Ο Ροβήρος Μανθούλης (Κομοτηνή, 1929), μεγαλωμένος στην Αθήνα, με σπουδές πολιτικών επιστημών στην Πάντειο, κινηματογράφου και θεάτρου στη Νέα Υόρκη, διακεκριμένος σκηνοθέτης ταινιών για τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη (Ψηλά τα χέρια Χίτλερ,Ακυβέρνητες Πολιτείεςτου Στρατή Τσίρκα), με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του, κυρίως κοινωνιολογικές έρευνες για την εποχή μας και την ελληνική αρχαιότητα, εμφανίζεται τώρα ως συγγραφέας αστυνομικού αφηγήματος. Το μυθιστόρημά τουΗ Remington του Ορφέαείναι μια αξιανάγνωστη ιστορία που διαδραματίζεται στο Παρίσι και πραγματεύεται ένα έγκλημα με άγνωστο δράστη. Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ο Ορφέας, έλληνας συγγραφέας αστυνομικών περιπετειών, ο οποίος αδυνατώντας να συνηθίσει τα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή γράφει τις ιστορίες του χρησιμοποιώντας μια γραφομηχανή Ρέμινγκτον. Προσπαθώντας λοιπόν να γράψει ένα καινούργιο μυθιστόρημα, αντλώντας ιδέες από πραγματικά συμβάντα, διαπιστώνει πως το μυαλό του έχει βραχυκυκλώσει.

Κάποια μεσάνυχτα κατεβαίνει να πάρει το Φιατάκι του, παρκαρισμένο κοντά στο Λούβρο, και ανακαλύπτει στο πορτμπαγκάζ μια μισόγυμνη νεκρή γυναίκα. Την αναγνωρίζει, είναι η Μόιρα, παλιά του φίλη. Αιφνιδιασμένος, οδηγεί μέχρι το Δάσος της Βουλώνης για να αφήσει το μακάβριο εύρημά του σε ένα παγκάκι. Ποιος τη σκότωσε; Ποιος την έβαλε στο αμάξι του; Γιατί ο άγνωστος δολοφόνος θέλει να τον ενοχοποιήσει; Με τη Μόιρα γνωρίστηκε στην εφηβική του ηλικία, πρόκειται για τη μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές- οι άλλες είναι η Ιντα και η Λίζα, που κάποτε πήγαιναν στο Αρσάκειο.

Τις ξανασυναντά σε ένα βιβλιοπωλείο της οδού Ζακόμπ, όπου υπογράφει τα βιβλία του. Κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν θυμάται πως κάποτε έπαιζε κρυφτό, μα και ερωτικά παιγνίδια και με τις τρεις, ωστόσο δεν ήρθε σε σεξουαλική συνάφεια με αυτές, παρά μόνο με τη μητέρα τους. Η ερωτική σκηνή από τα παλιά καθορίζει τη σημερινή ζωή του καθώς οι γυναίκες επανέρχονται για να διεκδικήσουν από αυτόν- η καθεμιά για λογαριασμό της- εκείνο που τους στέρησαν οι συνθήκες της εποχής: το σεξ. Μάλιστα, δεν διστάζουν να ομολογήσουν στον Ορφέα πως πιστεύουν στην ερωτική κοινοκτημοσύνη. Και μετά χάνονται από τη ζωή του. Η μία πεθαίνει μυστηριωδώς και οι άλλες δύο τον κατηγορούν ως δολοφόνο της Μόιρας (ή Μοίρας).

