Θα μπορούσε να κάνει μια ζωή σαν την Πάρις Χίλτον, αλλά κάτι τέτοιο σαν επιλογή δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό της Νάνσι Κιούναρντ. Παρ΄ ότι σύχναζε σε πάρτι διασημοτήτων και είχε πολλούς εραστές, η μοναδική κληρονόμος της αυτοκρατορίας υπερωκεανίων Κιούναρντ απαρνήθηκε τα προνόμια και τα λεφτά της για να υπερασπιστεί τους καταφρονεμένους της γης. Η ιδιαίτερη ομορφιά, το πνεύμα και η σαγήνη της απέφεραν ρομάντσα με κάποιους από τους μεγαλύτερους συγγραφείς στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περιλαμβανομένων τριών κατόχων Νομπέλ. Θα μπορούσε να γίνει ακόμη και βασίλισσα της Αγγλίας αν ανταπέδιδε το φλογερό πάθος του πρίγκιπα της Ουαλλίας. Αυτή θέλησε να γίνει λαϊκό είδωλο, ηγετική μορφή στην εποχή της τζαζ, δημοσιογράφος, ποιήτρια, εκδότρια, πολιτική ακτιβίστρια, μούσα στα μυθιστορήματα των Εζρα Πάουντ, Τ.Σ. Ελιοτ, Αλντους Χάξλεϊ, Ιβλιν Γουό, Σάμιουελ Μπέκετ, Ερνεστ Χεμινγκγουέι, Λουί Αραγκόν, Τριστάν Τζαρά, Πάμπλο Νερούδα.

Ενώ όλα αυτά κινδύνευαν να χαθούν στη λήθη, το άστρο της ανέτειλε ξανά. Μια νέα βιογραφία ήλθε πρόσφατα να ανακινήσει τη συζήτηση: Μπορεί κανείς να ανασυνθέσει το πορτρέτο μιας γυναίκας με χίλια πρόσωπα, χίλιες ζωές;

Ο Φρανσουά Μπιό μοιάζει να κέρδισε το στοίχημα. Αφού εκπόνησε την τελευταία δεκαετία τις βιογραφίες των Ρενέ Κρεβέλ, Ερβέ Γκιλμπέρ, Τριστάν Τζαρά και Ζορζ Ινιέ, παρουσιάζει τώρα τη βιογραφία της ηγερίας όλων των προηγούμενων, της γυναίκας που ράγισε την καρδιά του Λουί Αραγκόν. Η ίδια είχε γράψει το 1945 σε ένα σημείωμα για την ανθολογία ποιημάτων της «Ρoems for France» γύρω από την Αντίσταση: «Τι μπορώ να πω για τον εαυτό μου; Αγαπώ την ειρήνη, την εξοχή, τη δημοκρατική Ισπανία και την αντιφασιστική Ιταλία, τους μαύρους, την αφρικανική και την αφροαμερικανική κουλτούρα τους, όλη την Αμερική που γνωρίζω, τη μουσική, τη ζωγραφική, την ποίηση και τη δημοσιογραφία. (…) Μισώ τον φασισμό. Και τον σνομπισμό με όλα τα συμπαρομαρτούντα».

Ερωτας και πολιτική
Ο βιογράφος συμπληρώνει το πορτρέτο πλέκοντας μια αφήγηση όπου τα ερωτικά κεφάλαια δεν διαχωρίζονται από τα πολιτικά και τα λογοτεχνικά πράγματα. Η Νάνσι Κιούναρντ ήταν δυστυχισμένη στον μεσαιωνικό πύργο της αγγλικής επαρχίας, το Νέβιλ Χολτ, όπου γεννήθηκε το 1896. Ο πατέρας της, ένας σερ μετά την εγκατάστασή του στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν ένας άνθρωπος μουντός. Η μητέρα της Μοντ, αμερικανίδα καλλονή από το Σαν Φρανσίσκο, σύντομα μετέτρεψε το Νέβιλ Χολτ σε κέντρο πνευματικής καλλιέργειας και έντονης κοινωνικής δραστηριότητας. Οι ξεδιάντροποι έρωτές της δεν άρεσαν καθόλου στη Νάνσι. Ενας από τους εραστές, ο Τζον Μουρ, συγγραφέας, ποιητής και κριτικός, θα γινόταν ο μύστης της Νάνσι Κιούναρντ στην ανάγνωση των μεγάλων κλασικών.

