. Πρόκειται να αδελφοποιήσει και να βαφτίσει διάφορους νέους προσήλυτους. Με προσκάλεσε και δέχτηκα. Με τρώει η περιέργεια. Εχω σκοπό να ξεσκεπάσω την παιδαριώδη πλάνη εκείνων των τρελών απατεώνων…».