ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙτην Ελλάδα σαν δεύτερο σπίτι του, πράγμα απολύτως φυσικό, αφού η οικογένειά του έχει ζήσει στη Θεσσαλονίκη και ο ίδιος έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ με ελληνική υποτροφία. Ο 34χρονος υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας Βουκ Γέρεμιτς μόλις έκλεισε δύο χρόνια σε μια θέση που τον υποχρεώνει να ταξιδεύει συνεχώς σε ολόκληρο τον κόσμο για να προβάλλει τα σερβικά επιχειρήματα κατά της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και να αποτρέπει αναγνωρίσεις από άλλες χώρες. Οι αναγνωρίσεις φθάνουν σήμερα τις 59- «επί συνόλου 192 χωρών», όπως τονίζει με
έμφαση- και από τη συζήτηση μαζί του και το πάθος που εκπέμπει αντιλαμβάνεσαι πόσο σημαντικό είναι για τον ίδιο και τη χώρα του το θέμα του Κοσσυφοπεδίου. Εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την ελληνική συμπαράσταση και τονίζει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Σερβίας παραμένει πρώτη προτεραιότητα για την κυβέρνησή του. Εξάλλου η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης στη Σερβία τάσσεται υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το ΝΑΤΟ, αφού οι μνήμες από τους βομβαρδισμούς είναι ακόμη νωπές. Γι΄ αυτό και παραπέμπει το θέμα αυτό στο μέλλον. Αναγνωρίζει ότι υπάρχει καθυστέρηση στην ευρωπαϊκή πορεία της Σερβίας, η οποία οφείλεται στη γενικότερη διεθνή
συγκυρία, και επισημαίνει ότι η κατάργηση του σημερινού δυσμενούς καθεστώτος των θεωρήσεων θα συμβάλει αποφασιστικά στην προσέγγιση με τις Βρυξέλλες. Ο κ. Γέρεμιτς βρέθηκε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα για να μιλήσει στο συνέδριο του «Εconomist», στο οποίο έρχεται σχεδόν κάθε χρόνο από το 2001, όταν ήταν σύμβουλος του δολοφονηθέντος πρωθυπουργού Ζόραν Τζίντζιτς. Συναντήθηκε επίσης με την «καλή του φίλη», την υπουργό Εξωτερικών κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, και τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου, με την ιδιότητά του ως προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων του Δημοκρατικού Κόμματος της Σερβίας, το οποίο μετέχει στη Σοσιαλιστική Διεθνή.

-Κύριευπουργέ, τι συζητήσατε στην Αθήνα με την κυρία Μπακογιάννη;

«Δεν είχαμε πολλά να συζητήσουμε όσον αφορά τις ελληνοσερβικές σχέσεις γιατί βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση και η κυρία Μπακογιάννη έχει συμβάλει αποφασιστικά σε αυτό. Συζητήσαμε για την κατάσταση στην περιοχή, ανταλλάξαμε σκέψεις για ορισμένα πράγματα που πρέπει να κάνουμε ώστε τα Δυτικά Βαλκάνια να μην σκοντάψουν στον δρόμο τους προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση που αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για εμάς».

– Ποιες είναι αυτές οι σκέψεις; «Νομίζω ότι πρέπει να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητές μας, να εστιάσουμε σε όσα μπορούμε να πετύχουμε. Προέρχομαι από μια υποψήφια προς ένταξη χώρα και αν θέλουμε να διατηρήσουμε το μέγεθος της λαϊκής υποστήριξης προς την Ευρώπη πρέπει να έχουμε αποτελέσματα. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει επιβραδυνθεί για τα Δυτικά Βαλκάνια. Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό οικονομικών δυσκολιών και στο γεγονός ότι βρισκόμαστε στο μέσον της διαδικασίας επικύρωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αυτά τα δύο στοιχεία μαζί έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση. Γι΄ αυτό πρέπει αντί να αισθανόμαστε οργισμένοι- ή, καλύτερα, παραμελημένοι- να επικεντρωθούμε σε πράγματα που μπορούμε να πετύχουμε». – Στην ομιλία σας στο συνέδριο του «Εconomist» εκφράσατε την ευγνωμοσύνη σας στην Ελλάδα και στην κυρία Μπακογιάννη για τη βοήθεια της χώρας μας στην επίτευξη των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών σας. Στο μέλλον τι περισσότερο μπορεί να κάνει η Ελλάδα για να βοηθήσει τη Σερβία να προχωρήσει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση;