Ο επιθεωρητής Λεό Μαρτινέζ αναλαμβάνει τις έρευνες, τον ανακρίνει και τον θεωρεί ως τον κυριότερο ύποπτο. Για να αποσείσει τις υποψίες από πάνω του πηγαίνει πάλι στη Βουλώνη, όπου άφησε τη νεκρή γυναίκα, και γνωρίζει μια πόρνη από την Ανατολική Ευρώπη, την Τατιάνα. Στη συνέχεια επισκέπτεται το γραφείο μιας ψυχαναλύτριας, της Σαλώμης, ειδικής σε θέματα υπνοβασίας, με την οποία συζητούν για το σεξ, τη στύση, τον οργασμό, την υστερία, τον Φρόιντ, τα ιψενικά τρίγωνα και άλλα τινά. Ολες αυτές τις εμπειρίες ο ήρωας αποφασίζει να τις γράψει στη γραφομηχανή και να τις κάνει μυθιστόρημα. Κλειδί του μυστηρίου αποτελεί το χαμένο παπούτσι της νεκρής που ο Ορφέας το αναζητεί, πιστεύοντας πως θα τον οδηγήσει στη λύση του αινίγματος.

Μολονότι το μυθιστόρημα είναι απολύτως αστυνομικό ο Μανθούλης δεν αναπαράγει τα γνωστά στερεότυπα, δηλαδή δεν ενδιαφέρεται να μιμηθεί ούτε τον Ζορζ Σιμενόν ούτε την Αγκαθα Κρίστι, πολύ περισσότερο τον Ρέημοντ Τσάντλερ. Με παιγνιώδες ύφος αφηγείται μιαν ιστορία την οποία διανθίζει με στίχους του Ελιοτ, του Αριστοφάνη, της Σαπφούς, του Εγγονόπουλου, του Μάρλοου (του Κρίστοφερ, όχι του Φίλιπ), του Βολταίρου, του Γκόρκι, του Οσκαρ Γουάιλντ, του Τόμας Μαν, του Γκαίτε. Ακόμη κάνει αναφορές στον Παπαδιαμάντη (συγκεκριμένα στη Φόνισσάτου), στον Λακάν, στον Ενγκρ, στον Κουρμπέ (τον ζωγράφο που ζωγράφισε ένα αιδοίο, δίνοντάς του τον τίτλο «Η καταγωγή του κόσμου»), στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, στον Τισιανό, αλλά και στον Λένιν, στον Μάο Τσε Τουνγκ, μα και στον γλύπτη Φιλόλαο. Μέσω του αστυνομικού αναγνώσματος μιλάει για ποικίλα ζητήματα: το μυστήριο της γυναίκας, την ερωτική μύηση των αγοριών, τους κώδικες του έρωτα, την τέχνη της μυθοπλασίας, θυμάται την περίφημη πόρνη Γαβριέλα (που μύησε στο σεξ ολόκληρες γενιές αθηναίων εφήβων), θυμίζει τη γοητεία του Παρισιού (τα πονηρά στέκια γύρω από την Πιγκάλ), στοχάζεται πάνω στον ξένο που ζει στη Γαλλία, ενώ δεν παραλείπει να πετάξει το βέλος του κατά των Γάλλων: «Για τον Αμερικάνο, το χρήμα είναι ένα μέσο. Για τον Γάλλο, είναι αυτοσκοπός. Θα κάνει απεργία, διεκδικώντας μια δεκάρα παραπάνω» (σελ. 175). Επίσης: «Αυτό που ενοχλεί τους Γάλλους είναι η κακή προφορά των ξένων όταν μιλούν γαλλικά. Στη Γαλλία είσαι πιο ασφαλής χωρίς χαρτιά παρά χωρίς προφορά» (σελ. 176).

Κυρίως επιχειρεί να εισαγάγει τον αναγνώστη στον κόσμο της ψυχανάλυσης και στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Το κάνει όμως με τρόπο ανάλαφρο. Δεν επιθυμεί ωστόσο να διακωμωδήσει το αστυνομικό είδος, ούτε βεβαίως να το υπονομεύσει, αφού από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου ο ήρωας αυτοσυστήνεται ως δέσμιος του πνεύματος της θείας του της Αγαθής (διάβαζε Αγκαθα), πράγμα που σημαίνει πως τον θέλγει η αστυνομική λογοτεχνία. Οσο για τη λύση, χρησιμοποιεί μια φράση του Σέρλοκ Χόλμς που βρίσκεται σε κάποιο βιβλίο του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ: «Αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν φαίνεται, θα πρέπει να είναι η αλήθεια».