Το 1910 η μητέρα εγκατέλειψε τον σύζυγο και τον πύργο για να εγκατασταθεί με την κόρη της στο Λονδίνο. Ενας νέος κόσμος «σνομπ αναρχίας» θα συνωστιζόταν τώρα στο νέο παλάτσο της. Πολυτέλεια και παρακμή πλανιόταν στον αέρα εκείνων των συναθροίσεων έναν μόλις χρόνο πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι σχέσεις μητέρας και κόρης χειροτέρεψαν. Το 1920-21 η Νάνσι μετοίκησε στο Παρίσι για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Το διαμέρισμά της στο Ιλ Σεν Λουί, διακοσμημένο με παριζιάνικη φινέτσα από τον νεαρό σχεδιαστή Ζαν Μισέλ Φρανκ, έγινε γρήγορα σημείο συνάντησης για πολυάριθμους επισκέπτες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού: Εκεί θα συναντιόνταν ο Μαν Ρέι και ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, ο Γουόλτερ Μπέρι και η Ιντιθ Γουόρτον, ο Λεόν Πολ Φαργκ και ο Ντριέ λα Ροσέλ, η παρέα του Κοκτό και η παρέα του Μπρετόν. Μέλος της παρέας του Κοκτό, ο συγγραφέας Μαρσέλ Ζουαντό περιέγραψε τη Νάνσι Κιούναρντ ως «μια λεπτή δράκαινα με βάρβαρη ομορφιά». Εκείνη έγραφε ποιήματα: «Είμαι η άγνωστη, η ξένη/ Εκτός νόμου, με έχουν απορρίψει οι νόμοι της ζωής/ Πιστή σε έναν νόμο μοναδικό, μια προσωπική λογική…».

Απόπειρα αυτοκτονίας
Αρχές του 1926, σε περίοδο πολιτικής αντάρας, ήρθε ο κεραυνοβόλος έρωτας με τον νεαρό ποιητή Λουί Αραγκόν. Στη σχέση τους έμοιαζε να κυριαρχεί εκείνη. «Είμαι φυλακισμένος του έρωτα, νομίζω οριστικά», εξομολογήθηκε ο Αραγκόν στον ζωγράφο Ζακ Ντουσέ. Τον ίδιο καιρό θα εξέδιδε το πεζογράφημα Ο παριζιάνος χωρικός, θα προσχωρούσε στο κομμουνιστικό κόμμα και θα ξεκινούσε να γράφει το μεγαλόπνοο έργο τουLa Defence de l΄Ιnfini. Ακολούθησε το ταξίδι στη Μαδρίτη μαζί με την αγαπημένη του Νάνσι, και μία ακόμα κρίση ανάμεσά τους τον έκανε να κάψει μέρος εκείνου του χειρογράφου. Τα υπολείμματα θα βρίσκονταν κάποια στιγμή στην οικογενειακή εστία της Νάνσι στο Οστιν του Τέξας. Το επόμενο καλοκαίρι, στη Βενετία, οι εντάσεις ανάμεσα στο ζεύγος θα πολλαπλασιάζονταν. Τον Σεπτέμβριο ο Αραγκόν έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Αυτό ήταν και το τέλος της σχέσης τους. Οχι οριστικά, όμως. Η Ελσα Τριολέ, η οποία διαδέχτηκε τη Νάνσι στην καρδιά του Αραγκόν, έκανε λόγο για δική της «μύηση στο σύμπαν της ζήλιας». Ο Αραγκόν θα άφηνε για πολύ καιρό ακόμη ίχνη του αμείωτου πάθους του να διαπερνούν τα έργα του, αλλά η Νάνσι Κιούναρντ τον ξέχασε γρήγορα. Μάλλον έθετε πιο ψηλά το ζήτημα της ελευθερίας της.

Προτού καλά καλά στεγνώσει το μελάνι του προηγούμενου έρωτά της, μια καινούργια αγάπη γεννήθηκε. Ο εκλεκτός αυτή τη φορά ήταν ο μαύρος πιανίστας και συνθέτης της τζαζ Χένρι Κράουντερ, ο οποίος θα της έδειχνε τις αδικίες που υπέφεραν οι μαύροι. Για τη Νάνσι σήμανε το ξεκίνημα μιας νέας περιπέτειας, εκδοτικής και πολιτικής. Δεν είχε εκπνεύσει ακόμη η δεκαετία του ΄20 όταν εμφανίστηκε ο εκδοτικός οίκος Ηours Ρress στην καρδιά του Παρισιού. Η νεαρή εκδότρια εγκατέστησε ένα κομψό τυπογραφείο στην οδό Γκενεγκόντ και δημιούργησε έναν νέο πυρήνα ανταλλαγής απόψεων, τελείως διαφορετικό από εκείνον στο Νέβιλ Χολτ, στο Λονδίνο ή στη Βενετία. Δεν συμφωνούσε πάντα με τους καλεσμένους της. Με τον Πάουντ τσακώνονταν συχνά. Μερικές φορές το πάθος θόλωνε τη διαύγειά της.

