Συνεχίζονται οι αντιγραφές από το πρώτο τεύχος του προδρομικού περιοδικού η Συνέχεια (οκτώ τεύχη από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1973- ντάλα δικτατορία δηλαδή), όπου εξέχει το δεκασέλιδο αφιέρωμα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου: το συστήνουν έξι δραστήρια κείμενα των Αragon, Ρeter Levi, Πάνου Θασίτη, Κώστα Κουλουφάκου, Χρύσας Προκοπάκη, Δ. Ν. Μαρωνίτη, και δύο αποκαλυπτικά αυτοσχόλια του Γιάννη Ρίτσου.
Προηγήθηκαν ήδη τέσσερις αντιγραφές· αυτή είναι η πέμπτη και τελευταία. Ενδέχεται κάποιοι να δυσφορούν γενικότερα με τις αντιγραφές, ειδικότερα μάλιστα όταν ενέχουν κάποιο μερίδιο φιλαυτίας. Δικαίωμά τους. Προσωπικά πάντως βρίσκω την αντιγραφή, όπως εξάλλου και τη μετάφραση, ευάγωγη μέθοδο ανάγνωσης εξ επαφής κάποιων σημαντικών κειμένων (γραφής και ζωής), που κινδυνεύουν να βουλιάξουν στη, σκόπιμη συνήθως, αδιαφορία.
Δυο λόγια και για τα άλλα, εξώφυλλα, σήματα του πρώτου εκείνου τεύχους, που δείχνουν τις γενναίες προδιαγραφές του περιοδικού στα τρία βασικά του κεφάλαια, τα οποία προαναγγέλλονται στον υπότιτλο: «γράμματα, τέχνες, επιστήμες του ανθρώπου». Υπογραμμίζονται, όχι από ξιπασιά, πρώτα τα ξενόγλωσσα κείμενα, που μεταφράζονται εδώ για πρώτη φορά στη γλώσσα μας: δοκίμια των Georg Luk ? cs και George Steiner, απόσπασμα από το, διάσημο εφεξής, μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Gabriel Garcia M ? rquez, τολμηρή σύζευξη Ματίς και Ρίτσου από τον Αragon. Στον ελληνόφωνο κορμό τώρα: δεκαεπτά δικά μας ονόματα και πρόσωπα, που δηλώνουν (καθένα με τον τρόπο του) τη δημοκρατική τους εγρήγορση. Εξέχουν, μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, οι άλλοι, απόδημοι στο μεταξύ, φίλοι: Ρόδης Ρούφος, Παύλος Ζάννας, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Στρατής Τσίρκας, Καίη Τιτσέλη.
Και οι σημερινές (αποσπαστικές κατ΄ ανάγκην) αντιγραφές προσηλώνονται στο αφιέρωμα για την ποίηση του Ρίτσου, ειδικότερα στη συστηματική μελέτη της Χρύσας Προκοπάκη («Ελευθερία και αναγκαιότητα») και στο ευαίσθητο υφολόγημα του Κώστα Κουλουφάκου («Ο Ρίτσος και οι λέξεις»). Το προσωπικό μου κείμενο («Ο ποιητής και η ποίηση») για ευνόητους λόγους παραλείπεται. Για το ευφάνταστο σχόλιο του Αragon, μεταφρασμένο άψογα από τον Τσίρκα, ίσως άλλη φορά.
Η Χρύσα επιμένει κυρίως σε μεγάλα συνθέματα της «Τέταρτης Διάστασης», συγκρίνοντας τον Ορέστη (1966) με το Νεκρό σπίτι (1962) και το Κάτω απ΄ τον ίσκιο τουβουνού (1962), για να καταλήξει στον εκπληκτικό Φιλοκτήτη (1965). Αντιγράφω την ερμηνευτική της πρόταση για το μετέωρο και βασανιστικό δίλημμα του Ορέστη: «Περισσότερο από τραγικός, ο Ορέστης είναι ήρωας δραματικός. Οδυνηρή εκλογή, δίλημμα που θα προσπαθήσει να το λύσει μέσα σ΄ αυτή τη νύχτα. Ο μονόλογός του ανακινεί καίρια προβλήματα: το πρόβλημα του ήρωα και του ειδώλου του, της αλλοτρίωσης μέσα σ΄ έναν κοινό αγώνα, και πριν απ΄ όλα το πρόβλημα της πράξης […]. Δεν πρόκειται εδώ για κάποιο αίσθημα ενοχής του Ορέστη, αλλά για τη διαπίστωση του προσωπικού διχασμού του, για την απειλή της εξαφάνισης του εγώ του. Δύο αντίρροπες δυνάμεις λοιπόν δρουν μέσα του: η διεκδίκηση της ατομικής του ακεραιότητας και μια κοινωνική επιταγή, την οποία αρχικά δεν συμμερίζεται. Κι όμως μια γέφυρα αποκαθίσταται στο τέλος του ποιήματος». Ωριμότερη δραματοποίηση του περίπλοκου αυτού διλήμματος αναγνωρίζεται από τη Χρύσα Προκοπάκη στον Φιλοκτήτη. Αντιγράφω: «Ο Φιλοκτήτης, όπως ο Ορέστης, έχει διανύσει ένα μεγάλο δρόμο μέσα στη μόνωσή του. Είναι μόνος, ακόμα κι όταν βρίσκεται στην κοινή δράση. Πρόκειται για τη μοναξιά του προδρόμου, του στοχαστή, κι εκεί πάντα βρίσκεται το πρόβλημα επικοινωνία-μη επικοινωνία. Αμετάδοτη εμπειρία, φιλτραρισμένη μέσα από μιαν ιδιαίτερη ευαισθησία. […] Οπου το πραγματικό […] μεταβάλλεται σε φανταστικό, το τυραννικό […] σε περιπαιχτική παρωδία».
Εχω την αίσθηση ότι ο Ρίτσος, εναλλάσσοντας υποχρεωτικά (στην ποίηση και στη ζωή του) το υποκείμενο με το αντικείμενο, ανακαλύπτει τη βαθύτερη ειρωνική τους ταύτιση (ας πούμε το «εγώ-αυτός-αυτό»), αγνοώντας μάλλον τον Μπαχτίν· ή μήπως όχι;
Ο Κουλουφάκος, τέλος, μικροσκοπεί την ποιητική ταλάντωση των λέξεων σε ένα ολιγόσειρο απόσπασμα από την Ελένη του Ρίτσου: σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες […] η μια τους έχει βγει κιόλας από το παράθυρο […] ίσως ζητάει να τραβήξει ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού· μα το σπίτι αντιστέκεται μ΄ όλες τις γωνίες του. Συμπεραίνοντας ότι: οι αρθρωτικές λέξεις στην ώριμη ποίηση του Ρίτσου επισκιάζουν (και τελικώς υπερβαίνουν) τις συμβατικές διακρίσεις ανάμεσα στην κυριολεξία και στη μεταφορά, στην πραγματικότητα και στη φαντασία, στην προσγείωση και στην απογείωση. Περί αυτού όμως άλλοτε ίσως και αλλού.