Ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος των φορολογουμένων νομοθετήθηκε με την εισαγωγή της προοδευτικής φορολογίας το 1955, εφαρμόστηκε όμως ουσιαστικά από το 1979 με τον Ν. 820/1978, όταν το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ο αείμνηστος ΑθανάσιοςΚανελλόπουλος . Ο ειδικός αυτός τρόπος προσδιορισμού του φορολογούμενου εισοδήματος βασίστηκε στην αντίληψη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο τρόπος διαβίωσης του φορολογουμένου υποδηλώνει ότι τα εισοδήματά του είναι μεγαλύτερα από εκείνα που δηλώνει με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος, γεγονός που σημαίνει ότι αυτός αποκτά εισοδήματα από πηγή που αποκρύπτει με σκοπό να φοροδιαφύγει.

Ο φορολογικός νομοθέτης έχει θεσπίσει δύο ομάδες τεκμηρίων οι οποίες λειτουργούν σωρευτικά και παράλληλα. Τα τεκμήρια διαβίωσης, η λειτουργία των οποίων βασίζεται στην κατοχή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, και τα τεκμήρια απόκτησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, το λεγόμενο «πόθεν έσχες». Θα πρέπει να λεχθεί ότι τεκμήρια διαβίωσης δεν ισχύουν σε προηγμένες χώρες. Στις χώρες αυτές εφαρμόζεται το «πόθεν έσχες» με πολύ αυστηρό τρόπο και είναι εξαιρετικά αποδοτικό.

Στη διαδρομή του χρόνου έγιναν αλλεπάλληλες μεταβολές στα στοιχεία του τεκμαρτού προσδιορισμού. Σημαντικότερη από αυτές η κατάργηση από 1ης Ιανουαρίου του 2004 του τεκμηρίου διαβίωσης με βάση την κατοχή ΙΧ. Το τεκμήριο αυτό διατηρήθηκε μόνο για τα επιβατικά αυτοκίνητα με εργοστασιακή αξία κατά τον χρόνο της πρώτης κυκλοφορίας 50.000 ευρώ.

Η κυβέρνηση τώρα επαναφέρει την ευρεία εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Τα νέα τεκμήρια θα είναι, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, απλά, ήπια και δίκαια, δεν θα στοχεύουν στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αλλά στις κραυγαλέες περιπτώσεις που εμφανίζεται πλούτος, ενώ δηλώνονται ελάχιστα εισοδήματα. Βέβαιο λοιπόν είναι ότι θα επαναφερθεί το τεκμήριο διαβίωσης με βάση την κατοχή ΙΧ, ίσως με άλλη μορφή. Είναι αναμφίβολο ότι με οποιαδήποτε μορφή και αν επαναφερθεί το τεκμήριο αυτό, θα αφορά και τα μεσαία εισοδήματα.

Τίθεται όμως το ερώτημα: Συμβάλλουν άραγε τα τεκμήρια στον περιορισμό της φοροδιαφυγής; Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί στο πόρισμα της γνωστής Επιτροπής Γεωργακόπουλου που συντάχθηκε πριν από λίγα χρόνια, το 95% της συνολικής διαφοράς εισοδημάτων που προστίθεται με τα τεκμήρια αφορά φορολογουμένους με δηλωθέν εισόδημα μικρότερο από το ελάχιστο αφορολόγητο, πράγμα που σημαίνει ότι συμβολή των τεκμηρίων στην περιστολή της φοροδιαφυγής είναι αμελητέα. Η άμεση απόδοσή τους δεν ξεπερνά το 2%-2,5% του συνολικού φόρου της κλίμακας, ποσοστό που μόλις καλύπτει το κόστος ελέγχου των δηλώσεων (!). Συμπερασματικά η συμβολή των τεκμηρίων στη σύλληψη της φοροδιαφυγής κρίνεται ως μηδενική και για τον λόγο αυτόν είχε προταθεί η κατάργησή τους.

Πρόσωπο το οποίο διετέλεσε γενικός διευθυντής Φορολογίας στο υπουργείο Οικονομικών είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι «με τα τεκμήρια φορολογούνται οι αδαείς και οι αδιάφοροι». Αυτή η διαπίστωση είναι πέρα για πέρα αληθής, διότι η φορολογική νομοθεσία παρέχει στους φορολογουμένους αξιόλογες δυνατότητες αποφυγής του τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος. Και αυτές αξιοποιούν με θαυμαστό τρόπο οι έχοντες και κατέχοντες. Τη «νύφη» με τα τεκμήρια την πληρώνουν τα κορόιδα.