Αφρικανικά βραχιόλια

Η Νάνσι Κιούναρντ με τα θεαματικά βραχιόλια της

Αφιέρωσε τη ζωή της στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρ΄ ότι αυτή η στροφή θα της κόστιζε τόσο την οικογένεια όσο και την περιουσία της. Ρίχτηκε στη μελέτη της ιστορίας των μαύρων και της ρατσιστικής αδικίας, επισκέφτηκε βιβλιοθήκες και μουσεία, ταξίδεψε ανά τον κόσμο, πήρε συνεντεύξεις από άγνωστους ανθρώπους, έγραψε και εξέδωσε το 1934 έναν τόμο 855 σελίδων με τίτλο «Νegro», την πρώτη περιεκτική μελέτη της αφρικανικής ιστορίας. Τα βαριά αφρικανικά βραχιόλια που κοσμούσαν τα δύο χέρια της έμοιαζαν να υμνούν τα επιτεύγματα των Αφρικανών σε όλον τον κόσμο. Αγωνίστηκε υπέρ των Δημοκρατικών της Ισπανίας, υπέρ της γαλλικής Αντίστασης, υπέρ του κομμουνισμού. Φανατική αντιφασίστρια, γεγονός που κόστισε τη σχέση της με τον Πάουντ. Οργάνωσε καταφύγια για τους επιζήσαντες των στρατοπέδων και ζητιάνεψε η ίδια στους δρόμους του Παρισιού για χάρη των παιδιών της Ισπανίας που πεινούσαν. Παρ΄ όλα τα επιτεύγματα, ο αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας της και μια τάση για αλκοολισμό την τραβούσαν σταθερά προς το τέλος. Πέθανε μόνη και απένταρη στις 16 Μαρτίου του 1965, σε ηλικία 69 ετών, σε ένα κοινό δωμάτιο του νοσοκομείου Κοσέν στο Παρίσι. Χτυπημένη απο διανοητική ασθένεια, ζύγιζε μόλις 26 κιλά.

Ανδρες και απολαύσεις
Ποια εικόνα κράτησε για αυτήν ο πληγωμένος Αραγκόν; Σε ένα σημείο του έργου τουLa Defence de l΄Ιnfiniδιαβάζουμε: «Δεν έχει μάθει να αρνείται τίποτα. Δεν της αρέσουν οι άλλοι. Ποτέ δεν της άρεσαν οι άλλοι. Είναι εχθροί της, από παιδί το σκεφτόταν αυτό. Τους ξεχνάει, καμιά φορά ακίνητη. Μοιάζει να μην υπάρχει λόγος για να σηκωθεί το πρωί. Ούτε από τον ύπνο της, τον πιο βαρύ του κόσμου. Ασήκωτη και βίαιη. Ψηλή επιπλέον, και με αίσθημα ανωτερότητας. Αδιάφορη. Αν της κάνει κάτι η μητέρα της, παίρνει άσχημο ύφος. Σκέφτεται πολύ τους άνδρες. Οπως και όλες τις απολαύσεις. Υποκύπτει στη ρώμη και στο κάλλος τους. Δεν είναι ακριβώς εύκολη να την κατακτήσεις, αφού νοιάζεται υπερβολικά να μην ατιμάσει το κορμί της. Οχι γιατί είναι ενάρετη. Μοιάζει να κοιμάται με όποιον θέλει. Είναι λάθος εντύπωση, όμως. Θυμάται για πολύ εκείνον που της ξύπνησε τον πόθο. Οταν αποφασίζει να του δοθεί, δεν θα είναι έκπληξη. Αφήνει πολύ λίγο χώρο στον ρομαντισμό. Κατακλύζει τους άνδρες όπως το νερό τους βάλτους, με βουβή διήθηση».

Θα ήταν ένας δύσκολος ρόλος για τις Γκρέτα Γκάρμπο, Κονστάνς Μπενέτ, Ταλούλα Μπάνχεντ και Κάθριν Κόρνελ, οι οποίες την έχουν υποδυθεί στον κινηματογράφο και στο θέατρο.