«Η Ελλάδα έχει κάνει πολλά ως τώρα. Η εμπειρία μου από την Ελλάδα μού δείχνει ότι δεν έχει σημασία ποιος είναι στην εξουσία- η Δεξιά ή η Αριστερά-, γιατί όλοι υποστηρίζουν σθεναρά τη Σερβία. Είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με την κυρία Μπακογιάννη και η εμπειρία μου είναι σπουδαία από αυτή την άποψη. Πάντοτε μιλάει υπέρ της Σερβίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και υπερασπίζεται τα Βαλκάνια και ειδικά για τη Σερβία. Ελπίζω ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει αυτή τη δυναμική εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη όσον αφορά το θέμα των Βαλκανίων, τόσο σε πρακτικό επίπεδο, προωθώντας το αίτημά μας για απελευθέρωση του καθεστώτος της βίζας, όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, προωθώντας το αίτημα της διεύρυνσης. Η Ελλάδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στη Σερβία. Εχουμε πολύ καλή εμπειρία από τους έλληνες επενδυτές. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι είναι η στενότερη συνεργασία που έχουμε στην περιοχή, αυτή με την Ελλάδα. Οπως όλες τις σχέσεις, έτσι και αυτήν τη δουλεύουμε και οι δύο, και νομίζω ότι θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο και στο μέλλον. Ενα άλλο πολύ σημαντικό θέμα είναι να συνεχίσει η Ελλάδα να μας βοηθάει στην Ευρώπη στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου».

– Ακούσατε την υπουργό να λέει ότι η Ελλάδα δεν αλλάζει την πολιτική της…

«Αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς. Είναι πραγματικά ζωτικής σημασίας για εμάς».

– Είμαστε όμως μειοψηφία στην Ευρώπη…

«Η θέση της Ελλάδας και άλλων χωρών αποτελεί αρκετή υποστήριξη για εμάς. Ελπίζω ότι δεν θα μειωθεί και παίρνω θάρρος από αυτά που άκουσα σήμερα στην Αθήνα, όχι μόνο από την υπουργό αλλά και από άλλους, ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει τη Σερβία σε αυτό το θέμα. Είμαστε ευγνώμονες για τη στάση της Ελλάδας και παίρνουμε θάρρος από τα μηνύματα που συνεχίζουμε να λαμβάνουμε από την Αθήνα ότι η θέση της δεν θα αλλάξει».

– Διάβασα πρόσφατα στην «Πολίτικα» ότι ο απερχόμενος πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Σερβία δήλωσε πως ακόμη και αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποφασίσει ότι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας είναι παράνομη η Ουάσιγκτον δεν θα αλλάξει την πολιτική της. Πιστεύετε λοιπόν ότι η πολιτική της Σερβίας θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτό το ενδεχόμενο; «Πιστεύουμε ότι με τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας παραβιάστηκαν το Διεθνές Δίκαιο και το Σύνταγμα της Σερβίας. Γι΄ αυτό προσφύγαμε στο Δικαστήριο, αλλά όχι με συγκρουσιακό τρόπο. Πήγαμε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και κερδίσαμε την ψηφοφορία για να παραπέμψουμε το ζήτημα της νομιμότητας στο Δικαστήριο. Πιστεύουμε ότι μετά την απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα υπάρξουν άλλες αναγνωρίσεις και ότι οι αιτήσεις του Κοσσυφοπεδίου για ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς θα απορριφθούν».

– Αν όμως η απόφαση είναι εναντίον της Σερβίας…

«Αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο. Είμαστε πεπεισμένοι για την απόφαση του Δικαστηρίου και ότι ύστερα από αυτή δεν θα υπάρξουν άλλες αναγνωρίσεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές του Κοσσυφοπεδίου θα πρέπει να επιλέξουν είτε να παραμείνουν σε αβεβαιότητα για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα είτε να αποφασίσουν να φανούν λογικές και να επανέλθουν στον διάλογο με το Βελιγράδι για το θέμα του καθεστώτος. Εμείς δεν μπορούμε να δεχθούμε τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ότι κάποιος κηρύσσει ανεξαρτησία και αποσχίζεται από τη χώρα μας. Πρέπει να συνεχίσουμε τις συζητήσεις για το καθεστώς από το σημείο όπου σταμάτησαν το 2008. Πήγαμε στο Δικαστήριο για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν τη μοναδική έξοδο από το αδιέξοδο: αυτήν που οδηγεί στην αίθουσα των διαπραγματεύσεων. Πιστεύουμε ότι το θέμα αυτό μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και είμαστε έτοιμοι να φανούμε ευέλικτοι και λογικοί, αλλά καθόμαστε ακόμη στο τραπέζι περιμένοντας την άλλη πλευρά να φανεί. Εκεί είναι τώρα στραμμένη η προσοχή μας».

– Ποιο μήνυμα έφερε στο Βελιγράδι ο αμερικανός αντιπρόεδρος Μπάιντεν κατά την πρόσφατη επίσκεψή του εκεί;

«Ηταν μια πολύ σημαντική επίσκεψη, γιατί σας θυμίζω ότι ήταν η πρώτη επίσκεψη αμερικανού αξιωματούχου από την εποχή του προέδρου Κάρτερ. Το μήνυμα που πήραμε είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να επανέλθουν δυναμικά στην περιοχή και να συνεργαστούν αρμονικά μαζί μας. Οι στόχοι μας είναι κοινοί και το μόνο στο οποίο διαφωνούμε είναι το θέμα του Κοσσυφοπεδίου. Είναι βεβαίως μια πολύ σοβαρή διαφορά, αλλά εκτιμούμε ιδιαίτερα την προσπάθεια της νέας κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον να συνεργαστεί μαζί μας, καθώς έχουμε κοινούς στόχους για το μέλλον των Βαλκανίων».